Γράφει ο Μιχάλης Μοδινός
Ασουνσιόν ή Ανάβαση
ένα πρωτοχρονιάτικο αφήγημα
Θα περνούσα μια μοναχική παραμονή Πρωτοχρονιάς, εγώ και οι αναβαπτίσεις μου και οι σκέψεις και οι ελλείψεις και η διερώτηση για το νόημα του βίου, – όλη τη γκάμα της ανθρώπινης μιζέριας, δίπλα σε μια Ασουνσιόν που θα ξεφάντωνε με τον τρόπο της σε νάιτ κλαμπ, σε εστιατόρια, γύρω από σεμνά οικογενειακά τραπέζια, σε ταπεινές μπιραρίες ή ακόμα και στους δρόμους. Ξεκουράστηκα, έκανα μερικούς κοιλιακούς και στη συνέχεια ένα ντους. Ακούμπησα μισοστάζοντας στο παραπέτο του μπαλκονιού πάνω από τον Ρίο Παραγουάη. Σχεδόν κανείς δεν υπήρχε τώρα έξω, εκτός από κάνα δυο κουρελήδες Αηβασίληδες, ακροβολισμένους σε γωνιές. Ίσως να έβγαιναν όλοι μαζί αργότερα, ίσως πάλι τίποτα τέτοιο. Κάλεσα την Έλλη δύο φορές, ουδεμία απάντηση. Θύμωσα – το εξέλαβα ως ένα είδος αναίτιας σκληρότητας. Πήγα να λυπηθώ τον εαυτό μου και μετά του είπα, μην είσαι μαλάκας τώρα, εσύ το επέλεξες όλο αυτό. Κάνε κάτι για σένα. Τότε ήρθε η ιδέα. Άρχισα να αναζητώ το χαρτάκι με την πρόταση της Χούλια, της ξεναγού μας. Μα βέβαια, Χαρδίν Ρομάντικο δεν το είχε πει; και πήρα τη ρεσεψιόν και ζήτησα τον Χοσέ τον ταξιτζή, να είναι εδώ σε μία ώρα, και ζήτησα επιπλέον να μου κλείσουν ένα τραπέζι στο Χαρδίν Ρομάντικο, αν υπήρχε κάτι τέτοιο.
Δεν το μετάνιωσα καθόλου. Αφού ο Χοσέ οδήγησε μέσα από προάστια με παλιές αποικιακές βίλες και δενδροστοιχίες, είπε, Εδώ είμαστε, σινιόρ. Βγήκε γρήγορα για να μου ανοίξει την πόρτα και μου ευχήθηκε με επισημότητα και εμφανή ειλικρίνεια, Καλή Χρονιά, και του έσφιξα το χέρι και του αντευχήθηκα για τη σύζυγο και τα πέντε παιδιά του, συνόδευσα μάλιστα τη στιγμή με ένα μάλλον εξωφρενικό πουρμπουάρ το οποίο δικαιολόγησα με ένα «παρά λος νίνιος» -για τα πιτσιρίκια-, με την ελπίδα να το είχα πει σωστά. Υποκλίθηκε ευχαριστώντας με. Μπήκα σε ένα μυθικό κήπο με άνθη και πανύψηλα δέντρα που έμοιαζαν να βρίσκονται εκεί από καταβολής κόσμου και διακριτικά φωτισμένες γωνιές κι ένα κεντρικό οίκημα από τον καιρό του Κολόμβου που λέει ο λόγος, αλλά ανακαινισμένο διακριτικά, χωρίς πολλά πολλά. Με οδήγησαν σ’ ένα μοναχικό τραπεζάκι με καλή εποπτεία του χώρου, αφού παραξενεύτηκαν που ήμουν μόνος. Τα γκαρσόνια ήταν κάποιας ηλικίας. Φορούσαν γυαλισμένα από το χρόνο σμόκιν και παπιγιόν ενώ είχαν τα κατάμαυρα μαλλιά τους χτενισμένα με μπόλικη μπριγιαντίνη. Έμπαιναν κυρίως οικογένειες, αλλά και κάποια ζευγάρια, οι κυρίες με τουαλέτες, οι κύριοι απαραιτήτως γραβατωμένοι, οπότε ευλόγησα την προνοητικότητα της Έλλης που με έπεισε την τελευταία στιγμή να πάρω μαζί το λευκό λινό μου κοστούμι – δώρο της από κάποια άλλη εποχή. Φορούσα και το πλατύγυρο καπέλο τύπου Παναμά που είχα αγοράσει το πρωί στην Κονσεπσιόν -όλο, μου φαίνεται, το γκρουπ πήρε από ένα και χασκογελούσαν στο πουλμανάκι- οπότε άναψα ένα πούρο και παρήγγειλα απλώς μια μπύρα. Ήρθε μια τεράστια τοπική σερβέζα σε σαμπανιέρα, παρακαλώ, και ντράπηκα προς στιγμήν για το ταπεινό της παραγγελίας, αλλά θα το διόρθωνα αργότερα. Μια μικρή ορχήστρα, κλασσικής παραγουανής σύνθεσης, με άρπα, κιθάρες και επιπροσθέτως μπόνγκος, έπαιζε ήδη στην απέναντι γωνιά του κήπου. Υπήρχαν υποκλίσεις, υπήρχαν ακόμη και χειροφιλήματα προς τις γηραιότερες κυρίες, ενώ δυο κοπέλες στα λευκά πουλούσαν γαρδένιες και κάτι κατακόκκινα άνθη άγνωστα σε μένα. Ήταν ωραία, ήταν δροσερά, τα φυλλώματα έπαιζαν με τις ανταύγειες του φωτισμού, και κανείς δεν προσποιείτο ότι συμμετείχε σε κάτι άλλο από αυτό που μας περιτριγύριζε. Το όλο πράγμα είχε ένα λελογισμένο στιλιζάρισμα. Θύμιζε Μεσοπόλεμο και ασπρόμαυρες ταινίες με κατασκόπους – σαν να ‘χεις καταψύξει μια κοινωνία και να τη βγάζεις στον αέρα μερικές δεκαετίες μετά.
Αυτά. Δήλωσα στον σερβιτόρο ότι δεν θα δειπνούσα – το στομάχι μου δεν ήταν καλά. Μετά από κάποια ελαφρώς κοιμισμένα, μη αναγνωρίσιμα κομμάτια, η ορχήστρα άρχισε να παίζει το Ελ Μανισέρο και τότε μερικά ζευγάρια ανέβηκαν στην πίστα και μου ήρθε να κλάψω από την διακριτική επιδεξιότητα των βημάτων. Τα πάντα ήταν σοβαρά και αυτονόητα, σαν να επρόκειτο για απλή συνέχεια της καθημερινότητάς τους. Αποτιμούσα ανθρώπινες φιγούρες και αναμετριόμουν με πιθανές ζωές που δεν θα ζούσα ποτέ, όταν στην πίστα ανέβηκε μια γυναίκα, κοντά στα τριάντα με ένα κύριο αρκετά μεγαλύτερο, ίσως πατέρα της. Ονομάζεται αποκάλυψη, από άλλους πάλι αναγνώριση – συμβαίνει και στην κλασική τραγωδία όπως με είχε διδάξει η Έλλη, για κάτι ή κάποιον που αναγνωρίζεται επιτέλους από κάποιον άλλο σε μια αποφασιστική στροφή του έργου. Αυτό ισχύει όμως για ανθρώπους που σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, που κάτι τους συνδέει τέλος πάντων. Εγώ τι μπορεί να αναγνώριζα σε αυτή την γυναίκα; Ίσως αντικειμενικά να ήταν η ωραιότερη που είχα δει εδώ και καιρό αλλά αυτό δεν αρκούσε ως απάντηση – στην επόμενη στροφή του δρόμου μπορεί να εμφανιζόταν μια άλλη εξ ίσου ελκυστική ή εξ ίσου ικανή να σε παραμυθιάσει όπως θα ‘λεγε κάποιος κυνικός. Είχα έτοιμη την απάντηση και την ανέσυρα από τη μυστική αποθήκη του νου: η συγκεκριμένη ήταν το αρχέτυπο – αυτό που πάντα ποθούσα και πάντα λαγοκοιμόταν.
Εντάξει, είμαι πραγματιστής και ξέρω καλά ότι ενδέχεται να ήμουν ευάλωτος τη συγκεκριμένη στιγμή ή να γύρευα κάτι για να συνεχισθεί το παραμύθι της βραδιάς, πάντως τα αποτύπωσα όλα σε λίγα δευτερόλεπτα: τα αμυγδαλωτά ελαφρώς έκπληκτα μάτια όπου τρεμόπαιζαν οι φωτισμοί του κήπου, τα καστανά μαλλιά δεμένα με ένα μεγάλο μωβ λουλούδι, τα διστακτικά χαριτωμένα βήματά πάνω στις ξόφτερνες γόβες, οι μακριές σφριγηλές γάμπες, το μεσάτο λευκό φόρεμα που της αγκάλιαζε τους γλουτούς και το στήθος όπως και όσο ακριβώς έπρεπε, τα τονισμένα μήλα, το ελάχιστο μακιγιάζ, η ωχρότητα του ελαστικού δέρματος, η λελογισμένη νωχέλεια των ρυθμικών κινήσεων. Λίγο πριν κατέβουν από την πίστα, μου φάνηκε ότι μου έριξε μια ερωτηματική ματιά αλλά απέρριψα την ιδέα ως ονειροφαντασία. Ήταν με μια μικρή που έμοιαζε κόρη της, με τον κύριο που τη χόρεψε, και με δυο ακόμη κυρίες κάποιας ηλικίας. Παρά το ότι μας χώριζε η πίστα, αναζητούσα ένα διάκενο ανάμεσα στα ζευγάρια για να την χαζέψω καλύτερα. Κάποια στιγμή την τσάκωσα να με κοιτάζει, αλλά απέστρεψε τη ματιά με ένα αδιόρατο χαμόγελο ενώ εγώ ύψωνα το ποτήρι μου στη γεια της. Αμέσως μετά, σαν να το μετάνιωσε, ύψωσε κι εκείνη το ποτήρι της ανάμεσα από ένα ζευγάρι περιστρεφόμενες γάμπες. Ώ η γλύκα των στιγμών, ώ το νέκταρ των θεών. Πανηγύριζα για την καλή μου τύχη απλώς και μόνο να βρίσκομαι εδώ ετούτη την άγια νύχτα. Μου αρκούσε να είμαι παρών.
Έγιναν πολλά και τίποτα εκείνη τη βραδιά. Ο χρόνος κυλούσε όπως πρέπει να κυλά ο χρόνος, – εγκυμονώντας το μέλλον, λέει η αναδρομική μου προσέγγιση. Η ορχήστρα άλλαξε και μια μπάντα πλήρως εξοπλισμένη με χάλκινα, πιάνο και κρουστά έκανε τα πράγματα πιο χορευτικά, με ρούμπα, σάμπα και τα σχετικά. Έπαιξαν κάποια στιγμή το Μπραζίλ, ένα κομμάτι που κάποτε με έκανε να ονειρεύομαι τον άλλο τόπο – γι’ αυτό τον σκοπό ήταν γραμμένο άλλωστε. Παρήγγειλα φρούτα αλλά μετά βίας άγγιξα, με εξαίρεση τα μαρακουζά, τα λεγόμενα φρούτα του πάθους. Παρήγγειλα μια σαμπάνια που δεν θα έπινα ούτε τη μισή. Χάζευα την γενική ιλαρότητα όταν άρχισαν να σκάνε πυροτεχνήματα, όλο και πιο κοντά μας, ώσπου πηγή τους έγινε ο ίδιος ο κήπος μας με ένα γενικό ωωωω! Τώρα υπήρχαν ασπασμοί και ευχές και τα καθιερωμένα, κι εγώ μοίραζα ηλίθια πλην ευφρόσυνα χαμόγελα όταν κάποιος ανακάλυπτε τη μοναχικότητά μου και μου έγνεφε «Χρόνια Πολλά». Πήρα μες στη φασαρία τους γονείς μου αλλά το σήμα ήταν κακό και άφησα μήνυμα – καλύτερα εδώ που τα λέμε, τουλάχιστον θα έβλεπαν πως δεν τους είχα ξεχάσει.
Ήταν αργά αλλά τι πείραζε; έτσι κι αλλιώς αύριο δεν είχα πρόγραμμα, η πόλη θα ήταν έρημη, μόνο με τους λούστρους και τους μαυραγορίτες με τα τσιγάρα και τα αλκοολούχα τους να κυκλοφορούν, ενώ εγώ θα περιφερόμουν ολομόναχος πρώτη μέρα του νέου έτους κουτσοπίνοντας σε καμιά άδεια μπυραρία με κάνα δυο άλλους ταλαίπωρους ή ερημίτες. Οπότε, πριν πλακώσει καμιά κρίση μελαγχολίας, πήρα την τύχη στα χέρια μου. Φώναξα μια από τις νεαρές με τα λουλούδια, διάλεξα τέσσερα από τα κατακόκκινα και της είπα να τα προσφέρει στις τρεις κυρίες και στη μικρή απέναντι. Η γυναίκα των ονείρων μου είχε ήδη πιάσει την κίνηση από μακριά καθώς εγώ εξηγούσα, αναγκαστικά με χειρονομίες, την παραγγελία στη λουλουδού, και περίμενε το ανάθημα με την περιέργεια της επαλήθευσης. Ακολούθησε απορία και σούσουρο στο τραπέζι, η κοπέλα έδειχνε ανάμεσα στα λικνιζόμενα κορμιά ότι επρόκειτο για μένα, ο κύριος παρέμενε βλοσυρός, αλλά οι κυρίες κατακοκκίνισαν από ευχαρίστηση και έκλιναν με ευγένεια το κεφάλι, παρακινώντας και τη μικρή να κάνει το ίδιο. Η καλή μου ωστόσο έκανε κάτι πρόσθετο. Αφού στερέωσε το άνθος της μικρής στα μαλλιά της καρφίτσωσε το δικό της στο μέρος της καρδιάς. Αυτό μου αρκούσε, ήμουν πλήρης. Την έβγαλα από το μυαλό μου για λίγο – δεν έπρεπε άλλωστε να προσβάλλω τα τοπικά ήθη.
Ήταν αργά πια και ήμουν ελαφρά ζαλισμένος και άφηνα τον χρόνο να κυλάει στους ήχους μιας αρπίστριας –πραγματικά έξοχη, με αυτό το ρολλάρισμα των συγχορδιών που μοιάζουν να υπηρετούν την ελπίδα του μέλλοντος, όπως έγραψε κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος- όταν ξαφνικά γυρνώντας το κεφάλι διέκρινα όρθιους την καλή μου και τη συντροφιά της: έφευγαν. Έγνεψα στον σερβιτόρο για το λογαριασμό και έσπευσα προς την έξοδο αναζητώντας τους αγωνιωδώς. Είδα ότι κατευθύνονταν σε ένα μαύρο αυτοκίνητο που έμοιαζε με υπηρεσιακό, από όπου βγήκε ένας μιγάς σοφέρ για να τους ανοίξει την πόρτα. Αυτό ήταν λοιπόν, τέρμα και πάπαλα. Παραδόξως δεν με πείραζε – δεν προσδοκούσα κάτι παραπάνω από τη βραδιά, με χώριζαν χιλιάδες χιλιόμετρα από αυτή την άλλη ζωή. Ας έμενε αποθηκευμένη ως όνειρο, που θα το ξεπάγωνα κατά τις ανάγκες μου.
Πλησίασα μερικά βήματα. Είχαν μπει πια όλοι στο αμάξι, αλλά πριν στραφώ να φύγω εκείνη κατέβασε το πίσω παράθυρο και είπε με ένα τόνο επισημότητας, ο θείος μου, ο δόκτωρ Όσκαρ Γκόμεζ, σας καλεί αύριο στην γκράνια – στο αγρόκτημά του. Αν δεν έχετε, φυσικά, προγραμματίσει κάτι για την Πρωτοχρονιά. Είναι ντροπή, λέει, να αφήσουμε ένα ξένο ολομόναχο και δυστυχή στην Ασουνσιόν. Δέχεστε; Ω, σας παρακαλούμε, μην αρνηθείτε, πρόσθεσε με ένα χαμόγελο που αποκάλυψε τα λακκάκια της.