Scroll Top

Λιάνα Σακελλίου – Μύηση και μπαρούτι

Παράδοση (του) Kάστρου του Mοριά. 

Ιδιωτική Συλλογή Αντωνίου Δ. Σκιαθά.  

Η θάλασσα της Σύρου είναι θαλασσωμένη απόψε και ξαγρυπνώ.

Ήρθαμε εδώ γιατί μετά την έκρηξη της Επαναστάσεως έλαβαν χώρα άγριες σφαγές, πυρπόληση σπιτιών και απαγωγή γυναικοπαίδων στη Σμύρνη. Ακολούθησε επικίνδυνη ανάπαυλα. Μας διέσωσαν άλλα ελληνικά καράβια, όχι το δικό του.

Ο Μιχαήλος μου είπε, ‘Έλα να πιούμε μαζί τσάι, έχω κάτι να σου πω. Ζήτησα από τον φίλο ζωγράφο να σου κάνει το πορτρέτο πριν φύγουμε. Οφείλεις να προτάξεις τα κοσμήματά σου’. Ένιωσα άβολα. Προσπαθούσα να βρω την κατάλληλη θέση και ν’ ακουμπήσω ήρεμα στο μαύρο βελούδο της πλάτης. Ζεσταινόμουν όμως πολύ. Είχα προσφάτως δώσει τον όρκο του φιλικού, κατ΄εξαίρεσιν, μου είπαν. Βρισκόμουν στο πολυτελές σαλόνι, ένα δωμάτιο τελετών, αλλά κανένα αγαπημένο αντικείμενο δεν ήταν κοντά μου. Μονάχα οι βαριές βελούδινες κουρτίνες χρώματος βαθέως πορφυρού πίσω μου ανέδυαν το άρωμα του καπνού των ανδρών. Είχα πάρει το ύφος της μυημένης. Υποχρεώθηκα να καθίσω ήσυχα στην πολυθρόνα με τα χέρια επάνω στην ταφταδένια φούστα με τις πιέτες και να τον παρακολουθώ ακίνητη επί ώρες. Δεν ξέχασα τις μάπες, τα μενταγιόν, τα παντατίφ, το δαχτυλίδι το μονόπετρο. Όλα τα τζιβαϊρικά τα φόρεσα. Διπλές σειρές μαργαριτάρια. Και πάνω από την χρυσοποίκιλτη τραχηλιά κρέμασα τον πολύτιμο σταυρό των Φιλικών.

Μετά ήρθε εκείνος.

Άραξε τη σκούνα του στο λιμάνι της Σμύρνης στις 10 Μαρτίου του 1821. Ο κύρης μου έστειλε εμένα να τόνε συναντήσω την επομένη. Επικοινωνούσαμε με κώδικες και συνθηματικές λέξεις. Μόλις συναντηθήκαμε, του έδωσα το αφιερωτικό γράμμα και μου έδωσε ένα κομμάτι ξύλο απ’ το νησί του. Είχε χαράξει επάνω τον τίτλο και τ’ όνομά του—’καπετάν Χριστόδουλος Μέξης’. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη προκηρύξεις για τη μελλούμενη εξέγερση. Και μια επιστολή από τον Παπαφλέσσα με την έκκληση ‘Να προσφέρετε καταφυγή και περίθαλψη στον οπλαρχηγό μου από τον Πόρο’. Ήταν το πρωτοπαλίκαρό του. Μου είπε ότι στο Αϊβαλί γέμισε τη σκούνα με μπαρούτια. Και να μηνύσω στον γιατρό Μιχαήλο Ναύτη, έφορο της Φιλικής Εταιρείας στη Σμύρνη και αφέντη μου, ότι συνάντησε τον Σέκερη στην Κωνσταντινούπολη και πως όλα καλά. Καμία κουβέντα για την πόλη μας που δέσποζε στην κορυφή του κόλπου, με το κάστρο από πάνω της και τους μιναρέδες.

Το άλλο βράδυ σαν να κάναμε περίπατο δίπλα στη θάλασσα. Έκανε ψύχρα. Μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. ‘Έχω κρύψει όλα τα τιμαλφή επάνω μου’, ψιθύρισα. Ήθελα εγώ να του τα δώσω. Ήμουν γόνος ιστορικής οικογενείας της Ιωνίας. Απ’ τα Βουρλά. Πίστευα πως δίνοντάς του τα μαλαματικά του έδινα και τα εύσημα του σογιού μου-την ευγένεια, τα πλούτη, τας τιμάς. Τον ακολούθησα στο λιμάνι. Δεν βιαζόταν να μιλήσει. Ούτε εγώ μιλούσα. Εκεί αντίκρυσατο ποριώτικο πλεούμενο, μια καλοτάξιδη μαρτιγάνα. Λεγόταν ΔΗΜΗΤΡΑ. Έβλεπα ξύλα, σχοινιά, πανιά, άγκυρες, τροχαλίες. Από κάτω όπλα και μπαρούτια. Με οδήγησε στο αμπάρι όπου κοιμόταν. Και ένα-ένα τα αποχωριζόμουν τα φυλακτά μου μέσα στο μισοσκόταδο που θύμιζε το δωμάτιο της μύησής μου. Τελευταία έβγαλα τις πέρλες από τα αυτιά. Τις έτριψα με τα δάχτυλα απαλά σαν να τις χάιδευα για τελευταία φορά που έλαμπαν απόκοσμα και τις έριξα στο κοφίνι. Με μια απότομη κίνηση το άρπαξε και ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα. Το παρέδωσε σ’ έναν Σμυρνιό μεγαλέμπορα χωρίς να τα κοιτάξει ξανά, χωρίς να με κοιτάξει που τα αποχαιρετούσα. Έξω από το φινιστρίνι απανεμιά. Έφυγα χωρίς να πω λέξη.

Την άλλη μέρα με περίμενε μέσα στη σκούνα. Ήταν βιζιταρισμένη. Μου σύστησε τον καπετάν Γιώργη Μάνεση, τον ιδιοκτήτη της. Ήταν καλοσυνάτος. Οι άλλοι χειρονομούσαν και φωνασκούσαν. Τους χαιρέτησα και κατέβηκα τη σκάλα. Έβγαλα το μεταξωτό κεφαλοκάλυμα, μετά το πορκάκι, την ολοκέντητη τραχηλιά, ξεκούμπωσα τις μανσέτες ενώ έπεφταν 3000 γρόσια στο πάτωμα. Από τον μυστικό έρανο των ομογενών—’Ας συνδράμομεν με όλη τη ψυχή και την καρδίαν’. Ο Μιχαήλος ο κύρης μου, οργανωτικός και ακούραστος, εγκαινίαζε την ορθή τακτική του αγώνα αρματώνοντάς τον με γρόσια. Αυτός, ορμητικός και άφοβος, προσέφερε τη ναυτοσύνη του. Μου είχε γυρίσει την πλάτη∙ πρόσεχε μόνο τον μεταλλικό ήχο. Είστε μεγαλόψυχη, πρόφερε καθώς τα συνέλεγε. Όρισε και τον τόπο της υστερνής μας συνάντησης. Ελαφρός ζέφυρος έξω. Όμως φεύγοντας στραβοπατούσα πάνω στη σβολιασμένη γη γιατί μ’ είχε αρπάξει σαν τανάλια το ριψοκίνδυνο θάρρος του.

Στο βόρειο άκρο της προκυμαίας εκτεινόταν η περιοχή της Πούντας. Μια παραλία στρωμένη με άμμο, καλή για περίπατο. Ο άντρας περπατούσε αφηρημένος από ένα σχέδιο. Πρόσεχα τα μακριά ευκίνητα πόδια του. Και ξαφνικά ανυψωνόταν η θάλασσα και ο ορίζοντας μας έκλεινε με αφρισμένη δαντέλα. Οι Τούρκοι μόλις είχαν επιβάλλει ναυτικό αποκλεισμό και έλεγχο των πλοίων στο λιμάνι. Όμως η Σμύρνη ήταν κέντρο όπου συνήρχοντο όλοι οι τυραννούμενοι ομογενείς, και εύρισκαν άσυλο κατά του διωγμού. Μου ψιθύρισε, ‘Πείτε στον κύριό σας πως αποκτήσαμε 270 βαρέλια των 12 οκάδων το ένα μπαρούτι και 41 καντάρια μολύβι. Θα κάνω πρώτα μια στάση στον Πόρο, μετά στην Καρδαμύλη, και τέλος θ’ αγκυροβολήσω στο λιμανάκι της Βέργας του Αλμυρού. Εκεί θα περιμένουν οι Μανιάτες οπλαρχηγοί για να ξεκινήσει ο Αγώνας. Θα περάσω τυπικά και από το κουμέρκι του Αλμυρού, δικαιοδοσίας του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, και θα του δώσω χίλιους μαχμουτιέδες. Το φορτίο μου θα περιέχει λάδι και αλάτι. Πείτε του ακόμη πως θα είμαι παρών σε όλο το ταξίδι και στην εκφόρτωση’.

Στις 15 Μαρτίου είχαμε βγει με τον Μιχαήλο στο μπαλκόνι της οικίας μας για να σιγουρευτούμε ότι το καράβι του απέπλευσε από το λιμάνι της Σμύρνης παρά τα μπλόκα. Γερό κυματοθάλασσο.

Και η καρδιά μου έγινε κομμάτια.

* Η Κυριακή Μιτάκη Ναύτη συνέδραμε στην προμήθεια του μπαρουτιού για την εξέγερση στη Μάνη, προσφέροντας όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της. Ήταν η πρώτη γυναίκα που έδωσε τον όρκο της Φιλικής Εταιρείας. Ανήκε στον ακμάζοντα διασπορικό ελληνισμό της Σμύρνης και καταγόταν από ιστορική οικογένεια των Βουρλών. Τα βιώματά της ήταν πρωτόγνωρα, και μετέβαλαν ραγδαία τον κόσμο της. Θέλησα να τη βάλω δίπλα σ’ ένα νεαρό καπετάνιο από τον Πόρο, έτοιμο κι εκείνο να δώσει τη ζωή του για τον ιερό αγώνα. Στόχος μου δεν είναι η αποτύπωση της αλήθειας, αλλά η προβολή των κατορθωμάτων, η δικαίωση. Και για τους δύο νέους η Επανάσταση συνιστούσε τη μεγάλη τομή. Και οι δύο παρέμειναν άσημοι.

Πληροφορίες αντλήθηκαν από

https://el.wikipedia.org/wiki/Κυριακή_Ναύτη
http://enosivourlioton.gr/?p=3146
http://poros.gr/o-poros-to-1821.html
http://www.facebook.com/yiannis.maniatis17/3/2021

Η βοήθεια του Γιάννη Μανιάτη, διευθυντού της Χατζοπουλείου Βιβλιοθήκης του Πόρου, υπήρξε ανεκτίμητη.

* H Λιάνα Σακελλίου είναι ποιήτρια, μεταφράστρια, κριτικός και διδάσκει αμερικανική ποίηση και δημιουργική γραφή στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ.

Προσωπογραφία: Σύζυγος Υδραίου προύχοντα.