Γράφει η Βίκυ Ναούμ
Μηλιά μου Αμίλητη του Π. Μπουκάλα
Η Μηλιά μου αμίλητη[1] του Παντελή Μπουκάλα είναι μία ποιητική σύνθεση, η οποία, όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογο του έργου, γράφτηκε κατά παραγγελία της μουσικού Δήμητρας Τρυπάνη προκειμένου να παρουσιαστεί ως ένα σύγχρονο χορικό, επενδυμένο με τη μουσική και τη σκηνοθεσία της ίδιας στους Παξούς και στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος το 2019. Πρόκειται συνεπώς για ένα δύσκολο εξαρχής εγχείρημα, «ένα πυρωμένο κάρβουνο», κατά τον Μπουκάλα, το οποίο ο ποιητής αντιμετώπισε με ιδιαίτερο σεβασμό και ενσυναίσθηση, ενώ στην αναμέτρησή του με αυτό στάθηκε αρωγός και σύμμαχός του η μακροχρόνια ενασχόλησή του με την αρχαία ελληνική τραγωδία και με το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Παράλληλα, ο ποιητής επαναφέρει και αποδίδει ποιητικά μια αληθινή ιστορία προκειμένου να αναταμεί και να καταγγελθεί ένα διαχρονικό φαινόμενο της κοινωνικής παθογένειας.
Το έργο είναι βασισμένο σε ένα συγκλονιστικό οικογενειακό δράμα το οποίο συνέβη σε κάποιο χωριό της Μάνης τον 19ο αιώνα. Η κεντρική ηρωίδα, η Μηλιά, μία νέα γυναίκα, ερωτεύεται εκτός γάμου έναν ξενομερίτη, κάτι που απαγορεύεται από το εθιμικό δίκαιο του κοινωνικού της περιβάλλοντος. Όταν όμως αποκαλύπτεται αυτό μετά τον γάμο της με κάποιον ντόπιο, ο οποίος την επιστρέφει στους γονείς της με ταπεινωτικό τρόπο, οι τέσσερις αδελφοί της αποφασίζουν να την τιμωρήσουν θάβοντάς την ζωντανή, προκειμένου να «ξεπλύνουν» την ντροπή της οικογένειας. Μόνο το κεφάλι της αφήνουν άταφο ώστε να ολοκληρωθεί η τιμωρία με τη διαπόμπευσή της («Το κεφάλι της έξω. Να τη φτύνει όποιος θέλει»). Οι γονείς της, καθώς και ο πέμπτος αδελφός, ο Κωνσταντής, δεν συμφωνούν με την απόφαση αυτή, αλλά υποχωρούν στην ειλημμένη απόφαση και η τιμωρία πραγματοποιείται, ενώ ο αγαπημένος της, ο Ξένος, φεύγει μετά από την άρνηση της Μηλιάς στην πρότασή του να κλεφτούν.
Στη Μηλιά μου αμίλητη αξιοποιούνται στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού και ιδιαίτερα του μοιρολογιού, τα οποία αποδίδουν εύστοχα το κοινωνικοπολιτισμικό συγκείμενο της δραματικής ιστορίας, σε πλήρη εναρμόνιση με την παράδοση της ελληνικής υπαίθρου και ιδιαίτερα με τα ήθη και τις αξίες της κλειστής κοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι η επίδραση της παραλογής Του νεκρού αδελφού, όπως εντοπίζεται στον πρώτο μονόλογο της Μηλιάς, όπου η μάνα μοιρολογεί: «Μάνα μου με τους πέντε γιους και με τη μια σου κόρη», αναφερόμενη στην κόρη και τα αδέλφια της. Ενδιαφέρον, επίσης, στοιχείο είναι η συνωνυμία «Κωνσταντής» μεταξύ των δύο αδελφών στα δύο έργα, των οποίων οι χαρακτήρες είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι, καθώς απέναντι στον δυναμικό Κωνσταντή Του νεκρού αδελφού ο Μπουκάλας αντιπαραθέτει έναν δειλό και άβουλο Κωνσταντή της Μηλιάς, αδύναμο να αντιδράσει ή έστω να διαφωνήσει ανοιχτά («Ποτέ δεν είπα ναι, νά τηνε θάψουνε ζωντανή, και να ΄ναι έξω το κεφάλι της. Αλλά ποτέ δεν είπα όχι. Δεν τόλμησα[…] Δεν μπόρεσα να το φωνάξω. Δεν βρήκα το κουράγιο»). Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής αναπλαισιώνει δημιουργικά τη γνωστή παραλογή προοικονομώντας την εξέλιξη του δικού του μύθου.
Επιπλέον, στο κείμενο της Μηλιάς εντάσσονται ατόφια και συνδέονται οργανικά με αυτό δύο δημοτικά τραγούδια, ένα παραδοσιακό ροδίτικο το «Ζευγάρι τα ρόδα», αλλά και ένα πελοποννησιακό, η «Καταστροφή». Στην «Καταστροφή», μάλιστα, αναφέρεται η μηλιά ως σύμβολο οικογενειακής ευτυχίας του οποίου ο μαρασμός προκαλεί τη δυστυχία του σπιτιού. Με παρόμοιο τρόπο στη Μηλιά μου Αμίλητη το όνομα του δέντρου επανεγγράφεται, όπως και σε άλλα δημοτικά τραγούδια, ως σύμβολο μητρικής και πατρικής αγάπης («Μηλιά μου και μηλιά μου και μηλίτσα μου» αποκαλεί η μάνα την κόρη, παρόμοια κι ο πατέρας), αλλά και ερωτικής («Μα τρόμαξε η Μηλιά η Μηλίτσα μου» λέει ο Ξένος). Παραπέμπει, συνεπώς, στην ευρεία συμβολιστική χρήση του δέντρου είτε του καρπού του στη δημοτική ποίηση,[2] χρήση η οποία έλκει πιθανόν την καταγωγή της από την αρχαία λυρική, όπου απαντά και το σαπφικό «οἶον τὸ γλυκύμαλον».[3]
Πέρα, όμως, από τη διασύνδεση με τη δημοτική παράδοση, στη Μηλιά μου Αμίλητη είναι έκδηλη η επιρροή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Όπως σημειώνει στον πρόλογο ο Μπουκάλας, ανέλαβε πολλαπλούς ρόλους – όπως οι αρχαίοι τραγωδοί – κατά τη δραματουργική απόδοση του θέματος· τον ρόλο του ποιητή, αλλά και του μουσικού, του μυθοπλάστη, του σκηνοθέτη, του ηθοποιού, προκειμένου να μιλήσει για αυτήν την «φρίκη που πρέπει να κουβεντιαστεί», μια φρίκη διαχρονικά αθεράπευτη.
Οι αναγνώστες προϊδεάζονται για τον θεατρικό χαρακτήρα του έργου ήδη από τον υπότιτλο: Ένας λόγος σε έξι φωνές, καθώς ο λόγος διαμοιράζεται σε έξι πρόσωπα της ιστορίας, το καθένα από τα οποία προβάλλει σε πρώτο πρόσωπο τις σκέψεις, τα συναισθήματα και γενικά την οπτική του γωνία σε σχέση με το οικογενειακό συμβάν.
Όλα τα συμμετέχοντα πρόσωπα είναι τραγικά, σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό, δηλαδή φέρουν το βάρος της μοίρας, αλλά και των επιλογών τους, οι οποίες συντάσσονται με τις κοινωνικές επιταγές ή αντιτάσσονται σε αυτές, με αποτέλεσμα οι οπτικές τους να συμφωνούν ή να διαφωνούν και να συγκρούονται μεταξύ τους, ενώ με πρωτότυπο τρόπο συνδιαλέγονται σε κάθε μονόλογο. Η μάνα εκφράζει στον μονόλογό της την αδιαμαρτύρητα βασανιστική ζωή («Μια μηχανή με θέλανε. Ακούραστη κι αμίλητη. Δίχως παράπονο κανένα») και την υποταγή του γυναικείου φύλου στο αρσενικό («να δέχεται βουβή στα σκοτεινά, μισοντυμένη, το ξένο σώμα, κι αυτό μισοντυμένο. Άγριο ακόμα κι όταν αποφάσιζε αμέθυστο να πέσει πάνω μου»). Οι γυναίκες δεν πρέπει να αντιμιλούν και να αντιδρούν απέναντι στους άντρες, όπως αιώνες πριν λέει η Ισμήνη στην Αντιγόνη: «Ἀλλ᾽ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ᾽ ὅτι ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα» (Σοφοκλέους Αντιγόνη, στ. 61-62),[4] θυμίζοντάς της την επιβεβλημένη και περιορισμένη κοινωνική της θέση.
Η παγιωμένη αυτή πατριαρχική αντίληψη που εδραιώνει τη γυναικεία εξάρτηση από τον άντρα μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. «Κουβέντα καμιά δεν είχα ακούσει από τη μάνα μου[…] Είδα τα μάτια της. Κι αυτά αμίλητα την είχαν δασκαλέψει. Φτάνει ένα βλέμμα και νιώθεις ποιο δρόμο σου ορίζουν», λέει η μάνα της Μηλιάς για τη δική της μάνα. Ακόμα και στις μέρες μας, όμως, η υποταγή αυτή υποβάλλεται ως φυσική και αναπόδραστη, όπως αναδεικνύεται στο σύγχρονο διήγημα της Rumena Buzarovska ο Μοιχός[5] όπου η μητέρα λέει στην κόρη της: «Είναι άντρας σου. Εσύ τον διάλεξες, εσύ πρέπει αν τον αντέξεις. Δεν τίθεται θέμα διαζυγίου […] Δεν μπορείς να τον διώξεις από το σπίτι, μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ». Ο άντρας έχει κάθε δικαίωμα να θυμώσει, να δικάσει και να τιμωρήσει προκειμένου να προστατέψει την τιμή της οικογένειας, όπως επιτάσσει το εθιμικό δίκαιο της πατριαρχικής κοινωνίας. «Πέτρα και συνήθεια, πέτρα και έθιμο, πέτρα και προσταγή, πέτρα και χρέος, πέτρα και συμμόρφωση» λέει ο πατέρας που δεν δικαιούται να μοιρολογήσει την νεκρή κόρη του, αμφισβητώντας ωστόσο το κοινωνικό κατεστημένο: «Τα εθίματα έχουν τον λόγο τους, και λογική δεν έχουν», «Κι αν τα μοιρολόγια είναι των αντρών; Κι αν άλλο είναι το πρέπει, κι όχι αυτό που έμαθα μικρός και δίδαξα μεγάλος;».
Σε αντίθεση με τον μετανιωμένο πατέρα και τον αδύναμο Κωνσταντή, που κατατρύχονται από φοβερές τύψεις, τα τέσσερα αδέλφια διατυπώνουν κατηγορηματικά και αμετανόητα τον θυμό τους για τη συμπεριφορά της αδελφής («Ο θυμός μου δεν είναι αχνός που σκορπιέται […] Πέτρα είναι η οργή μας») και το δικό τους δίκιο που ταυτίζεται με την ευθύνη για την υπεράσπιση της οικογενειακής τιμής η οποία υφίσταται τον κοινωνικό στιγματισμό («η τιμή μας αχνός», «Τώρα πέτρα η τιμή μας»). Εξάλλου για την τιμή της οικογένειας κάποτε ακόμα και η μητέρα σκοτώνει το σπλάχνο της, την κόρη που κηλίδωσε το όνομα της οικογένειας, όπως μας θυμίζει η παιδοκτόνος μάνα του Φουραντάν του Θ. Βαλτινού[6] σε μία επίσης σύγχρονη λογοτεχνική απόδοση μιας αληθινής γυναικοκτονίας. Επιπλέον, μετά την τιμωρία και θανάτωση της Μηλιάς το τετράδερφο απαγορεύει ρητά σε όλη την οικογένεια να τη μοιρολογήσει με τη φράση μοτίβο «Δάκρυ μη γίνει ο καημός. Κλάμα μη γίνει ο πόνος», ενώ η μάνα διεκδικεί: «Να γίνει δάκρυ ο καημός, κλάμα να γίνει ο πόνος».
Ωστόσο, η Μηλιά, αμίλητη – τι ευφάνταστη, αλήθεια, συνήχηση! – ως την τραγική εκτέλεσή της, επαναστατεί, αντιστέκεται απέναντι στα κοινωνικά στερεότυπα και στην αντρική εξουσία, χειραφετείται. «Λέω η θυγατέρα μου αντάρτεψε […] Και πήρε τον δικό της δρόμο», λέει η μάνα της. Ζει με πάθος τον απαγορευμένο έρωτά της («Αλλιώς αγαπηθήκαμε εγώ κι ο ξένος. Σκληρά. Βουβά. Κοφτά. Και στο σκοτάδι. Λαμπάδιαζαν τα σώματά μας. Έφεγγαν. Και βλέπαμε. Τον πόνο βλέπαμε, να κατεβαίνει χείμαρρος χειμωνιάτικος. Να σέρνει πέτρες ριζιμιές. Του λάκκου μου τις πέτρες») και αποδέχεται στωικά την τιμωρία της («Δεν βόγγηξα. Δεν ούρλιαξα. Δεν προσευχήθηκα. Κανέναν τους δεν καταράστηκα. Πολέμησα ν΄ αντέξω»). Δεν επιλέγει την εύκολη λύση που της προτείνει ο Ξένος, δηλαδή να κλεφτούν («Όχι, καλέ μου κι ακριβέ, όχι, ξενάκι μου, τέτοια δε γίνονται»). Αντίθετα, παραμένει και στηρίζει την επιλογή της σαν άλλη Αντιγόνη· ορθώνει αντίλογο απέναντι στον παραδοσιακά επιβεβλημένο γυναικείο φόβο και την υποταγή στο αρσενικό φύλο, αλλά και σε κάθε είδους κοινωνική προκατάληψη και ρατσιστική συμπεριφορά, όπως υποδηλώνουν οι αξιολογικοί χαρακτηρισμοί «Τη σκύλα». «Τούρκα και Γύφτισσα κι Οβραίσσα μαζί». «Στην εκκλησία σαν να μ΄ έδιωχναν, λεπρός». Η Μηλιά κινείται με οδηγό την ενσυναίσθηση και την ανθρωπιά απέναντι σε όλους, ακόμα και στους δήμιους αδελφούς της («Κανέναν τους δεν καταράστηκα […] Έσβησα μοιρολογώντας τους. Εγώ η νεκρή τους μοιρολόγησα»), θυμίζοντάς μας τον αγαπητικό λόγο της σοφόκλειας ηρωίδας: «Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν» (Σοφοκλέους Αντιγόνη, στ. 523). Ο ποιητής της δίνει φωνή μετά θάνατον για να μιλήσει για όλα αυτά. Έτσι η Μηλιά δεν είναι πια αμίλητη, γίνεται Μιλιά, γίνεται Φωνή και γιγαντώνεται σε Κραυγή, ένα «Οἴμοι, καταύδα» (Σοφοκλέους Αντιγόνη, στ. 86), που αντιτάσσεται ενάντια σε κάθε είδους χειραγώγηση κι αυταρχισμό.
[1] Μπουκάλας, Π. (2022). Μηλιά μου αμίλητη: Ένας λόγος σε έξι φωνές. Εκδόσεις Άγρα.
[2] Σκαρτσής, Σ. Λ. (1985). Το δημοτικό τραγούδι. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, Τόμος Β, σσ. 308-313.
[3] οἶον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρωι ἐπ΄ ὔσδωι͵
ἄκρον ἐπ΄ ἀκροτάτωι͵ λελάθοντο δὲ μαλοδρόπηες͵
οὐ μὰν ἐκλελάθοντ΄͵ ἀλλ΄ οὐκ ἐδύναντ΄ ἐπίκεσθαι
Kαθώς το μήλο το γλυκό,
που στου κλαδιού την άκρη κοκκινίζει,
ψηλά ψηλά στο ακρόκλωνο·
το δίχως άλλο το λησμόνησαν
την ώρα που ‘κοβαν τα μήλα…
Aχ όχι, δεν το απολησμόνησαν,
μόνο που δεν μπορούσαν να το φτάσουν!
(Το πρωτότυπο κείμενο και η μετάφρασή του από τον I. Θ. Kακριδή ανακτήθηκαν από: https://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/lyric/handbook/poets/sappho/page_002.html)
[4] Το κείμενο της Αντιγόνης ανακτήθηκε από https://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/corpora/anthology/content.html?t=559
[5] Buzarovska, R. (2022). Ο άντρας μου. Αθήνα: Gutenberg.
[6] Βαλτινός, Θ. (2015). Επείγουσα ανάγκη ελέου. Αθήνα: Εστία.