Scroll Top

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Αίθουσα αφίξεων | Γράφει η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

 Το Culturebook με αφορμή τα Χριστούγεννα και το πως επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  μέσω   του λυτρωτικού ρόλου της  Λογοτεχνίας  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, που δεν αποπνέουν μόνο  χαρά και αισιοδοξία αλλά και κάποτε πικρία, θλίψη και πόνο. Πάντοτε όμως την αλήθεια της έμπνευσης για τον κάθε δημιουργό. Με αυτό το σκεπτικό ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου

Αίθουσα αφίξεων

Ο Σούλιο κοίταξε επίμονα το ρολόι του. Παραμονή Χριστουγέννων του 2008 στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» γινόταν το αδιαχώρητο. Σε μισή ώρα το πολύ, θα έφτανε η Σλάτα από το Μάλμε της Σουηδίας. Στη σκέψη και μόνο του ονόματός της χαμογελούσε, αφού σλάτα  στα σλάβικα σήμαινε χρυσάφι κι εκείνη  ήταν… «το δικό του χρυσάφι».

Περπάτησε με σταθερά βήματα προς τον διάδρομο που οδηγούσε στην αίθουσα αφίξεων. Λαμπιόνια και εντυπωσιακές βιτρίνες με φόντο ανθρώπους σε προσμονή. Κοντοστάθηκε και κοίταξε ώρα πολλή το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται ο θείος του, ο Ντίνος. Ο αέρας  ανέμιζε τα μαύρα σγουρά μαλλιά του  και τα έριχνε άτακτα στο πρόσωπό του.  Ήταν ντυμένος στ’ άσπρα μ’ εκείνη τη μαύρη ζώνη σφικτά δεμένη στο λαιμό, σέρνοντας τον βαρύ πολυέλαιο στο κεφάλι. Κρατούσε από το ένα χέρι τη Σλάτα λευκοντυμένη και από το άλλο χέρι τη φωτογραφική μηχανή. Βάδιζαν ελαφροπατώντας –μ’ ένα παγωμένο μειδίαμα στα χείλη– στο πάρκο της Σουμπότιτσας, σ’ ένα μαγικό στροβιλισμό που κρατούσε καλά κρυμμένα τα μυστικά περάσματα.

Ανήκε σ’ αυτούς που το παρελθόν και τα βιώματά του τους τρώνε τα συκώτια. Και όσο πιο βαθιά ήταν τούτα, τόσο πιο κοντά του στο σήμερα έφταναν. Τραβούσαν την προτίμησή του τα πιο μακρινά από τα κοντινά. Έτσι λοιπόν και αυτό το βράδυ τον στοίχειωσε το παρελθόν.

Οι μνήμες από τον εμφύλιο και η φυγή του θείου του τον χειμώνα του 1945 στη Σερβία ως πολιτικού πρόσφυγα  κατέκλυσαν τη σκέψη του, έκλεψαν τη στιγμή και τους ήχους της πολύβουης αίθουσας. 24 Δεκεμβρίου 1983. Η σκέψη του γύρισε πίσω σε μια άλλη αίθουσα αφίξεων τότε που περίμενε τον θείο Ντίνο στο Διεθνές Ανατολικό Αεροδρόμιο του Ελληνικού. Το αεροπλάνο της JAT μόλις είχε απογειωθεί από το αεροδρόμιο του Βελιγραδίου με προορισμό την Αθήνα. Είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή –τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια– από τότε που κυνηγημένος είχε εγκαταλείψει την πατρίδα, εκείνο τον γκρίζο Φλεβάρη του 1945, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το ταξίδι της επιστροφής είχε καθυστέρηση. Μεσάνυχτα έφτασε και έβρεχε καρεκλοπόδαρα, όταν τον αντάμωσε και τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Τον γνώριζε μόνο από φωτογραφίες και τις αφηγήσεις του πατέρα του και από τα δώρα που του έστελνε τα Χριστούγεννα όταν ήταν παιδί. Ήταν μύθος γι’ αυτόν.

Πέρασε το χέρι του από τα μάτια του και ανασήκωσε τον γιακά στο μπουφάν. Ένιωσε ξαφνικά να τον διαπερνά ένας κρύος αέρας. Κάρφωσε και πάλι τα υγρά μάτια του στη γυαλιστερή μπάλα. Θαμπώθηκε. Συνοφρυώθηκε. Η Σλάτα κρατούσε στο αριστερό της χέρι ένα μουσικό κουτί και αίφνης ξεχύθηκαν κρυμμένες νότες από βιολί με τα αγαπημένα της τραγούδια: το «Undergound» και «Arizona Dream» του Μπρέγκοβιτς.

Άκουσε την ανακοίνωση. Το αεροπλάνο είχε φτάσει! Ανασήκωσε το βλέμμα. Προχώρησε σταθερά. Στάθηκε μαζί με τους άλλους περιμένοντας να βιώσει αυτό το μοναδικό συναίσθημα της άφιξης ενός αγαπημένου∙ να πεταρίσει η καρδιά του καθώς ανοιγοκλείνει η πόρτα στον διάδρομο εισόδου, να απλώσει τα χέρια και να την αγκαλιάσει.

Χτύπησε το κινητό του. Κοίταξε ξαφνιασμένος το νούμερο. Άκουσε τη Σλάτα με τη γλυκιά, σιγανή φωνή να του λέει: «Ξάδελφε, Σούλιο μου, μη με περιμένεις. Είμαι στο νοσοκομείο. Θα προσπαθήσω να έρθω την Άνοιξη». Έκλεισε άφωνος το τηλέφωνο… Περπάτησε αργά προς την έξοδο με… κομμένη την ανάσα.

Η Σλάτα με τα μαύρα σαν τον έβενο, σγουρά μαλλιά, τα μάτια ελιές, τα κοντυλογραμμένα χείλη και το αγγελικό χαμόγελο θα περνούσε τα τελευταία της Χριστούγεννα στο Νοσοκομείο του Μάλμε συντροφιά με τα συμπτώματα της ασθένειας με το παράξενο όνομα «Τακαγιάσου» ή «άσφυγμος νόσος».

Βιογραφικό Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς