Scroll Top

Οδοιπορώντας στη Λυπιού – Του Αντώνη Δ. Σκιαθά

Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ΄ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού

«Λυπιού» – Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Ήταν και τότε άνοιξη. Η Αίγινα στο ανθισμένο αλάτι του Σαρωνικού. Ο τόπος φθαρμένος από μοναξιά. Παντού ένα σταμνί με φυλαγμένο νερό χωρίς βδέλλες για εκείνους που διψούν ακόμα όλα αυτά τα χρόνια μετά την επανάσταση των Ελλήνων. Περάσαμε απέναντι από τον Πειραιά και φτάσαμε στην νήσο με τους πύργους των Ηρώων. Χαθήκαμε στο κάλλος των νεοκλασικών της εποχής του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Γρήγορα βρεθήκαμε στο κτήμα των Αγγελάκηδων με το πετρόκτιστο οίκημα στην μία άκρη των φυστικόδεντρων. Στην άλλη άκρη, ολόγυρα, η προστασία του οίκου στην αφήγηση της πλίνθινης μάντρας με τους ασβέστες, ιάματα στο φως. Και η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ να μας περιμένει στην πόρτα με ένα πλατύ χαμόγελο στηριζόμενη διακριτικά στην ξυλοδεσιά της εξώπορτας.
Δεν είχα τελειώσει ακόμα το Πολυτεχνείο, είχα όμως εκδώσει το Παραμεθόριο νεκροταφείο κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Η Κατερίνα μάς φιλοξένησε τότε αρκετές ημέρες στο πατρικό της. Μιλούσαμε ατέλειωτες ώρες για την ποίηση, για τα ποιήματα και για την ποιητική των κειμένων της. Συζητούσαμε, άλλοτε μέσα στην κουζίνα κι άλλες φορές στην ισόγεια σάλα για το πώς και για το γιατί των λέξεων, για την ποιητική συγκίνηση, αλλά και για τους ήχους και τους ρυθμούς των ποιητικών προτάσεων. Οι λέξεις καρφώνονταν η μία μετά την άλλη μέσα στους στοχασμούς και στις αναζητήσεις μας.
Τα χρόνια περνούσαν και κάθε φορά που πήγαινα στην Αίγινα με περίμενε στην εξώπορτα με το ίδιο εκείνο χαμόγελο της πρώτης επίσκεψης. Έγερνε το σώμα της διακριτικά και στηριζόταν όλο και πιο πολύ στην ξυλοδεσιά της πόρτας.
Την εποχή που εκδιδόταν το περιοδικό Ελίτροχος είχαμε συχνότατη συνεργασία με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο για το ποιητικό της έργο και για τις μεταφράσεις της. Στα μέσα μάλιστα της δεκαετίας του ΄90 αφιερώσαμε το 15ο τεύχος του ίδιου περιοδικού στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη και στο ποιητικό έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Έκτοτε, και με κάθε ευκαιρία, βρισκόμασταν στο σπίτι της στην Αθήνα. Μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο και οι συζητήσεις μας κατέληγαν σχεδόν πάντα από τη δική της πλευρά σε έναν ύμνο για την ποιητική τέχνη.
Τα τελευταία χρόνια φουρτούνιαζε όλο και περισσότερο ο βίος της, ειδικά μετά από την απώλεια του συντρόφου της Ρότνεϊ Ρουκ. Ήταν άλλωστε μαζί 44 ολόκληρα χρόνια. Ο χρόνος όμως είναι πάντα αμείλικτος με τους θνητούς και με τα πάθη τους. Κι ο 20ος αιώνας στην τροχιά των εναρκτήριων λογαριασμών του με τους ανθρώπους και τα ποιήματά τους.
Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα ιδρύθηκε το Γραφείον Ποιήσεως με τα γνωστά βραβεία Jean Moreas. Στην επιτροπή των βραβείων αποφασίσαμε να της απονεμηθεί ομόφωνα το μεγάλο βραβείο για το σύνολο του έργου της καθότι η ποίησή της έδινε σαφές και καίριο το στίγμα της στην σύγχρονη ελληνική ποίηση του τέλους του 20ου αιώνα. Στην πρώτη λοιπόν εκδήλωση της απονομής αυτών των βραβείων, στο μεγάλο αμφιθέατρο του συνεδριακού κέντρου του Πανεπιστημίου Πατρών, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ απήγγειλε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη λαμβάνοντας από το Γραφείον Ποιήσεως το μεγάλο βραβείο των Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.
Τα προβλήματα υγείας όμως ήταν πλέον ορατά από καιρό. Η μνήμη τής είχε ορίσει να ζει άλλοτε στις ατραπούς των σκιών του χρόνου και άλλες φορές στο φως. Σε ένα φως διαυγές και κρυστάλλινο που την κρατούσε πάντα θάλλουσα και ενεργή ποιητικά.
Έκτοτε μιλούσαμε με δυσκολία στο τηλέφωνο. Οι επισκέψεις μου τόσο στο σπίτι της στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας όσο και στη νέα της κατοικία στην πλατεία Αμερικής είχαν πολλά και ενδιαφέροντα. Συμφωνήσαμε, στο πλαίσιο του εφικτού, για τη συμμετοχή της μαζί με άλλες τρεις ποιήτριες της γενιάς της σε έναν τόμο της σειράς 4Χ4. Τα χειρόγραφα αυτά όμως έμειναν δυστυχώς αναξιοποίητα. Μας πρόλαβε η επίσκεψη του τελευταίου «εραστή» της που την πήρε αιώνια μαζί του σε ένα ταξίδι στο επέκεινα. Έμεινε μόνο η μνήμη της ποίησης. Από την τελευταία μας συνάντηση, λίγες μέρες πριν φύγει, μένει ακόμα η εικόνα της στο «μικρό κελί» με το πολύ κρύο και τα λιγοστά έπιπλα. Σε ένα μονόχωρο δωμάτιο την βρήκα να την συντροφεύουν μερικές δεκάδες βιβλία και τα χειρόγραφα τετράδιά της.
Και με τη χαρά της μεγάλη για το ταψάκι με την τάρτα που μοιραστήκαμε από το γειτονικό γαλακτοπωλείο.
Η ποίηση, η ποιητική, τα χειρόγραφα, οι αφιερώσεις, οι επιστολές και οι φωτογραφίες της με συντροφεύουν πλέον στα τιμαλφή του ποιητικού μου βίου. Και η Λυπιού, η συλλεκτική έκδοση από τις εκδόσεις Χειροκίνητο του χαράκτη Γιάννη Στεφανάκι, που έχω την τιμή να βλέπω τυπωμένη σε αυτή τη σειρά με την ποιητική μου σύνθεση Χαίρε Αιώνα. Μία έκδοση που τόσο πολύ συζητήσαμε με την Κατερίνα στις πολύωρες συναντήσεις μας στο σπίτι της στην Αθήνα.
Όλες αυτές τις φορές που μετρούσαμε το φως με το σκοτάδι.