Στις 22 Φεβρουαρίου 2020, δύο χρόνια πριν, έφυγε η Κική Δημουλά από τη ζωή, όχι όμως από την ελληνική γραμματολογία. «Μισή ντροπή δική μου, μισή δική σου» είχε γράψει η ποιήτρια για τον θάνατο. Όμως, το ιδιαίτερο ύφος της, τα αναγνωρίσιμα μοτίβα της σκέψης της όπως αποτυπώθηκαν στο έργο της, υφίστανται αυτούσια και ζωντανά ως παρακαταθήκη αλλά και ως επιρροή παλαιότερων και νεότερων ποιητών.
Ο ιδιάζων υπερρεαλισμός της καθημερινότητας, η διακριτική – σχεδόν σατιρικά μελαγχολική ματιά, η οξύνοια με την οποία συναρμολόγησε υλικά της γλώσσας και της ύπαρξης, είναι συστατικά τα οποία αθροιστικά επιμαρτυρούν τη στιχουργία μίας σχεδόν αισιόδοξης εποχής, το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, της εποχής που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, όπως αποδεικνύεται από το παρόν, μίας εποχής προθαλάμου μίας νέας φρικτής εποχής στην οποία απευχόμαστε ότι θα εισέλθουμε. Η Κική Δημούλα, στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της, συγκέντρωσε γύρω της, πέραν των άλλων, και έναν αξιοπρόσεκτο αριθμό ετερόφωτων ποιητών και ποιητριών, που σαν να ήθελαν να φωτιστούν από το πνεύμα της, έναν αριθμό διανοούμενων που σπάνια καταμετράται να περιβάλει με τόση ένταση, συστηματικά και σχεδόν καταχρηστικά κάποιον ή κάποιαν εν ζωή άνθρωπο των γραμμάτων. Η ίδια η ποιήτρια συχνά δυσανασχετούσε, παρότι είχε πάντοτε να πει κάτι καλό για τον καθένα.
Εκ των υστέρων, είναι σαφές ότι η Κική Δημουλά, εξέχουσα ποιήτρια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, χωρίς ίσως η ίδια να το σκόπευε, ενώ ακόμη ήταν ενεργή ποιητικά, υπήρξε αναγνωρίσιμη από ένα ευρύτερο κοινό που ξεπερνούσε τα όρια του αναγνωστικού κοινού της ποίησης, κάτι που πολύ ολίγοι έχουν κατορθώσει. Η ποίησή της επέδρασε στην καθημερινότητα μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων από τον αναμενόμενο για την ποίηση εν γένει, υπήρξε η ποίηση της αστικής καθημερινότητας που άγγιξε τη σκέψη και την ψυχή του μέσου ανθρώπου. Θέλοντας να τιμήσουμε τη μνήμη της, καταθέτουμε, εν είδει αφιερώματος, μία σειρά από διαφορετικά μεταξύ τους κείμενα, δοκίμια ακαδημαϊκών και ποιητών – ποιητριών, ανθρώπων που δεν ξεχνούν αυτούς που φεύγουν, που σκέπτονται το έργο τους και που με τη γραφή τους συνομιλούν μαζί τους ακόμη και όταν αυτοί, όπως η Κική Δημουλά, έχουν περάσει στην αιωνιότητα.
Δρ. Γιώργος Παναγιωτίδης