Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης | Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Σιαχάμη

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη: Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Μέχρι τώρα παρουσιάσαμε τους ποιητές Γιάννη Τζανετάκη, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Λιάνα Σακελλίου, τους πεζογράφους Βαγγέλη Ραπτόπουλο και Ισίδωρο Ζουργό καθώς και τον Παντελή Μπουκάλα. Συνεχίζουμε με τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Σιαχάμη

Εαρινός, στο ζώδιο του Κριού, γεννήθηκες τον Απρίλιο του 1960, Ίκαρε. Πες μας κάποια μνήμη των παιδικών σου χρόνων — ή μιά μνήμη έαρος. 

Γεννήθηκα 10 Απριλίου, Κυριακή των Βαΐων. Θυμάμαι σαν τώρα την πρώτη φορά που έψησα καφέ για τον πατέρα μου, γύρω στα πέντε ήμουν, στη Θεσσαλονίκη τότε, στην οδό Αγγελάκη, ήταν έαρ, ευωδίαζε ο τόπος, αλλά και το κουζινάκι μας μοσχοβόλησε καφέ, κι αισθάνθηκα χρήσιμος, καμάρωσα.

Σπουδάζεις Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς, κινηματογράφο στην Σχολή Σταυράκου, φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld στην Γερμανία. Ποιο νήμα σε οδήγησε διαδοχικά σε αυτές τις τρεις σχολές;

Στην ΑΒΣΠ μπήκα το 1977, και ουσιαστικά χρησιμοποίησα τη φοιτητική μου ιδιότητα για να πάρω αναβολή από τον στρατό και να κάνω τα δικά μου: να εργαστώ από μικρός, να διαβάσω με αδηφαγία αυτά που ήθελα, να γνωρίσω κάποιους ανθρώπους που διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στη ζωή μου. Στη Σχολή Σταυράκου με οδήγησε η λατρεία μου για τον κινηματογράφο, μου βγήκε σε καλό γιατί συνδέθηκα φιλικά με τον αείμνηστο δάσκαλο Βασίλη Ραφαηλίδη. Στο Μπίλεφελντ πήγα να σπουδάσω κοινωνιολογία, και παρακολούθησα ένα μεταπτυχιακό στη φιλοσοφία, αλλά κάποια στιγμή με κατέκλυσε νοσταλγία για τον τρόπο ζωής στην Αθήνα —εντελώς διαφορετικός και πολύ πιο ενδιαφέρων, φυσικά— και έσπευσα να επιστρέψω στα παλιά μου λημέρια.

Στα τέλη του ᾽70  γράφεις σε έντυπα του λεγόμενου περιθωρίου όπως το «Ιδεοδρόμιο» του Λεωνίδα Χρηστάκη, η «Χιονάτη» του Βαγγέλη Κοτρώνη. Μίλησέ μας για εκείνη την εποχή. Τι διαφορετικό συναντούσε κανείς την εποχή εκείνη σε σχέση με σήμερα;

Ήταν μια εποχή γεμάτη πάθη και γόνιμες εντάσεις, ένα μεγάλο συλλογικό γλέντι, το πανεπιστήμιο κάποιων ανήσυχων νέων. Συχνάζαμε στο Dolce (νυν Φίλιον) και στο Pop Eleven, στα βιβλιοπωλεία περνούσαμε ώρες ολόκληρες συζητώντας και αναζητώντας, τρέχαμε σαν τρελοί σε αφιερώματα που ετοίμαζαν οι κινηματογράφοι Αλκυονίς και Studio, γράφαμε πολύ, σχεδόν ακατάσχετα, επηρεασμένοι από την Beat Generation και τους καταστασιακούς [situationnistes], ανακαλύπταμε την τζαζ σε καταπληκτικά στέκια, όπως το Braxton’s, στην Πλατεία Αμερικής, και του Μπαράκου, στην Πλάκα. Μια μαγεία ήταν, η διάπλασή μου εκείνη, και άλλων φίλων.

Υπάρχουν πρόσωπα εκείνης της εποχής που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ζωή σου;

Με καθόρισε η γνωριμία μου με τον αείμνηστο Λεωνίδα Χρηστάκη, που εξέδιδε το  δεκαπενθήμερο περιοδικό πολιτικής δράσης και κουλτούρας Ιδεοδρόμιο, και με εμπιστεύτηκε μεμιάς. Έγραφα και δημοσίευα σχεδόν σε κάθε τεύχος. Κι από τον Λεωνίδα είχα την ωραιότατη ευκαιρία να γνωρίσω ένα σωρό ανθρώπους που με ενέπνευσαν και με γαλούχησαν, όπως ο Θωμάς Γκόρπας, ο Τάσος Φαληρέας, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Θανάσης Ρεντζής. Συνέβη να γνωρίσω, και επίσης να συνδεθώ φιλικά μαζί του για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, τον Νάνο Βαλαωρίτη. Από τον Νάνο γνώρισα τη Μαντώ Αραβαντινού και τον Ανδρέα Παγουλάτο. Συναναστράφηκα τον Μιχάλη Κατσαρό. Κατόπιν τον Δημήτρη Νόλλα.  Και τον Τάσο Δενέγρη. Παράλληλα, πιάνω αείζωες φιλίες με τον Ευγένιο Αρανίτση που, επίσης, μου έμαθε πάρα πολλά, και με τον Θάνο Σταθόπουλο. Το 1983, στήνω το δικό μου περιοδικό, το Όμως, μαζί με τον φίλο Αντώνη Παπαθανασόπουλο, κι έτσι γνωρίστηκα με κάμποσους λογοτέχνες, με τους οποίους διατηρώ ακόμη έναν εποικοδομητικό διάλογο. Λίγο πριν, το 1981, μέσω του Ευγένιου, γνωρίζω τον Νίκο Καρούζο, και συναντιόμαστε συχνά πυκνά έως την εκδημία του, τον Σεπτέμβριο του 1990.

Η ενασχόλησή σου —μάλλον πρόκειται περί συγκίνησης — με τα πρωτοποριακά ρεύματα του 20ου αιώνα και ιδίως με την γενιά των Beat καθόρισε την ταυτότητά σου. Τι βρήκες σε αυτήν την γενιά την οποία οικειοποιήθηκες σαν να ήταν ένας πολύ προσωπικός καθρέφτης σου;

Η τύχη το θέλησε να βρεθώ στον Βόλο, λόγω μετάθεσης του πατέρα μου, και να θητεύσω (διότι πρόκειται για πολύτιμη θητεία) στο Δεύτερο Γυμνάσιο Αρρένων — και κατόπιν λύκειο. Εκεί γνώρισα τον Γιάννη Τζώρτζη και τον Νικόλαο Λουδοβίκο, και έκανα στενή παρέα μαζί τους. Ο Λουδοβίκος, που είναι σημαντικότατος ιερωμένος, μου σύστησε, μεταξύ πολλών άλλων, την ποίηση του Άλλεν Γκίνσμπεργκ. Ο Τζώρτζης είχε δείξει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον για τους πρωτοσύγκελους της Beat Generation. Ελάχιστα κείμενά τους  είχαν μεταφραστεί τότε στα ελληνικά — η Τζένη Μαστοράκη είχε μεταφράσει Γκίνσμπεργκ, στις εκδόσεις Μπουκουμάνη. Και κάποια ποιήματα της Beat Generation είχαν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στο αβανγκάρντ περιοδικό Πάλι που εξέδιδε ο Νάνος Βαλαωρίτης ανάμεσα στα 1964 και 1967. Με τον Γιάννη ριχτήκαμε με τα μούτρα στη μελέτη αυτού του ρεύματος, μεταφράσαμε κείμενα και βιβλία του Γκίνσμπεργκ, του Τζακ Κέρουακ, του Γκρέγκορι Κόρσο, και το 1997, όταν πέθανε ο Ουίλιαμ Μπάροουζ έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο γι᾽ αυτόν (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική).

Από το 1977, μειράκιο αμούστακο, άρχισα να καταγίνομαι με τους καταστασιακούς και τον Γκυ Ντεμπόρ, γοητευμένος από τον Μάη του 68, εκείνη τη μεγάλη γιορτή της ποίησης, εκείνη την πρώτη εξέγερση πολυτελείας, όπως μου αρέσει να τη χαρακτηρίζω. Δημοσίευσα δεκάδες εργασίες σχετικά με τους καταστασιακούς και τον Ντεμπόρ, συν δύο βιβλία (και αυτά κυκλοφορούν από τις εκδ. Κριτική).

Τα δύο κινήματα που άφησαν ανεξίτηλα ίχνη στον 20ό αιώνα, και αποτέλεσαν την εισαγωγή στον 21ο, είναι η Καταστασιακή Διεθνής/ Internationale Situationniste [1957-1972] και η Beat Generation [τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τέλη της δεκαετίας του 1980]. Παρά τις πολλές διαφορές τους, είναι εντυπωσιακές οι ομοιότητες και συναρπαστική η περιπέτειά τους. Το σημαντικό είναι ότι πτυχές των δύο αυτών ρευμάτων βρίσκονται σε κάθε καλλιτεχνική έκφραση των αρχών του αιώνα μας, και φρονώ ότι θα συνεχίζουν να επηρεάζουν τις πιο προχωρημένες τάσεις στην Τέχνη και τη Σκέψη, όπως βέβαια στην αρχιτεκτονική, στην πολεοδομία, ακόμα και στον σχεδιασμό οικιστικών συγκροτημάτων.

Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ρευμάτων ήταν η τάση να χρησιμοποιήσουν κάθε καλλιτεχνικό μέσο για να εκφράσουν την ολοένα και πιο οργανωμένη τους άμυνα απέναντι σε έναν επιθετικό κόσμο και να συντονίσουν τις επιθέσεις τους σε ό,τι επιτίθεται στη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου. Τόσο οι situationnistes όσο και οι beat έγραψαν λογοτεχνικά έργα, ζωγράφισαν, ηχογράφησαν, σκηνοθέτησαν κινηματογραφικές ταινίες, φωτογράφισαν, συνέθεσαν δοκίμια, πειραματίστηκαν με τη γλυπτική. Τα δύο αυτά ρεύματα επηρέασαν καταλυτικά την Pop Art, την Εννοιολογική Τέχνη, το Punk Rock, τον Κινηματογράφο Τεκμηρίωσης, το Video-Clip. Και πολλά άλλα, σχεδόν όλα όσα αντικρίζουμε σήμερα σε μια μεγαλούπολη. Έτσι, καταπιάστηκα με αυτά, παθιασμένα και συγκροτημένα, και ακόμη καταπιάνομαι με τα όσα μας κληροδότησαν.

Ίδρυσες και διεύθυνες το περιοδικό Propaganda και το Εγχείρημα  «Κορέκτ» με σημαντικά κείμενα για την πολιτική και την κουλτούρα του τόπου. Τι καινούριο ή διαφορετικό έχει προστεθεί στην  πολιτική ζωή του σήμερα; Πνέει αεράκι αισιοδοξίας ή το αντίθετο κατά την γνώμη σου; 

Καίτοι είμαι πεισματικά αισιόδοξος, η πολιτική ζωή διεθνώς με ρίχνει σε μαύρα τάρτατα απαισιοδοξίας, από τα οποία με βγάζει η τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της. Προβάλλω ένα ιδιότυπο κατενάτσιο απέναντι στα πολιτικά τεκταινόμενα, ναι, συνειδητότατα έχω περάσει σε φάση άμυνας, δυστυχώς. Με λυπεί, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Η τακτική και η στρατηγική μου είναι το αμπάρωμα της πόρτας απέναντι στην πολιτική κατάσταση, η προσήλωσή μου στις κοπέλες, στους φίλους, και στην τέχνη —  ζω με ένα είδος ποιητικότητας, όπως έλεγε ο Κώστας Αξελός, κι έτσι καταφέρνω να είμαι δημιουργικός και να γράφω (ιδίως τον τελευταίο καιρό: πυρετωδώς!)

Εκτός από ποιήματα, πεζά, μελέτες, αυτοβιογραφικά κείμενα, άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά —δοκιμιακός λόγος απίστευτα ρέων— η «εισβολή» σου στην μετάφραση είναι εξίσου σπουδαία. Απαριθμώ: Henry James, Joseph Conrad, Vladimir Nabokov, Henry Miller, Charles Bukowski, James Joyce, George Saunders, και άλλοι. Δυο ερωτήματα εδώ: πώς επιλέγει κάποιος τα έργα που μεταφράζει; Υπάρχει κάποιος από τους δικούς σου μεταφραζόμενους για τον οποίο αισθάνεσαι μια βαθύτερη ψυχοπνευματική συγγένεια;

 Άλλοτε προτείνω εγώ βιβλία και αναλαμβάνω τη μετάφρασή τους, και άλλοτε μου αναθέτουν εκδότες τη μετάφραση, καθόσον γνωρίζουν πια το στυλ μου και τις προτιμήσεις μου. Οι εκδόσεις Ίκαρος, φέρ᾽ ειπείν, μου ανέθεσαν έργα του Τζορτζ Σόντερς, οι εκδόσεις Gutenberg δύο βιβλία του λατρεμένου Λέοναρντ Κοέν, οι εκδόσεις Ψυχογιός όλα τα βιβλία του Τζόναθαν Φράνζεν, οι εκδόσεις Μεταίχμιο έργα του Χένρι Μίλλερ, του Τσαρλς Μπουκόβσκι, του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, και πάει λέγοντας. Οφείλω πολλά στον φίλο Μανώλη Μανουσάκη των εκδόσεων Ερατὠ, μιας και χάρη σ᾽ αυτόν άρχισα, σε ηλικία είκοσι ετών, να μεταφράζω. Αισθάνομαι βαθιά ψυχοπνευματική συγγένεια με τον πυραυλοκίνητο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και με την πολύ ισχυρή ποιήτρια Eva H.D., που είναι Ελληνοκαναδή, και μεταφράζω ποιήματά της που θα εκδοθούν στα ελληνικά, ανάμεσά τους η ποιητική σύνθεση Jackals & Firelfies που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2023 από τον απαράμιλλο σκηνοθέτη Τσάρλι Κάουφμαν.

Ένας συγγραφέας ή ποιητής στον οποίο επιστρέφεις, υπάρχει;

Επιστρέφω τακτικά στον Νίκο Καρούζο και στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Επίσης στον Τόμας Μπέρνχαρντ, στον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, και στον Λάσλο Κρασναχορκάι. Χάρη στον Κώστα Καλτσά εξοικειώθηκα με το έργο του Ουίλιαμ Χ. Γκας. Συχνά ξαναδιαβάζω τον κατ᾽ εμέ συγκλονιστικό Ντέιβιντ Μάρκσον. Οφείλω να σημειώσω ότι χάρη στον Νικόλαο Λουδοβίκο και τον Γιάννη Τζώρτζη εξοικειώθηκα με κείμενα της Φιλοκαλίας, του Αγίου Σιλουανού, και του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, στα οποία προσφεύγω για το θάλπος και τη συγκίνηση που μου προσφέρουν. Συχνά, ξαναπιάνω την ανάγνωση βιβλίων φίλων μου, όπως οι μακαρίτες Κωστής Παπαγιώργης και Χρήστος Βακαλόπουλος.

Αν σε ρωτούσε ένας δεκαεπτάχρονος, «Πως πρέπει να διαβάζω ένα λογοτεχνικό βιβλίο, κ. Μπαμπασάκη», τι θα του απαντούσες;

Ω, μα με χαρακάκι, με μολύβι, με σημειωματάριο ανοιχτό, με βραδείς ρυθμούς και με μεγάλη συγκέντρωση.

Ο έρωτας στο έργο σου είναι θριαμβευτής, ονειροπόλος ή μοίρα κολασμένων;

Ο έρωτας, μαζί με τη φιλία και τη δημιουργικότητα, είναι τα πάντα για μένα. Στα βιβλία μου, ο έρωτας είναι θριαμβευτής. Εδώ και μερικά χρόνια, απασχολούμαι συστηματικά με το πώς μπορεί να θριαμβεύει ο έρωτας, πώς να συμμαχεί με το καθήκον, πώς να είναι σιαμαίος με τη βαθιά αγάπη, να ανθίσταται στην εγώτητα, να κατακερματίζει τη μιζέρια. Οι δύο περί έρωτος αγαπημένες φράσεις μου, οι οποίες και συνοψίζουν τις απόψεις μου για το θαύμα του έρωτα, είναι οι εξής: 1)Das Selbstbewusstsein erreicht seine Befriedigung nur in einem anderen Selbstbewusstsein’’ [Hegel, Phänomenologie des Geistes, εκδ. Suhrkamp, σ. 144] ήτοι:  «Η αυτοσυνειδησία επιτυγχάνει την ικανοποίησή της μόνο μέσα σε μιαν άλλη αυτοσυνειδησία» [Έγελος, Φαινομενολογία του νου, μτφρ. Γιώργος Φαράκλας, εκδ. Εστία, σ. 185]. 2) “one’s not half two. It’s two are halves of one”, ήτοι: «το ένα δεν είναι το μισό του δύο, αλλά τα δύο μισά του ένα», του ποιητή ε.ε. κάμμινγκς.

Στην αληθινή τέχνη ο ορατός κόσμος συμπληρούται ή απομακρύνεται;

Σαφέστατα συμπληρούται, κατά την επίσης πείσμονα άποψή μου. Διαθλώντας την πραγματικότητα, η τέχνη την κάνει ακόμα πιο πραγματική, διαλύει τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, μας οικειώνει με τα γύρω μας. Η τέχνη, με τον τρόπο της, χιλιετίες τώρα, είναι ένα ατέρμονο σχόλιο στα δεινά και στα ευχάριστα της πραγματικότητας.

Ποια είναι η πρώτη ύλη της τέχνης;

Η μνημοσύνη. Μίλησε, μνήμη! — όπως τόσο όμορφα τιτλοφορεί την αυτοβιογραφίας του ο Ναμπόκοφ. Η μνήμη είναι το σεντούκι με τα τιμαλφή μας, είναι το όχημα που μας επιτρέπει να κάνουμε σχέδια για το παρελθόν, να το ανασκευάζουμε και να το διασκευάζουμε δίνοντάς του διαστάσεις, εντός μας και στα έργα μας, που δεν είχαμε αντιληφθεί παλαιότερα. Μπορούμε να πούμε ότι πρώτη ύλη μας είναι τα δευτερόλεπτα, και ότι λειτούργημα και καθήκον μας είναι να τα επιμηκύνουμε.

Χρόνος συμπονετικός, χρόνος ιαματικός, χρόνος αφαιρετικός και τρομοκράτης: ποιος στέκεται περισσότερο στο πλευρό σου όταν γράφεις;

Και οι τέσσερις αυτοί χρόνοι είναι δίπλα μου όταν ζω την καθημερινότητά μου και όταν δημιουργώ. Ο συμπονετικός χρόνος με κερνάει κουράγιο για να συνεχίζω. Ο ιαματικός, μου προσφέρει νάματα και δώρα. Ο αφαιρετικός, είναι τ᾽ αδέρφι μου. Τέλος, ο τρομοκράτης, ο αδυσώπητος και δυνάστης χρόνος είναι αυτός που επιταχύνει, γκαζώνοντας θα έλεγα, τη διάθεσή μου να δημιουργώ.

 Στην πραγματική ζωή —ας πούμε πως στη λογοτεχνική γνωρίζουμε την απάντηση— γίγας είναι ο έρωτας ή η αγάπη;

Τόσο στην πραγματική όσο και στη λογοτεχνική θαρρώ ότι οφείλουμε να σταματήσουμε την παρωχημένη διάκριση έρωτας/αγάπη, να συνδράμουμε στη συμφιλίωσή τους. Ακόμα κι αν υπάρχουν οδυνηρές στιγμές στον έρωτα, φρονώ ότι το μεγαλείο του διαλάμπει όταν συνοδεύεται από βαθιά αγάπη. Μιλώ εκ πείρας, βεβαίως: οι μεγάλοι μου έρωτες (ακόμα και ορισμένοι που ήσαν βραχύβιοι αλλά αλησμόνητοι) ήταν και  μεγάλες μου αγάπες. Το προηγούμενο μυθιστόρημα μου, που αποτελεί το τρίτο μέρος της Τριλογίας της Ηδύτητας και θα κυκλοφορήσει όπως και τα άλλα δύο από τις λαμπρές εκδόσεις νήσος με τίτλο Ιδρυτική Συνθήκη, έχει θέμα ακριβώς την απαραίτητη σύζευξη έρωτα και αγάπης. Ομοίως και αυτό που γράφω ήδη από τον Μάρτιο του 2024 και που, αποτελώντας το δικό μου λογοτέχνημα-μαμούθ, θα απλωθεί σε περίπου χίλιες σελίδες, όπως υπολογίζω, έχει ως θέμα του τον θρίαμβο του έρωτα διά της αγάπης, και της αγάπης διά του έρωτα.

Ποια είναι η σχέση σου με την μνήμη; Εξαφανίζεσαι μέσα της εσύ ή εκείνη σε σένα;

Η μνήμη, όπως είπα πρωτύτερα, είναι η πρώτη ύλη μου. Είναι η συνοδός σκιά μου, η φάτνη μου, το καταφύγιό μου, η κρύπτη μου.

Και μία τελευταία ερώτηση, Ίκαρε: στα παιγνίδια του τυχαίου, του φανταστικού ή της πραγματικότητας νομίζεις πως ακτινοβολούμε περισσότερο;

Εμμένω στην πραγματικότητα που είναι, άλλωστε, γεμάτη θαύματα, συμπτώσεις, αναπάντεχες εμφανίσεις, τροπές και εκπλήξεις. Μας συμβαίνουν πράγματα που εάν μας τα αφηγούνταν θα λέγαμε ότι είναι απίστευτα. Και καμιά φορά, όταν ιστορώ κάτι εκθαμβωτικά όμορφο που μου έχει λάχει, δυσκολεύονται κάποιοι να με πιστέψουν. Η πραγματικότητα, εάν είσαι πρόσφορος, είναι προσφορά. Είναι πλούσια σε δώρα, σε potlatch, η πραγματικότητα, φτάνει να είσαι δεκτικός και δοτικός. Γι᾽ αυτό και ευγνωμονώ όσους στάθηκαν δάσκαλοί μου και μου δίδαξαν τόσο να λαμβάνω όσο και να δίνω.

Photο: Διαβάζοντας (φωτογραφία: Eva H.D.)

Βιογραφικό Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

Βιογραφικό Κωνσταντίνα Σιαχάμη

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη