Scroll Top

Παναγιώτης Νάνος – Το θαύμα

 

Γιάννης Στεφανάκις, Στο αίμας, 2021, Χάραγμα και ακρυλικά σε ξύλο, 32×72

Χρόνους μετά αφ’ ότου έσβησαν οι φωτιές της Επανάστασης, εκείνου του αγίου 1821 κι έγινε κράτος το ρωμεϊκο, οι πληγές στα σώματα των αγωνιστών πονούσαν, κι ας είχαν με τον καιρό επουλωθεί τα τραύματα. Αγωνιστές που κάποτε ήταν μαζί στο ίδιο μετερίζι, χωρίστηκαν σε παρατάξεις. Κόμματα έκαμαν πολιτικά, το εγγλέζικο, το γαλλικό, το ρούσσικο. Μάλωναν σαν τα σκυλιά που δαγκώνονται στη σκάφη, ποιο και πρώτο θα αρπάξει το κόκαλο των ξένων αφεντάδων. Κάποιοι βιάστηκαν φράγκικα ρούχα να φορέσουν. Άλλοι μιμούνταν τους παλατιανούς, εξουσία και πλούτο κυνηγούσαν.
Παιδιά πρώην ραγιάδων, γλώσσα ακαταλαβίστικη μιλούσαν και με σκληρότητα που ξεπερνούσε αυτή των Οθωμανών κυβερνούσαν, άμαθοι καθώς πάντα οι νεόκοποι στην εξουσία. Το Δίκαιο και το Νόμο κατά πως συνέφερε στους ίδιους εξηγούσαν. Από τα χρήματα που δανείζονταν το κράτος, σκορπούσαν κατά το δοκούν, λέγοντας πως το κάνουν δήθεν για την προκοπή του τόπου και «δια την σωτηρίαν της πατρίδος».
Οι πραγματικοί αγωνιστές πεινούσαν. Υπόφεραν, μα σιωπούσαν. Ένοιωθαν τα βόλια που κάποτε έριχναν για της πατρίδας την Ελευθερία, φαρμάκι να γίνονται, να επιστρέφουν στην καρδιά. Ο Γιάννης ήταν ένας απ’ αυτούς. Ποτέ δεν ζήτησε μεράδι εξουσίας. Ούτε στα συσσίτια του Στρατού προσέτρεξε, παρά τη φτώχεια του. Ούτε «αίτηση» έκαμε να γράψει σε ποιες μάχες πολέμησε και με ποιόν οπλαρχηγό, αυτοί που έπρεπε τα γνώριζαν. Δεν ήταν μόνον ότι γράμματα δεν ήξερε, αλλά διότι στο στήθος οι ουλές από τις μάχες, δεν του επέτρεπαν σε χέρια να ξεπέσει των άκαπνων. Προπάντων γραμματέων, ιδιαιτέρων και υπουργών. Χάιδευε αργά το στομωμένο γιαταγάνι, λέξη δεν έπαιρναν όσοι τον ρωτούσαν. «Η πατρίδα, ξέρει…» έλεγε και πικρά χαμογελούσε.
Σα βρόχινο νερό κυλούσαν οι καιροί, ο Γιάννης έβλεπε τα υστερνά πρώτα να γίνονται. Και η Πατρίδα, όλο να ξεχνά. Κάποια στιγμή έφυγε απ’ την πόλη, δεν ημπορούσε άλλο ασθένειες και τ’ άδικο να βλέπει των μαγαρισμένων. Ξεκίνησε την ειρηνική του επανάσταση μοιράζοντας αγάπη και σιωπή. Μόνος, με τη λερή του φουστανέλα, μελίσσια βόσκαγε σε ρίζες ματωμένων βράχων.
«Το κερί αντίδωρο είναι για το θεό και τους αγίους», έλεγε καθώς του Αηλιά άναβε το καντήλι. «Το μέλι ύστερα γλυκαίνει τις ψυχές και των ανθρώπων τις πληγές».

Τα χρόνια πέρασαν συνομιλώντας με τις μέλισσες, τρυγώντας τες με πρόσωπο ακάλυπτο, χέρια γυμνά, ως άλλος υπηρέτης της κυψέλης. Δεν πούλησε ποτέ κερήθρα, έδινε απλόχερα εκεί όπου έπρεπε. «Να δίνεις», έλεγε, «δίχως να περιμένεις για να λάβεις» και η καλοσύνη επέστρεφε με χίλιες μορφές πίσω.
«Ασκητή» τον βάφτισαν οι πλιότεροι, άλλοι έλεγαν πως «είναι σαλεμένος», καθώς τα πεύκα και τα λούλουδα ευλογούσε, αλήθειες από τη βροχή άρμεγε και με τις εποχές συνομιλούσε.
Κάποτε, σώθηκε το λάδι στο καντήλι του. Λίγοι τον συντρόφευσαν στο τελευταίο μονοπάτι. Με έκπληξη είδαν πίσω τους να έρχονται, αμέτρητες οι μέλισσες. Σαν άλλη ουράνια ακολουθία να ψέλνουν με τον βόμβο τους, συνοδεύοντάς τον στην αιώνια πατρίδα, την τελευταία κατοικία. Σταυροκοπήθηκαν με ευλάβεια, «σημάδι θεού», είπαν, «είναι θαύμα», «ο ασκητής αγίασε»!

Ο βόμβος εκείνος ο παράξενος, τεκμήριο πως η αγάπη πάντοτε θα νικά την αδικία.

* αληθινή ιστορία

 

* Ο Παναγιώτης Νάνος είναι συγγραφέας και Δήμαρχος Λίμνης Πλαστήρα.