Νίκος Ορφανίδης
ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΚΥΘΡΕΑ
Λέω να γράψω ένα σύντομο οδοιπορικό. Ένα ταξιδιωτικό οδικό χάρτη της Κυθρέας, για όσους δεν την γνώρισαν. Γι’ αυτούς που θα θελήσουν να την ψάξουν κάποτε. Δεν ξέρω, φυσικά, όταν θα δοκιμάσουν να πάνε στην Κυθρέα, τι θα έχει απομείνει πιά από αυτήν. Γιατί υπάρχει μια Κυθρέα που άφησα εγώ πίσω μου το Καλοκαίρι του 1974, όπως και η μάνα μου και ο πατέρας μου και όλη η γειτονιά. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη Κυθρέα, που τη βρήκαμε τριάντα χρόνια μετά, όσοι αποτολμήσαμε να την επισκεφθούμε. Αλλά, σκέφτομαι, πως υπάρχει και μια άλλη, μια τρίτη Κυθρέα, κυλιόμενη πιά, που ολοένα αλλάζει και χάνεται. Μια Κυθρέα, που διολισθαίνει στο σκοτάδι, μια πόλη που χαμηλώνει και βουλιάζει, μαζί με τους δρόμους και τα σπίτια της. Με όλους τους ανθρώπους της που αναχωρούν, οριστικά πιά, για τον άλλο τόπο.
Φυσικά αυτό άρχισε από τη μέρα της κατάληψής της από τους Τούρκους και την εγκατάλειψή της, βιαίως και αιματηρώς. Κανείς δεν ήθελε να φύγει. Αλλά η Κυθρέα καιγόταν, με τα αεροπλάνα να την πολυβολούν και να την βομβαρδίζουν. Έτσι όλοι, πανικόβλητοι και τρομαγμένοι, τρέχοντας, δοκίμασαν να φύγουν. Κάποιοι δεν πρόλαβαν. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι, όπως η μάνα μου κι ο πατέρας μου. Και άλλοι πολλοί από τη γειτονιά. Η γιαγιά μου. Θείες και θείοι. Κάποιοι άλλοι σκοτώθηκαν στο δρόμο. Κάποιοι άλλοι πρόλαβαν να φύγουν και να σωθούν. Η Κυθρέα, λοιπόν, βυθίζεται στο χώμα. Χάνεται. Όπως τα καράβια, κάτι μεγάλα υπερωκεάνια, που βυθίζονται αργά – αργά στη θάλασσα, ύστερα που κτύπησαν σε ένα μεγάλο ύφαλο. Όπως τα νησιά, ύστερα από την έκρηξη του ηφαιστείου. Τέλος πάντων.
Ένα ενδεικτικό οδοιπορικό καταθέτω, λοιπόν, εδώ, ένα ταξιδιωτικό οδηγό, για όσους θελήσουν να την επισκεφθούν. Να την γνωρίσουν. Να την ανασύρουν, έτσι καθώς βυθίζεται και χάνεται, με την Τουρκιά που την κατακλύζει. Αλλά και για όσους δικούς μου θα ψάξουν αργότερα να πάνε στη γειτονιά μου, για να βρούν τον τόπο, που ήταν κάποτε το σπίτι μου.
Φυσικά ένας χρήσιμος οδηγός είναι και ο δορυφόρος. Βάζεις όλα τα στοιχεία, τις συντεταγμένες, αλλά και μόνο το όνομα να βάλεις της Κυθρέας, κι αμέσως έχεις τη δορυφορική εικόνα της Κυθρέας του σήμερα. Χωρίς δέντρα, μόνο οι δρόμοι και τα σπίτια, όσα απέμειναν. Χωρίς ανθρώπους. Μπορείς να γράφεις κάθε φορά και την ενδεικτική ημερομηνία της επίσκεψης.
Ένα πρόχειρο οδοιπορικό, λοιπόν, δίνουμε εδώ. Είσοδος από δυτικά, όπως άλλοτε. Ο δρόμος με τα κυπαρίσσια. Αγνοείς το στρατόπεδο με τα τάνκς των Τούρκων, τα προσπερνάς, εκεί το παλιό κέντρο το «Πάνθεον» και πιο κάτω το «Παυσίλυπον». Κάνεις πως δεν βλέπεις το μνημείο του Ατατούρκ, αυτό που έβαλαν τους αιχμαλώτους του 1974 να τον κτίσουν, τρόμος τότε και πόνος πολύς, μαζί και τον πατέρα μου. Φτάνεις στο διχάλι, στο δίστρατο, με το κέντρο «Το καραβάκι», προχωρείς ευθεία, φτάνεις στον αστυνομικό σταθμό. Αριστερά ο δρόμος για τη Θεοτόκου, τη γειτονιά με το παλιό μοναστήρι με τις τοιχογραφίες και τα σπάνια εικονίσματα, με ξυλόγλυπτο τέμπλο. Άφαντα όλα πιά.
Από το δρόμο της Θεοτόκου προβάλλουν οι συμμαθητές μου. Ο Πανίκος, ο Φοίβος και ο αδελφός τους ο Τάκης, αυτός σκοτώθηκε στη Λεύκα, τις μέρες της εισβολής, η φωτογραφία του είναι αναρτημένη στο σύλλογο, με τη μαθητική στολή, το πηλίκιο και το σήμα του Παγκυπρίου, κι άλλοι πολλοί, ο Νίκος, ο Ρήγας, κι οι ξαδέλφες μου, η Μαρούλα κι η Ανδρούλα κι ο θείος ο Κώστας, που πέθανε πριν την εισβολή. Ένας ολόκληρος κόσμος από τη Θεοτόκου, που βγαίνει για την πλατεία Σεραγίου.
Θα ’ταν ωραία να είμαστε στο πανηγύρι της Παναγίας, στις 8 του Σεπτέμβρη, εκεί γυροφέρνουν παπάδες, αλλά κι ο αρχιεπίσκοπος από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που έμενε εκεί παλιά.
Στον αστυνομικό σταθμό είναι οι τελευταίοι αστυνομικοί, λίγο πριν φύγουν για να σωθούν, κι ανάμεσά τους ο κύριος Κυριάκος, ο λοχίας, που χάθηκε, όμως. Οι Άγγλοι που φρουρούσαν το σταθμό, στα χρόνια της ΕΟΚΑ έφυγαν από καιρό.
Προχωρώντας στο δρόμο αριστερά και δεξιά είναι τα παλιά αρχοντικά κι έπειτα η πλατεία Σεραγίου. Ο γιατρός ο Ευέλθων Ιακωβίδης θα ξεπροβάλει, καθώς κι άλλοι της γειτονιάς. Αριστερά ο μύλος. Πιο κάτω κόσμος και κόσμος μας υποδέχεται. Στρατιώτες από τα χρόνια της Ελληνικής μεραρχίας, αλλά και λεωφορεία φορτωμένα κι ο κύριος Νικολής με τις εφημερίδες του.
Πλατεία Σεραγίου στην Κυθρέα, λοιπόν. Εκεί τα καφενεία, το καφενείο του Ανθούλη, τα σωματεία, οι φίλοι μου, ο Άντης και ο Στελλάκης, ο Θρησκευτικός, άλλοτε έτρεχαν νερά. Η κληματαριά, το παλιό αρχοντικό της Τουρκοκρατίας, το διοικητήριο και τα δικαστήρια, και ο δρόμος προς το κέντρο του Λούκα και το σινεμά, με τις μαγικές νύχτες του καλοκαιριού.
Εμείς στρίβουμε αριστερά, παίρνουμε το δρόμο για την Καμάρα, ευθεία πάμε, κι έπειτα αριστερά και δεξιά και πάλι αριστερά. Είμαστε πιά στο σπίτι του Νίκου του Φιλιππίδη του δασκάλου, στον ελαιώνα που παίζαμε ποδόσφαιρο παιδιά, στο σπίτι του Μίδη, της θείας μας της Μυροφορούς, αυτό της εξαδέλφης μου της Ρίτσας, που το γκρέμισαν, κι έπειτα στο σπίτι του Μεμνή. Απέναντι το σπίτι του Μιχάλη, αυτό υπάρχει ακόμα, αριστερά, μαζί και το περιβόλι του Πραματευτή και το σπίτι της κόρης του της Ανθής.
Είμαστε πιά στο δρόμο, στο δίστρατο καλύτερα, στη στροφή, που αριστερά πάει στον Άγιο Ανδρόνικο και ευθεία πάει στην Καμάρα. Εδώ σταματάμε. Είναι το καφενεδάκι της γειτονιάς μου, σχετικά νεότερο αυτό, μετά το ’63, αυτό του Αποστολή, απέναντι έστησαν οι Τούρκοι ένα μνημείο. Δίπλα εκεί έθαψαν τον Πραματευτή και τον Νικολάτζιη, αυτούς τους σκότωσαν οι Τούρκοι.
Πίσω από το καφενείο είναι το αδιέξοδο, που οδηγεί στο σπίτι μου. Χωματόδρομος είναι ακόμα. Στο βάθος, στο τέλος, αριστερά, στα 30 τόσα μέτρα, ήταν το σπίτι μου. Τώρα μόνο χόρτα. Πάει και το περιβολάκι μας και τα νερά. Ερημιά.
Βυθίζομαι στον χρόνο. Αλλάζω το σκηνικό. Το καφενείο σφύζει. Όλη η γειτονιά εκεί. Είναι κι ο πατέρας εκεί. Είμαστε κι εμείς. Μαθητές του Γυμνασίου. Στο πικάπ τα τραγούδια του Καζαντζίδη. Δεν έχουν φτάσει ακόμα οι Τούρκοι, που κατοίκησαν τη γειτονιά μου, κάτι κακομοίρηδες από την Πάφο και την Αλαμινό, που μόνο ελληνικά μιλάνε.
Λέω να πάρουμε τώρα το δρόμο και να πάμε προς την Αγία Μαρίνα και τον Άγιο Ανδρόνικο, φεύγοντας από το σπίτι μου, που παραδόξως στέκει ακόμα όρθιο, με τα παράθυρά του στο φως, την εξώπορτά μας ξεκλείδωτη. Να πάρουμε, λέω, το δρόμο μέσα από τα νερά και τα περιβόλια. Όπως συνηθίζαμε κάποτε. Να πάμε από το μεγάλο κτήμα της Φανερωμένης κι έπειτα να περάσουμε από το κρεοπωλείο, με τα μαγαζιά εκεί, τους ποταμούς.
Φτάνουμε έτσι στην Αγία Μαρίνα, μια γραφική εκκλησούλα στο ύψωμα είναι, εκεί μας υποδέχεται χαμογελαστός ο παπα – Χρίστος. Η Αγία Μαρίνα είναι μια παλιά εκκλησία από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πριν, με τοιχογραφίες και εικονοστάσιο σπουδαίο, θυμάμαι εκείνο το «επί αρχιθύτου Κυπριανού», επί εθνομάρτυρος, δηλαδή, αρχιεπισκόπου Κυπριανού, λίγα χρόνια πριν τον απαγχονίσουν οι Τούρκοι, τώρα έκαναν την εκκλησία οι Τούρκοι χοροδιδασκαλείο.
Συνεχίζουμε από κεί κι ανεβαίνουμε στον Άγιο Ανδρόνικο, μια επιβλητική για την εποχή της εκκλησία. Ερείπιο είναι τώρα. Πάει η στέγη της, που έπεσε. Πάνε κι οι πολυέλαιοι, πάει και το τέμπλο, πάνε κι οι εικόνες, έφυγαν κι οι παπάδες κι οι ψαλτάδες, έφυγε κι ο Παντέλας, που έψαλλε έτσι ευθυτενής. Παίρνουμε και θυμιάζουμε τις τοιχογραφίες που απέμειναν στο νότιο τοίχο. Τον άγιο Ανδρόνικο και την αγία συμβία του Αθανασία, τον άγιο Μηνά στο άλογό του και τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
Βγαίνομε από κεί, περνάμε τα καφενεία και τ’ αρχοντικά του Φραγκομαχαλά. Λέω να πάμε προς την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, εκεί που είναι και το κοιμητήριο. Παίρνοντας το δρόμο προσπερνούμε τα νερά που τρέχουν από παντού, καλύτερα να πούμε πως έτρεχαν κάποτε, τώρα έχουν όλα στερέψει και ξεραθεί, περνάμε το μύλο του Καττάμη, το σπίτι του θείου του Γιώργου και παρέκει το σπίτι του θείου μου του Χριστάκη, ένα παλιό, μεγάλο αρχοντικό, αυτό του Νικόλα Περδίου. Το πατρικό της γιαγιάς μου. Στο βάθος η εκκλησία και τα κυπαρίσσια του κοιμητηρίου. Η εκκλησία απρόσιτη. Απροσπέλαστη. Αποθήκη, είπαν, τώρα, πυρομαχικών των Τούρκων.
Γυρίζουμε πίσω. Ο Φραγκομαχαλάς, με τα παλιά εκείνα σπίτια, τους μύλους, αποπνέει μια επιβλητικότητα. Κι έπειτα είναι ο μεγάλος πλάτανος και τα δύο καφενεία. Του Γρηγόρη και του Σάββα. Κι ο μύλος ο Τριάλης.
Ανηφορίζοντας, περνώντας κάτω από μια μεγάλη καμάρα, με δωμάτια κτισμένα πάνω από το δρόμο, το σπίτι του Κλεόπα, φτάνουμε πάλι σε άλλα καφενεία του Σπύρου και του Σαβουλλή. Δίπλα το Δημαρχείο. Κι απέναντι πάλι άλλος μύλος. Όλοι αυτοί οι νερόμυλοι ήταν από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας και της Ενετοκρατίας. Κόσμος πολύς είναι εκεί. Ξεχασμένος από τις μέρες πριν την εισβολή. Γιατί οι Τούρκοι, που κατοικούν τώρα τις γειτονιές, είναι αόρατοι. Άφαντοι είναι.
Πάμε τώρα προς την ενορία του Αγίου Γεωργίου. Παίρνουμε τον δρόμο αριστερά, δυτικά, κατηφόρα κι έπειτα ανηφόρα, φτάνουμε στα σπίτια των παλιών μου συμμαθητών. Του Πετράκη, του Λέλλου. Του Ανδρέα.
Σταματάμε εκεί. Λέω να γυρίσουμε πίσω. Να πάμε ξανά πίσω στο σπίτι μου. Στην παλιά μου γειτονιά. Από άλλη διαδρομή τώρα. Περνάμε και πάλι από τον πλάτανο του Γρηγόρη, ο δρόμος ευθεία, κατηφορίζουμε, δεξιά ο ποταμός, περνάμε σπίτια και περιβόλια, το σπίτι του παπα-Κώστα Γεωργιάδη, με τα παράσημά του από τους Βαλκανικούς Πολέμους, φτάνουμε στο σταυροδρόμι με το καφενείο της γειτονιάς μου, αυτό του Αποστολή, κι ετοιμαζόμαστε να στρίψουμε αριστερά, για την Καμάρα.
Ψάχνω και πάλι το σπίτι μου. Οι Τούρκοι με κοιτάζουν με ύφος βλοσυρό. Άφαντο το σπίτι μου. Ερημιά. Ένας κόμπος και πάλι στην ψυχή μου.
Φεύγω κυνηγημένος. Μετακυλίομαι σε άλλο χρόνο, για να μπορέσω να το αντέξω. Είναι πιο κάτω, στα είκοσι μέτρα, το γραφικό καφενεδάκι του κυρίου Ιάκωβου, ο πατέρας του, ο κύριος Δημοσθένης, διαβάζει την εφημερίδα, η «Ελευθερία» είναι, εμείς κάτω από την κληματαριά, δίπλα η μαυρομάτα, πάμε πιο κάτω στο άλλο καφενείο, αυτό το έρριξαν οι Τούρκοι, δεν υπάρχει τίποτα.
Λέω να πάμε ευθεία, ως το τέλος της γειτονιάς, να πάρουμε το χωματόδρομο, να βγούμε από την Κυθρέα, να πάμε μέσα από τους ελαιώνες και να φτάσουμε στο παλιό γιοφύρι της Καμάρας, το υδραγωγείο καλύτερα, το ενετικό, γιατί το γεφύρι έγινε αργότερα. Χαρακτηριστικό κτίσμα αυτή η καμάρα με το πετρόκτιστο αυλάκι να περνά το νερό. Φυσικά νερό πιά δεν υπάρχει, έμεινε, όμως, εκείνη η χαρακτηριστική καμάρα να στέκει μέσα στο χρόνο. Βόρεια η πόλη των Χύτρων.
Σκέφτομαι τώρα ξανά αυτό το οδοιπορικό. Αυτή την ξενάγηση στην Κυθρέα. Κάπου δοκιμάζω να την περιγράψω και να δώσω τόπους, κτίσματα, σπίτια, ανθρώπους, και όλο μου φεύγουν. Ο θείος μου ο Ανδρέας, η θεία μου Χρυσταλλού και η Μηλίτσα, που τους σκότωσαν οι Τούρκοι μέσα στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου, ο ελαιώνας μας δίπλα, που χάθηκε κι αυτός, τα σπίτια και τα περιβόλια, που ξεράθηκαν. Τι να γράψω, λοιπόν;
Μια ξενάγηση η ένας ταξιδιωτικός οδηγός θα μπορούσε να καλύψει τις εκκλησίες και τις ενορίες της Κυθρέας. Είπαμε ήδη τις μισές. Αφήσαμε τη Χαρδακιώτισσσα και την Αγία Άννα προς τον Κεφαλόβρυσο. Αφήσαμε και τον Τίμιο Σταυρό στη Χρυσίδα. Αφήσαμε ακόμα τον ίδιο τον Κεφαλόβρυσο και την ιστορία του. Αφήσαμε το δρόμο προς τη Χαλεύκα και τον άλλο, που μας πήγαινε, μέσω Κλεπίνης, στην Κερύνεια. Αφήσαμε κι όλους τους μύλους. Αφήσαμε τα πιο πολλά καφενεία. Αφήσαμε τις πάνω ενορίες και γειτονιές, τη Χαρδακιώτισσα και τη Συρκανιά. Αφήσαμε ακόμα το Δημοτικό σχολείο πάνω στο λόφο, ένα νεοκλασσικό με τις κολόνες του, αλλά και τα άλλα σχολεία, στη Χαρδακιώτισσα και στη Χρυσίδα και το Γυμνάσιο στη είσοδο. Πολλά αφήσαμε.
Αφήσαμε τα μεγάλα περιβόλια. Τα νερά, που διέσχιζαν την Κυθρέα. Τους ανθρώπους, που την έζησαν. Τις οικογένειές της. Αφήσαμε τα θύματα της εισβολής. Τους νεκρούς εκείνων των ημερών. Τους παπάδες. Αφήσαμε τα λείψανα των αγίων. Τα εικονίσματα. Τις τοιχογραφίες. Αφήσαμε, ακόμα, τον Άγιο Δημητριανό και την παλιά πόλη των Χύτρων.
Νομίζω πως χρειάζεται να πιάσουμε από την αρχή, συστηματικά και μεθοδικά, και να γράψουμε ένα πλήρη ταξιδιωτικό οδηγό της Κυθρέας. Μόνο που αυτό θα μας πήγαινε μακριά. Και δεν το αντέχουμε πιά. Η πόλη μας αντιστέκεται και μας διαφεύγει. Είναι πιά τρεις διαφορετικές πόλεις στο μυαλό μας. Κι αυτό δεν το μπορούμε, καθώς ετοιμαζόμαστε πιά γι’ αλλού.
Σκέφτομαι καμμιά φορά να κάτσω να ζωγραφίσω το σπίτι μου. Έτσι όπως ήταν άλλοτε, τώρα που δεν υπάρχει πιά, τώρα που το ισοπέδωσαν οι Τούρκοι και που μόνο χόρτα και τσουκνίδες υπάρχουν, εκεί που ήταν άλλοτε το σπιτάκι μας.
Ήταν ένα σπίτι σε ένα αδιέξοδο, μέσα στα περιβόλια και τους ελαιώνες. Εμείς τότε δεν το θέλαμε αυτό. Μας έπνιγε το αδιέξοδο, μας ενοχλούσε, που δεν περνούσαν μπροστά από το σπίτι μας κόσμος και αυτοκίνητα, δεν μπορούσε να πλησιάσει εύκολα αυτοκίνητο στην πόρτα μας. Καθόμαστε στην αυλή μας, λοιπόν, στο αδιέξοδο εκεί, πίσω από το καφενείο και τα σπίτια της μικρής γειτονιάς μας, αυτό της γιαγιάς μου με τις καμάρες και τη μεγάλη ξύλινη εξώπορτα και με τις πλάκες μπροστά, και ακούαμε τα πουλιά που κελαηδούσαν, κι όταν ήταν στην εποχή τους, κυνηγούσαμε τα χελιδόνια η τα αμπελοπούλια που έρχονταν στη συκαμιά.
Το μπαλκόνι μας φανταστικό. Βλέπαμε όλη την Κυθρέα να απλώνεται προς τα κάτω, τις στέγες των σπιτιών με τα κεραμίδια, τα απέραντα περιβόλια. Ανοίγοντας πάλι το παράθυρο στο Βορρά, βλέπαμε τον Πενταδάκτυλο κι όλη την υπόλοιπη Κυθρέα, όπως ανέβαινε στο βουνό. Παράθυρο και μπαλκόνι με θέα, λοιπόν, θέα μαγευτική και μοναδική.
Το νότιο παραθύρι του υπνοδωματίου έβλεπε στο περιβόλι μας. Κι ακόμα έφταναν, ως το παράθυρο, τα κλαδιά της αρτυματιάς. Σχεδόν έμπαιναν μέσα στο σπίτι. Από κεί βλέπαμε το φεγγάρι τις νύκτες του καλοκαιριού η ακούαμε τον γκιώνη και την κουκουβάγια και τα άλλα νυχτοπούλια, τα τριζόνια, από το απέναντι κυπαρίσσι και τα δέντρα του περιβολιού μας.
Το Καλοκαίρι κοιμόμαστε στο μπαλκόνι η στο καθιστικό του ανωγιού, ανοίγοντας πόρτες και παράθυρα και απλώνοντας ένα παλιό πάπλωμα κάτω στο δάπεδο. Ονειρικές και μαγικές νύκτες ήτανε τότε. Ονειρικό και μαγικό ήταν και το γιασεμί, που ανέβαινε από την είσοδο κάτω κι έφτανε στο μπαλκόνι μας.
Λέω λοιπόν, να κάτσω να ζωγραφίσω το σπίτι μου. Να το σχεδιάσω. Κι ακόμα να βάλω κάποιον, με τις ελάχιστες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που απέμειναν, να το αναπαραστήσει. Η να πάω να κτίσω, κάπου στην εξοχή, ένα πανομοιότυπο σπίτι. Με το ανώι του, το μπαλκονάκι του, το γιασεμί. Μόνο που πρέπει να φτειάξω και το περιβόλι μας. Να αναστήσω και τους ελαιώνες και τα άλλα περιβόλια, να βρω κι ένα αδιέξοδο δρομάκι. Να στήσω και τα σπίτια της γειτονιάς. Δύσκολο πράγμα μου φαίνεται. Μένω, λοιπόν, στις ζωγραφιές και στα σχέδια.
Εκεί που ήταν το σπίτι μας τίποτα δεν είναι πιά. Γυροφέρνουν τα τουρκάκια κι οι άλλοι που ήλθαν, δεν ξέρω από που, μιλώντας μια γλώσσα ξένη.