Scroll Top

Γιώργος Δελιόπουλος: (Αν)οικείωση στον ποιητικό λόγο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ

1

Η περιοδολόγηση της ποιητικής παραγωγής και η κατάταξη των ποιητών σε συγκεκριμένες γενιές είναι σίγουρα βοηθητικά ως μεθοδολογικά εργαλεία, για την ταξινόμηση του αχανούς, πολύφωνου και ιδιοσυγκρασιακού χώρου της λογοτεχνίας. Ωστόσο, η λογοτεχνική γενεαλογία ενέχει πολλούς κινδύνους και εγείρει αρκετές ενστάσεις[1]. Συχνά, προκύπτει μέσα από μια προκατασκευασμένη σχηματοποίηση, στην οποία το έργο κάθε δημιουργού τοποθετείται στην προκρούστεια κλίνη, για να του αφαιρεθούν τυχόν «ενοχλητικές» αποκλίσεις ή να τεντωθούν παραμορφωτικά άλλα ελάσσονα στοιχεία του, ώστε να ενταχθεί βολικότερα σε μονολιθικές ομαδοποιήσεις, τις οποίες η κριτική ονομάζει «ποιητικές γενιές».
Μολονότι το θέμα δεν μπορεί να εξαντληθεί επιγραμματικά εδώ, ωστόσο θα ήταν πιο ακριβές, πιο κοντά ίσως στην πολυπλοκότητα της ποιητικής δημιουργίας, αν μιλούσαμε για ποιητικές τάσεις παρά για γενιές. Αυτές τις τάσεις, οι οποίες συνδέονται με το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο αλλά και με την προγενέστερη παράδοση, ενσωματώνουν οι ποιητές στο έργο τους. Οι τάσεις είναι είτε θεματολογικές (λ.χ. γυναικεία οπτική, κοινωνική κριτική, ανάδειξη του κοινωνικού περιθωρίου) είτε μορφολογικές / εκφραστικές (λ.χ. ποιητικός ρεαλισμός, φορμαλισμός) και τέμνουν διάφορες εποχές της λογοτεχνίας, καθώς εμφανίζονται, ξεχνιούνται και επανακάμπτουν σε μια μη γραμμική διαδοχή. Προφανώς, λοιπόν, πολλοί διαφορετικοί ποιητές, ίσως και διαφορετικών ηλικιακά γενιών, μετέχουν των ίδιων τάσεων και μέσω αυτής της συν-μετοχής προκύπτουν τυχόν ομαδοποιήσεις. Βέβαια, αυτές οι ομάδες δεν παραμένουν αμετάβλητες στην πορεία του χρόνου, με παγιωμένα a priori χαρακτηριστικά, όπως οι ποιητικές γενιές.
Η «επίσημη» φιλολογική κριτική τοποθετεί την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στη Β΄ μεταπολεμική γενιά, η οποία περιλαμβάνει ποιητές και ποιήτριες που γεννήθηκαν μεταξύ του 1929 και του 1940, ενώ εμφανίζονται στη λογοτεχνία από τα μέσα του 1950 έως και τα μέσα του 1960[2]. Η ποίηση αυτής της γενιάς έχει γενικά ένα ελεγειακό ύφος σε ελάσσονα εξομολογητικό τόνο, φορτωμένο τραγικότητα και απαισιοδοξία, καθώς αναμοχλεύει διαρκώς τις μεταπολεμικές ματαιώσεις, τον μετεμφυλιακό διχασμό, την απώλεια και τον κατακερματισμό που βιώνει γύρω της. Ωστόσο, οι δεκάδες ποιητές και ποιήτριες, που τη συγκροτούν, ακολουθούν διαφορετικές τάσεις στη γραφή τους, με ετερόκλητους προσανατολισμούς[3]. Πλάι στη ρεαλιστική γραφή του Χριστιανόπουλου που σαρκάζει τη μοναξιά, υπάρχει η ποίηση του Μάρκου Μέσκου και του Τάσου Πορφύρη που αρδεύεται από τη γενέθλια μνήμη, η ποίηση του Ασλάνογλου με τον φαντασιακό της λυρισμό που μιλά για τον κατακερματισμένο άνθρωπο της πόλης, καθώς και ο στοχαστικός λυρισμός της Δημουλά[4].
Αν θέλουμε να μη μείνουμε απλώς στην κατάταξη της Αγγελάκη-Ρουκ στη Β΄μεταπολεμική γενιά, αλλά να αναγνωρίσουμε τις τάσεις που συνδιαμορφώνουν το έργο της, θα διαπιστώσουμε ότι η ποίησή της ενσωματώνει τέσσερις βασικές τάσεις, για να συγκροτήσει την ιδιοφωνία της[5]. Καταρχάς, απηχεί τον κοινό ελεγειακό τόνο της απώλειας και της αγωνίας, που χαρακτηρίζει τους συνομήλικούς της δημιουργούς μετά τον πόλεμο. Αυτή η αγωνία δεν έχει τόσο κοινωνικό ή πολιτικό πρόσημο, όσο υπαρξιακό και προσωπικό, ενώ είναι πιο έκδηλη στην ώριμη φάση της ποίησής της[6].
Ταυτόχρονα, όμως, η ποιήτρια δομεί το έργο της και γύρω από έναν δεύτερο βασικό άξονα, τη σωματικότητα των συναισθημάτων, των βιωμάτων, και προπάντων του έρωτα, που θυμίζει αρκετά την ποιητική προσέγγιση του Καβάφη[7]. Όπως γράφει η ποιήτρια στο ομότιτλο ποίημά της: «Το σώμα είναι η Νίκη και η Ήττα των Ονείρων»[8].
Ο τρίτος άξονας της ποίησής της είναι η γυναικεία οπτική των πραγμάτων, η ανάδειξη της γυναικείας υπόστασης και εμπειρίας στο σύγχρονό της «γίγνεσθαι», χωρίς όμως ο λόγος της να έχει το άμεσο και βίαιο στοιχείο της γυναικείας ποίησης των Plath και Sexton[9]. Η γυναικεία ποιητική ματιά, αλλά και η προβολή των ψυχικών καταστάσεων στο σώμα είναι κοινοί τόποι και για την ποίηση άλλων δημιουργών της ίδιας γενιάς, όπως της Ζέφης Δαράκη και της Κικής Δημουλά.
Η τέταρτη βασική τάση, που αναγνωρίζει κανείς στο έργο της Αγγελάκη-Ρουκ, είναι η μυθική μέθοδος, δηλαδή η αξιοποίηση και ανάδειξη αρχαιοελληνικών ή χριστιανικών συμβόλων, ώστε να εκφράσει την πολυπρισματική γυναικεία ψυχοσύνθεση που βιώνει τραυματικά τους σύνθετους ρόλους της, τον έρωτα και τον θάνατο[10].
Η Αγγελάκη-Ρουκ ενσωματώνει τις παραπάνω τάσεις, όχι όμως στον ίδιο βαθμό την καθεμία σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας της. Κατορθώνει, όμως, να δημιουργήσει μια ποίηση, η οποία διατηρεί τη βιωματική της θέρμη δίχως να είναι στενά αυτοβιογραφική, παραμένει φιλοσοφική και πολυεπίπεδη δίχως να καταντά ερμητική και επιτηδευμένη, ενώ από την άλλη πλευρά μοιάζει εύληπτη και προσιτή στα αισθητήρια του κοινού αναγνώστη χωρίς να γίνεται απλουστευτική. Αυτό συμβαίνει, καθώς η ποιήτρια αξιοποιεί στη γραφή της με λελογισμένο τρόπο τον μηχανισμό της ανοικείωσης, κάτι που θα επιχειρήσει να καταδείξει παρακάτω η παρούσα μελέτη.

2

Τι σημαίνει όμως ανοικείωση στην ποίηση; Σύμφωνα με τους Ρώσους φορμαλιστές των αρχών του 20ού αιώνα (Μπ. Αϊχενμπάουμ, Ρ. Γιάκομπσον, Β. Σκλόβσκι, Γ. Τινιάνοφ), μέσω της ανοικείωσης τα οικεία πράγματα (ανα)συστήνονται, τοποθετημένα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από τη γνωστή τους χρήση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μας προκαλούν ξάφνιασμα και να μας δυσκολεύουν στο να τα αντιληφθούμε αμέσως, όπως έχουμε συνηθίσει. Στην ποίηση η ανοικείωση εξυπηρετεί την απομάκρυνση της γλώσσας από τον αυτοματισμό της πρόσληψης, δηλαδή από την άμεση αντιστοίχησή της σε συγκεκριμένα νοήματα. Ο στόχος είναι να αποκτήσει η γλώσσα ένα καινούριο νόημα (σημαινόμενο), ώστε να προσλάβει και να αποτυπώσει πιο ολοκληρωμένα το πολυεπίπεδο περιεχόμενο της πραγματικότητας, με αισθητηριακά και όχι λογικά κριτήρια[11]. Επομένως, με τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις και τα υπόλοιπα σχήματα λόγου, με τη διάταξη και τη συνομιλία φαινομενικά ετερόκλητων ποιητικών στοιχείων (σκέψεων, συναισθημάτων, εικόνων, σκηνών, προσώπων), με τους συνειρμούς, τις διακειμενικές αναφορές και τους συμβολισμούς, η παλλόμενη ποιητική γλώσσα αναπλάθει την εξωτερική προ-ποιητική πραγματικότητα σε ποιητική, σ’ αυτήν που ανυψώνει την αναφορική –καθημερινή, πρακτική, τετριμμένη– χρήση της γλώσσας σε ποιητική.
Η ανοικειωτική λειτουργία της ποιητικής γλώσσας, που περιγράψαμε παραπάνω, δημιουργεί συχνά έναν δύσκολο, σκοτεινό, γριφώδη λόγο, φορτωμένο ασάφειες και αμφισημίες[12]. Το επισημαίνει και ο Σεφέρης: «Εκείνο όμως που είναι βέβαιο είναι ότι στον καιρό μας η ποίηση έγινε πιο πυκνή, πιο ελλειπτική, πιο δύσκολη»[13]. Ασφαλώς, αυτό δυσχεραίνει την άμεση συνομιλία του αναγνώστη με το ποίημα· ο αναγνώστης απωθείται, καθώς δυσκολεύεται να «εισέλθει» ικανοποιητικά στη sui generis συναισθηματική συνθήκη που ορίζει το ποίημα.
Ωστόσο, σε πολλά σημεία οι επιλογές των δημιουργών –συνειδητά ή ασυνείδητα– φαίνεται να λειτουργούν αντίρροπα προς τον μηχανισμό της ανοικείωσης και τείνουν να τον αμβλύνουν[14]. Με αυτό τον τρόπο, μειώνεται το ξάφνιασμα του αναγνώστη, αυξάνεται ο βαθμός νοηματικής οικειότητας με τη γλώσσα του ποιήματος και δημιουργείται ένας συνεκτικός ιστός διευθέτησης των ποιητικών στοιχείων, ώστε να μη μοιάζουν ατάκτως ερριμμένα, αλλά να δομούν ένα εύληπτο και διαυγές ποιητικό σύμπαν. Για παράδειγμα, η αξιοποίηση γνωστών μυθικών συμβολισμών –έστω και ανατρέποντάς τους–προσφέρει ένα κοινό σημείο αναφοράς μεταξύ ποιητή και αναγνώστη[15]. Επίσης, η συναισθηματική συνοχή των ποιητικών στοιχείων και η παράθεσή τους με ευδιάκριτο, παρατακτικό και όχι περιπλεγμένο τρόπο, βοηθούν στην ευκολότερη πρόσληψη του ποιήματος. Το ίδιο ισχύει και με την τήρηση της συντακτικής και γραμματικής ορθότητας. Ακόμη, ο εξομολογητικός τόνος και η αναφορά σε κοινά βιώματα δημιουργούν πεδία σύνδεσης ποιητή και αναγνώστη. Όλα αυτά μειώνουν τον ανοικειωτικό χαρακτήρα του ποιητικού λόγου, τού προσδίδουν μια έλλογη ακολουθία και καθιστούν το ποίημα λιγότερο απροσπέλαστο[16].
Προφανώς, ο παραπάνω αμφίρροπος μηχανισμός της (αν)οικείωσης πραγματώνεται με διαφορετικά μέσα και σε διαφορετική ένταση στο έργο κάθε ποιητή ή ακόμη και σε διαφορετικά ποιήματα ή διαφορετικές περιόδους του ίδιου δημιουργού, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω στην εξέταση του ποιητικού έργου της Αγγελάκη-Ρουκ.

3

Το έργο της Αγγελάκη-Ρουκ, σε όλη του την πορεία, έχει μια συνοχή κι έναν σταθερά επαναλαμβανόμενο πυρήνα, τη σωματοποιημένη υπαρξιακή αγωνία ενός γυναικείου ποιητικού υποκειμένου. Ωστόσο, η φιλολογική κριτική το χωρίζει σε δύο ή και τρεις διαφορετικές περιόδους, με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στην καθεμία ως προς το είδος και τον τρόπο αξιοποίησης των ποιητικών στοιχείων που επιχειρεί η ποιήτρια[17]. Αυτό το οποίο διαπιστώνει κανείς είναι ότι αντίστοιχα, σε κάθε περίοδο, αλλάζει και η λειτουργία του μηχανισμού της (αν)οικείωσης, που περιγράψαμε παραπάνω.
Στις πρώτες της συλλογές, μέχρι τουλάχιστον και Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977), διαπιστώνουμε στον ποιητικό της λόγο έναν μεγαλύτερο βαθμό ανοικείωσης. Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το ποίημα «Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό» της ομότιτλης συλλογής του 1974:

[…]

Ο χρόνος μας είναι μετρημένος
θα επιζήσουμε κι οι δυο μετά την αποκαθήλωση
εγώ σέρνοντας χρονοφαγωμένο το σώμα
κι εσύ με λάμψη πάντα
μεσ’ απ’ τα βαθιά, μωρουδίστικα
τραγούδια του Μεσσία:
«Χριστέ μου,
τι όμορφος που είσαι
κι έχεις ένα όνομα
σκληρό σαν το ρετσίνι
μ’ άλλο σκληρό επάνω σου δεν έχεις.
Πάει η καρδιά σου όμοια με τη θάλασσα
γύρω απ’ όλα τα νησιά».

Οι γερανοί του λιμανιού τραβούν τη νύχτα επάνω
μικρά φτερένια σύννεφα της θείας γαλάζιας κότας
ανοίγουν τη μέρα στα νερά.
Σ’ έρημη αποβάθρα
κομμάτι σκοτάδι
πελεκημένη από βράχο σκοτάδι
περιμένω να με πάνε σε κλειστό αμάξι
ή να σπάσω από φως
Πάντα κάτι παλιό είναι γύρω
για να μοιάζεις βγαλμένος απ’ τα χαλάσματα
πάντα κάτι μαλακές λουρίδες έχει το χώμα
για μας τους άστεγους της τελευταίας ώρας.
Καμιά ανάσταση δεν κάναμε
καμιά αντίσταση, καμιά πράξη
μόνο κουρνιάσαμε απελπισμένοι από τα ρούχα μας
που μας στένευαν στον έρωτα
σιγομουρμουρίζαμε με μύτες υγρές
που πάγωναν στην ψύχρα.
Θα φύγεις για τους ουρανούς
θα φύγεις με φως σαν να είχες σώμα
κι ας ονειρευόσουνα το σκοτεινό καμαράκι του φωτογράφου.
Πας στο χειμώνα των αηδονιών
και με τα δάχτυλα σε στρώνω
σκιά στο δρόμο με τους ευκάλυπτους
[…]

Στα ποιήματα των πρώτων της συλλογών η Αγγελάκη-Ρουκ αξιοποιεί αρχαιοελληνικά και χριστιανικά μυθικά σύμβολα (Αλιείη, Βύτος, Ιφιγένεια, Μαγδαληνή, Μινώταυρος), ανατρέποντας ωστόσο τη συνήθη εξέλιξη των μύθων. Μέσα από αυτή την ανατροπή τα μυθικά σύμβολα εκφράζουν τα αποσιωπημένα –κατά την ποιήτρια– νοήματά τους ή λειτουργούν και ως αντίλαλοι της δικής της φωνής[18]. Επομένως, οι μύθοι αποπλαισιώνονται από το γνωστό τους περιεχόμενο, όπως συμβαίνει και με τη σκηνή της Αποκαθήλωσης στο παραπάνω ποίημα. Μακριά από τις όποιες θρησκευτικές συνυποδηλώσεις, η Μαγδαληνή είναι μια ερωτευμένη γυναίκα, που βιώνει τον ματαιωμένο της έρωτα και εκφράζει τη συνεπακόλουθη μοναξιά της. Στην επόμενη συλλογή, Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (εκδ. Τραμ, 1977), ανατρέπεται η παραδοσιακή εικόνα της πιστής Πηνελόπης, που περιμένει τον σύζυγό της παθητικά, ζώντας στο περιθώριο. Αντιθέτως, αναδεικνύεται η γυναίκα ως ενεργό υποκείμενο, που μέσω της ποίησης σβήνει τις ψευδαισθήσεις, για να ξαναστήσει τον ψυχικό της κόσμο και τη ζωή της[19].
Σ’ αυτά τα πρώτα ποιήματα η ποιήτρια αξιοποιεί πολλές ετερόκλητες εικόνες (λ.χ. η εικόνα της Αποκαθήλωσης, οι γερανοί του λιμανιού, το καμαράκι του φωτογράφου), οι οποίες σε ορισμένα ποιήματα δεν έχουν κάποια γραμμική ροή καθώς παρατάσσονται. Συνεπώς, σε αρκετά σημεία του ποιήματος ο αναγνώστης σκοντάφτει, αναγκασμένος να προβεί σε λογικά άλματα. Επίσης, πολλές εικόνες της προκύπτουν από απροσδόκητους συνδυασμούς λέξεων σε νέα ονοματικά σύνολα (λ.χ. βράχο σκοτάδι, κάρβουνα μάτια, φτερένια σύννεφα, ερπετή καρδιά, βότσαλα-φιλιά), που αιφνιδιάζουν και διευρύνουν το σημασιολογικό εύρος της ποιητικής της γλώσσας. Ένα άλλο στοιχείο που διαπιστώνει κανείς είναι η συχνή εναλλαγή γραμματικών υποκειμένων στο ίδιο ποίημα: το πρώτο πρόσωπο γίνεται δεύτερο και μετά τρίτο. Η διάσπαση του γραμματικού υποκειμένου διαρρηγνύει και την ενότητα της ποιητικής αφήγησης, αν και όλα αυτά τα υποκείμενα που συνυπάρχουν στο ίδιο ποίημα (λ.χ. Η Μαγδαληνή σε α΄ ενικό, ο Χριστός σε β΄ ενικό, ο χρόνος σε γ΄ ενικό, οι γερανοί σε γ΄ πληθυντικό) συνιστούν αποσπασματικές όψεις του ίδιου ποιητικού υποκειμένου. Αναμφίβολα, αυτή η αποσπασματικότητα αυξάνει την αμφισημία και τον ανοικειωτικό χαρακτήρα του ποιητικού λόγου στις πρώτες της συλλογές.
Παρ’ όλα αυτά, πολλές από τις επιλογές της ποιήτριας στα ίδια ποιήματα μειώνουν την ανοικείωση. Καταρχάς, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η αναφορά γνωστών μυθολογικών συμβόλων δημιουργεί ένα κοινό πεδίο αναφοράς με τον αναγνώστη, ο οποίος πλέον μπορεί να αντιληφθεί ακόμη και την ανατροπή ή την αποπλαισίωσή τους. Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς ενδεικτικά και στο παραπάνω ποίημα, η Αγγελάκη-Ρουκ αποφεύγει τις συντακτικές ακροβασίες, επιλέγει μια απλή, καθημερινή γλώσσα δίχως εξεζητημένο λεξιλόγιο και γραμματική, ενώ τοποθετεί τα ποιητικά της στοιχεία συνήθως σε παράταξη, σε μια ξεκάθαρη διάταξη, χωρίς να συμπλέκει τις εικόνες και τα μοτίβα. Όσο ετερόκλητα κι αν είναι, τοποθετημένα παρατακτικά, το ένα μετά το άλλο, μπορούν να αναγνωσθούν και να προσληφθούν πιο εύκολα.
Ας μη λησμονούμε, επίσης, ότι οι περισσότερες εικόνες της δεν είναι αφηρημένες, αλλά προέρχονται από την καθημερινότητα, τη στενή επαφή της ποιήτριας με τη φύση και τη σωματική προβολή των ψυχικών της καταστάσεων. Από αυτή τη σωματικότητα των αναφορών της, που τονίσαμε και παραπάνω, προκύπτουν εικόνες οι οποίες ισορροπούν μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας, δεν έχουν εντελώς αυθαίρετη νοηματοδότηση και μπορούν να γίνουν αντιληπτές με κοινά αισθητηριακά κριτήρια[20]. Επιπρόσθετα, όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία συνήθως τα συνέχει μια ξεκάθαρη και έντονη συναισθηματική συνθήκη στο ποίημα (λ.χ. ο ματαιωμένος έρωτας και η μοναξιά στο παραπάνω ποίημα). Ακόμη, σε ορισμένα ποιήματα η συνειρμική ροή των εικόνων της διακόπτεται από αποφθεγματικές φράσεις, οι οποίες λειτουργούν ως σηματωροί στην περιδιάβαση του ποιήματος και δημιουργούν έναν έλλογο νοηματικό ιστό[21]. Θυμίζω πώς οι επαναλαμβανόμενες φράσεις, «Το σώμα είναι η Νίκη των Ονείρων» και «Το σώμα είναι η Ήττα των Ονείρων», οργανώνουν το νόημα του ποιήματος «Το σώμα είναι η Νίκη και η Ήττα των Ονείρων» από τη συλλογή Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό (εκδ. Ερμής, 1974).
Όλα τα παραπάνω στοιχεία βοηθούν τον αναγνώστη να υπερκεράσει ευκολότερα την αυτοαναφορικότητα και τον υποκειμενισμό του κατατιθέμενου βιώματος εντός του ποιήματος. Στις επόμενες συλλογές της Αγγελάκη-Ρουκ αυτά τα στοιχεία πυκνώνουν, μειώνοντας ακόμη περισσότερο τον ανοικειωτικό χαρακτήρα της ποίησής της.

ΟΡΙΣΜΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

Φυτό ή μαχαίρι
κείμαι ή ενεργώ
παλιό ή πρωτόγνωρο το φως
στη σκάλα που ομολογώ
δεν ξέρω αν ανεβαίνω ή κατεβαίνω.
Πάω προς την απάντηση
ή την τέλεια συσκότιση;
Γιατί εκείνο το λέμε ηδονή
και τ’ άλλο πόνο
αφού όταν το σώμα έχει παραδοθεί
και κρέμεται, σφαδάζει
δεν ξέρει αν χαίρεται ή αν αιμορραγεί
αφού είναι άπειρο μπροστά στο άδηλο μέλλον
που το σφάζει;

Ο ουρανός, το φως αν κατεβαίνει
κείνη τη στιγμή τη διαφορά σημαίνει.
Γιατί σ’ ό,τι κοιτάς, ακόμα και σκοτάδι
φως κατοικεί κρυφά
φως ακόμη και στον Άδη.
Ατέλειωτο μαύρο μήκος είναι ο πόνος
το ξέρεις γιατί εκεί δεν ονειρεύεσαι πια το φως

(Από τη συλλογή Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος, εκδ. Καστανιώτη, 2003)

Στις επόμενες συλλογές της, όπως ενδεικτικά και στο παραπάνω ποίημα, διαπιστώνει κανείς ότι μειώνεται η ποικιλία και το ετερόκλητο των ποιητικών της στοιχείων, καθώς και οι μυθικές αναφορές[22]. Πλέον η ποιήτρια δε χρειάζεται την αρωγή των μύθων για να μιλήσει· δομεί ένα δικό της ποιητικό σύμπαν, καμωμένο με τις προσωπικές της μνήμες και τους μύθους της, όπως τη Λυπιού, την ονειρική χώρα όπου στεγάζει τη λύπη της στην ομότιτλη συλλογή του 1995[23]. Οι εικόνες, τα μοτίβα και οι συμβολισμοί της, που διατηρούν τον οικείο χαρακτήρα και τη σωματική τους διάσταση όπως και στις πρώτες της συλλογές, έχουν πλέον μια μεγαλύτερη λογική συνοχή και εντάσσονται πιο εύκολα στο κεντρικό θέμα του ποιήματος. Η ποιήτρια ντύνει με εικόνες έναν κεντρικό ποιητικό στοχασμό (λ.χ. στο παραπάνω ποίημα την υπαρξιακή αγωνία μπροστά στο τέλος), ο οποίος είναι αρκετά ευανάγνωστος. Η διάταξη των ποιητικών στοιχείων μοιάζει πιο περιγραφική και συγκροτημένη, με μικρότερο βαθμό συνειρμικής ελευθερίας. Ο λόγος της γίνεται πιο εγκεφαλικός και φιλοσοφικός, χωρίς να στερείται παραστατικότητας και συναισθηματικής θέρμης. Εντούτοις, πυκνώνουν ακόμη περισσότερο οι αποφθεγματικές διαπιστώσεις (λ.χ. «Ατέλειωτο μαύρο μήκος είναι ο πόνος» στο παραπάνω ποίημα), οι οποίες υποβοηθούν την ευκολότερη πρόσληψη του νοήματος.
Γενικότερα, όσο προχωράμε προς τις τελευταίες συλλογές της Αγγελάκη-Ρουκ, διαπιστώνουμε ξεκάθαρα τον ανυπόκριτο πλέον αυτοαναφορικό λόγο της ποιήτριας. Το σκηνικό των ποιημάτων της γίνεται ακόμη πιο οικείο, με λιγότερες συνειρμικές ανακολουθίες μεταξύ των εικόνων και των συμβολισμών της. Ωστόσο, η αίσθηση της υπαρξιακής αγωνίας εντείνεται, με αποκορύφωμα τις τελευταίες συλλογές της, όπως Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (εκδ. Καστανιώτη, 2005), Η ανορεξία της ύπαρξης (εκδ. Καστανιώτη, 2011) και Με άλλο βλέμμα (εκδ. Καστανιώτη, 2018), όπου η ποιήτρια έρχεται αντιμέτωπη με το γήρας του σώματος, την απουσία του έρωτα και την προοπτική του θανάτου[24]. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση μιας βιωματικής κατάθεσης κι ενός κατά βάση πρωτοπρόσωπου εξομολογητικού τόνου εκ μέρους του ποιητικού υποκειμένου, δίχως την παραμικρή διάθεση συσκότισης[25]. Ίσως γι’ αυτό γίνονται συχνότερες και οι αναφορές σε οικεία πρόσωπα (μητέρα, πατέρας) που έχουν φύγει[26], ενώ το πρώτο ενικό πρόσωπο κυριαρχεί ακόμη περισσότερο. Η ποιήτρια μάς καταθέτει έναν προσωπικό της απολογισμό και επιδιώκει τον αδιαμεσολάβητο διάλογο αφενός με τον εαυτό της και αφετέρου με τον αναγνώστη, δίχως τα ενδιάμεσα μυθικά προσωπεία των πρώτων συλλογών.
Ως προς τη γλώσσα και τη σύνταξη, αυτές διατηρούν την προηγούμενη απλότητά τους, παραμένουν στρωτές, μακριά από εξεζητημένες διατυπώσεις. Όσον αφορά στον ρυθμό, στα μεταγενέστερα ποιήματά της μοιάζει πιο πεζολογικός, αν και σκόρπιες ομοιοκαταληξίες, όπως στο παραπάνω ποίημα, ή χαλαρά μέτρα (ίαμβοι, τροχαίοι) τού προσδίδουν μια μουσική ροή.

4

Με την παραπάνω ανάλυση παρουσιάστηκε η σταδιακή διαδικασία άμβλυνσης της ποιητικής ανοικείωσης στην ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ, προς έναν πιο εσωτερικό, αψιμυθίωτο, ειλικρινή ποιητικό λόγο, που δε χρειάζεται τα «δεκανίκια» ξένων ποιητικών προσωπείων και συμβόλων, αλλά δημιουργεί τα δικά του. Η υποβλητικότητα και η αμφισημία υποχωρούν σταδιακά έναντι της ισχυρότερης ανάγκης της ποιήτριας να μείνει πιστή στον εσωτερικό της εαυτό και να κομίσει ακέραια την αλήθεια της, με όσο πιο οικεία ποιητικά στοιχεία μπορεί. Αυτό δε σημαίνει ότι η ποίησή της γίνεται πιο απλοϊκή. Μπορεί να χάνει σε νοηματική πολυσημία· κερδίζει όμως σε συναισθηματική ένταση και στοχαστικό βάθος.
Αξίζει να τονιστεί ότι η Αγγελάκη-Ρουκ δε συνιστά μεμονωμένη περίπτωση, καθώς ανάλογη μείωση της ποιητικής ανοικείωσης έναντι ενός πιο ευθύ ποιητικού λόγου συναντούμε στις τελευταίες συλλογές και άλλων ποιητών (λ.χ. του Σαχτούρη)[27]. Ίσως, τελικά, αυτή η παρατηρούμενη μείωση της ανοικείωσης να ακουμπά στην ώριμη –μπορεί και επιτακτική λόγω του σωματικού γήρατος;– ανάγκη πολλών ποιητών να μιλήσουν απλά, δίχως πολλά μαλάματα και περιττές μουσικές[28].

*Ο Γιώργος Δελιόπουλος είναι ποιητής

 

[1] Για μια κριτική στις ποιητικές περιοδολογήσεις βλ. P. Orecchioni, «Το πρόβλημα της περιοδολόγησης στην Ιστορία της Λογοτεχνίας», Ο Πολίτης, τχ. 20 (Ιούνιος-Ιούλιος 1978), σελ. 64· Β. Λεοντάρης, «Η ακαταστασία της Ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης», Σημειώσεις, τχ. 24 (Νοέμβριος 1984), σελ. 35-36· Θ. Ρακόπουλος, «”Με ταχύτητα ηλικίας”: για την προβληματοποίηση των όρων “Γενιά” και “Νέα” στην ποίηση», Τα Ποιητικά, τχ. 14.
[2] Για τη Β΄ μεταπολεμική γενιά βλ. Αν. Ευαγγέλου – Γ. Αράγης, Δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-2012), Αθήνα: εκδ. Gutenberg, 2017.
[3] Βλ. Γ. Αράγης, «Οι ποιητές του ’60 ως ξεχωριστή ποιητική γενιά», στο: Σ. Σταυρακοπούλου – Π. Σφυρίδης (επιμ.), Η Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά Λογοτεχνών, Πρακτικά Ημερίδας, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, 11 Φεβρουαρίου 2010, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 27.
[4] Βλ. το αφιέρωμα του περιοδικού Νέες Τομές, τχ. 1 (Άνοιξη 1985) στη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά, όπου και υπάρχει ένα κατατοπιστικό εισαγωγικό κείμενο της συντακτικής επιτροπής με τίτλο «Η γενιά των απόηχων (χαρτογράφηση της περιοχής των ποιητών της β΄μεταπολεμικής γενιάς)», σελ. 3-8.
[5] Για μια επαρκή βιβλιογραφική ανασκόπηση πάνω στις διαφορετικές όψεις του έργου της Αγγελάκη-Ρουκ μπορεί να δει κανείς τη διπλωματική εργασία της Αρχόντως Δερέκα, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ένα οδοιπορικό για την ποίηση μέσα από τα ποιήματα ποιητικής, Πάτρα: Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, 2019 (τελευταία ανάκτηση στις 23/03/2020 από https://apothesis.eap.gr/handle/repo/41537).
[6] Βλ. Αλ. Ζήρας, «Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ», στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πρόσωπα-Έργα- Ρεύματα-Όροι, Αθήνα: Πατάκης, 2007, σελ. 8.
[7] Για τη σωματικότητα βλ. τη διπλωματική εργασία της Ε. Γραμμένου, Η Σωματικότητα και η απώλεια στον “τόπο” της Λυπιού: μια περιδιάβαση στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Πάτρα: Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, 2018 (τελευταία ανάκτηση στις 23/03/2020 από https://apothesis.eap.gr/handle/repo/37737).
[8] Από τη συλλογή Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό, Αθήνα: εκδ. Ερμής, 1974.
[9] Για τον άξονα της γυναικείας οπτικής βλ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Με πραγματικά βατράχια μέσα», στο: Α. Φραντζή – Κ. Αγγελάκη-Ρουκ – Ρ. Γαλανάκη – Α. Παπαδάκη – Π. Παμπούδη, Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση; Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας – Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα, 1990, σελ. 23-33.
[10]Βλ. R. Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία: Ποίηση και πεζογραφία 1821-1992, μτφρ. Ευ. Ζουργού, Μ. Σπανάκη, Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 1996, σελ. 336.
[11] Για την αισθητηριακή διάσταση της ποιητικής γλώσσας βλ. Β. Σκλόβσκι, Μπ. Αϊχενμπάουμ, Για τον Φορμαλισμό, μτφρ. Β. Λαμπρόπουλος, Αθήνα: Έρασμος, 1985· R. Jakobson, «Linguistics and Poetics», στο K. Pomorska & S. Rudy (επιμ.), Language in Literature, Cambridge, Mass.: The Belknap Press, 1987.
[12] Βλ. Β. Σκλόφσκι, «Η τέχνη ως τεχνική», στο Τσβετάν Τοντόροφ (επιμ.), Θεωρία Λογοτεχνίας: Κείμενα των Ρώσων Φορμαλιστών, μτφρ. Η.Π. Νικολούδης, Αθήνα: εκδ. Οδυσσέας, 1995, σελ. 90-111.
[13] Γ. Σεφέρης, «Διάλογος πάνω στην ποίηση», στο Δοκιμές, πρώτος τόμος (1936-1947), Αθήνα: εκδ. Ίκαρος, 1984, σελ. 88-89.
[14] Για τη λειτουργία αυτών των δύο αντίρροπων μηχανισμών στην ποίηση βλ. Θ. Αλεξιάδου, «Αυτοσκόπευση και διαύγεια: ο διάλογος του μοντέρνου με το παραδοσιακό στην ποίηση του 20ού αιώνα», Poeticanet, τχ. 10 (Αύγουστος 2009).
[15] Για τη λογοτεχνική αξιοποίηση του μύθου βλ. Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Η εύθραυστη αλήθεια. Εισαγωγή στη θεωρία του λογοτεχνικού μύθου, Αθήνα: εκδ. Gutenberg, 1994, σελ. 94-96.
[16] Για φιλολογικές μελέτες που εξετάζουν το έλλογο στοιχείο σε ανοικειωτικό ποιητικό λόγο βλ. ενδ. Γ. Δελιόπουλος, «Υπερρεαλιστικός ποιητικός λόγος με ρεαλιστική στόχευση», Μανδραγόρας, τχ. 61 (Οκτώβριος 2019)· Μαρία Νιώτη, «Δείγματα έλλογης αλληλουχίας από την Υψικάμινο του Ανδρέα Εμπειρίκου», Φιλολογική, τχ. 144-145 (Ιούνιος-Δεκέμβριος 2018), σελ. 41-45.
[17] Για την περιοδολόγηση του έργου της Αγγελάκη-Ρουκ βλ. Αλ. Ζήρας, ό.π.· Δ. Κόκορης, «”Μηρυκάζω τα μάταια λόγια” Σημειώσεις για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ», Ποιητική, τχ. 2, σελ. 312-318· Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς. Ένας κριτικός οδηγός, Αθήνα: εκδ. Πατάκης, 21999, σελ. 13.
[18] Για τη λειτουργία των μυθικών προσωπείων στις πρώτες συλλογές βλ. R. Beaton, ό.π.
[19] Βλ. P. Constantine, «Katerina Anghelaki-Rooke. The Scattered Papers of Penelope: New and Selected Poems », World Literature Today, τχ. 83, σελ. 66-67.
[20] Βλ. Θ. Β. Κούγκουλος, «Μορφές του άλογου και του παράδοξου στην ποίηση της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς», στο Ξ. Σκαρτσή (επιμ.), Πρακτικά Τριακοστού Τρίτου Συμποσίου Ποίησης, Ποίηση και Αλογία, Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών 5-7 Ιουλίου 2013,Αθήνα: εκδ. Μανδραγόρας, 2016, σελ. 238-253.
[21] Για την αποφθεγματικότητα του ποιητικού της λόγου βλ. Α. Σουλογιάννη, «Απολογισμός προσωπικής ποιητικής μυθολογίας», Διαβάζω, τχ. 391, σελ. 83-89.
[22] Βλ. σχετική δήλωση της ποιήτριας στο Π. Σταθογιάννης, «Μια συζήτηση του Πάνου Σταθογιάννη με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ», Helios, The voice of three seas/ Ήλιος, η φωνή των τριών θαλασσών,τχ. 6 (Ιούνιος 2004), σελ. 9-15.
[23] Βλ. Η. Μαγκλίνης, «Λιλιπούτεια: Αγγελάκη-Ρουκ, Κατερίνα, Λυπιού», Διαβάζω, τχ. 363, σελ. 88.
[24] Για τις υπαρξιακές αναζητήσεις της ποιήτριας στις ύστερες συλλογές της βλ. Γ. Αράγης, «Το ατελές της ύπαρξης στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ», Ελίτροχος, τχ. 15, σελ. 103-113· Α. Λάζαρης, «Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η Ανορεξία της Ύπαρξης», Νέο Επίπεδο, περίοδος 3 (1), σελ. 31-34.
[25] Βλ. Γ. Αράγης, «Ο έντιμος ποιητικός λόγος της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ», Πανδώρα, τχ. 17, σελ. 5-9.
[26] Βλ. G. Holst-Warhaft, «Knives, Forks, and Photographs: The Appropriation and Loss of Traditional Laments in the Writing of Palamás, Rítsos, Angheláki-Rooke, and Dimoulá», Journal of Modern Greek Studies, τχ. 9(2), σελ. 180-184.
[27] Πρβλ. τις πρώτες συλλογές του Σαχτούρη με τις τελευταίες του: Καταβύθιση (εκδ. Κέδρος, 1990),Έκτοτε (εκδ. Κέδρος, 1996) και Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (εκδ. Κέδρος, 1998).
[28] Αναφορά σεστίχους από το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά» (Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, Αλεξάνδρεια, 1944).