Στάθης Κουτσούνης
ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
Αίφνης
σπίτια λεηλατημένα
άνθρωποι ξεριζωμένοι
νυφικά αφόρετα
γυαλίζει ο θάνατος στο πέταλο του τρόμου
οδοφράγματα που καίγονται
αόρατες ορχήστρες παίζοντας παράφωνα
με παρτιτούρες δίχως νότες
των σκοτωμένων η γάργαρη μαυρίλα
φτερούγιζε παντού στον ορίζοντα
φορεία πεθαμένων άστρων κι ο κόρακας
διαλαλώντας θρίαμβο τη φρίκη του
το φονικό φτερουγίζει παντού
λιγώνεται στην άκρη της λεπίδας
και το φεγγάρι πάνω μάτι ματωμένο
ύστερα στην πίστα τους
με ουρά χοίρου η τραγουδίστρια
το μικρόφωνο πλαστικό
κι η φωνή της κάλπικη
κι από κάτω η κόρη
ακριβή με γυάλινη ομορφιά
στα ξεχασμένα καράβια της σιωπής
αφοσιώνεται στη μοναξιά της
τροχίζει σπαθιά
ράβει συνέχεια καινούργιο φόρεμα