Οι τελετές αισθησιασμού στην ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας
Ο αισθησιασμός ως ένας ιδιαίτερος τύπος επαφής με την πραγματικότητα, μέσω μιας διεγερτικής διάθεσης που φτάνει αλλά και ξεπερνά την ερωτική επιθυμία, αποτελεί μια βασική συνθήκη ή καλύτερα να πούμε προϋπόθεση της τέχνης. Αυτό γιατί χωρίς τη συνεπικουρία αυτής της «διονυσιακής μέθης» η τέχνη αποκόπτεται από μια βασική συνθήκη που την ενώνει με την υλικότητα και αυτή δεν είναι άλλη από την αφιλτράριστη δύναμη των αισθήσεων – δηλαδή των απελευθερωμένων, από τα απόλυτα δεσμά της άτεγκτης λογικής, αισθήσεων.
Πάνω σε αυτή τη βάση δομεί την ποιητική της γλώσσα η Αλεξάνδρα Μπακονίκα στη νέα της συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η Τελετουργία του Χορού (εκδ. Κουκκίδα 2023). Είχαν προηγηθεί, βέβαια, άλλες δέκα ποιητικές συλλογές με παρόμοια στοιχεία εντός τους, οι οποίες έχουν κυκλοφορήσει από ιστορικές εκδόσεις της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Πιο συγκεκριμένα, είχαν προηγηθεί οι συλλογές: Ανοικτή γραμμή (εκδ. Διαγωνίου, 1984), Το γυμνό ζευγάρι (εκδ. Διαγωνίου, 1990), Θείο κορμί (εκδ. Διαγωνίου, 1994), Μαυλιστικά (εκδ. Μπιλιέτο, 1997), Παρακαταθήκη ηδυπάθειας (εκδ. Εντευκτηρίου, 2000), Πεδίο πόθου (εκδ. Ματαίχμιο, 2005), Ηδονή και εξουσία (εκδ. Μεταίχμιο, 2009), Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012), Ο κόσμος απροκάλυπτα (εκδ. Εντευκτηρίου, 2018) και Ντελικάτη γυναίκα (εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2021).
Εκκινώντας από το ομότιτλο ποίημα της παρούσας συλλογής, βλέπουμε την ποιήτρια να εντάσσει εντός της γραφής της το βασικό στοιχείο του προβληματισμού της για τον κόσμο, που δεν είναι άλλο από τη συνεχή αντιπαράθεσή της με την εξασθένιση και την αρρώστια του σώματος αλλά και τον πάντα ενδεχόμενο θάνατο. Ο αισθησιασμός της έρχεται ως αντίδοτο, βέβαια, σε αυτήν την κατάσταση και «αντιμάχεται το σκοτεινό μνήμα του θανάτου» ως αιώνιος αντίπαλος της υλικής φθοράς, μετατρεπόμενος σε έναν συνεχή χορό, σε έναν ερωτικό κλαυσίγελο πλημμυρισμένο από όλες τις άμεσες ή έμμεσες αναλαμπές που προκαλούν τα όποια εξωτερικά ερεθίσματα στο σώμα μας.
Μέσα σε αυτόν τον ιδιαίτερο χορό σημαίνοντα ρόλο δεν θα μπορούσε να μην έχει ο έρωτας (βλ. ποίημα «Χορογραφία») και η «κοσμογονία» της αγάπης (βλ. ποίημα «Ακτινοβολία»). Εξάλλου ο μαγνητισμός της ερωτικής επιθυμίας και η ανταπόκριση από το όποιο ταίρι είναι από μόνο του ένα κάλεσμα για δημιουργία, μια διδασκαλία μιας μυστικής θεολογίας που έχει σαν πυρήνα της την ένωση δύο ανεξάρτητων μέχρι τότε σωμάτων (βλ. ποίημα «Μαγνητισμός»). Κάτι ασύλληπτο που από μόνο του δομεί νέους κόσμους και σύμπαντα (βλ. ποίημα «Ασύλληπτο»).
Κλείνοντας το παρόν κείμενο, όπως είδαμε και παραπάνω η ποιήτρια, μέσα στις δονήσεις των συναισθημάτων της (βλ. ποίημα «Μεταίχμιο») που προκαλεί εντός της η διάθεσή της για ζωή, παλεύει με την αποπνικτική σκιά τού εαυτού της, την οποία όμως, εν τέλει, τιθασεύει με τον βαθύ αισθησιασμό της. Ένας αισθησιασμός που αναβλύζει και ξεχειλίζει από κάθε σελίδα, ποίημα, στίχο, και λέξη της συλλογής. Αυτό έχει σαν άμεσο παρελκόμενο ένα αρκετά μοναδικό στην ουσία του αποτέλεσμα, κατά το οποίο η ποιήτρια, άλλοτε γλαφυρά και άλλοτε με υπόνοιες, μας μεταγγίζει αγόγγυστα την αρχέγονη τελετουργία τής ερωτικής επαφής και της ένωσης δύο ανθρώπινων όντων.