Scroll Top

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ | Γράφει η Χριστίνα Λαμπούση

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

 Το Culturebook με αφορμή τα Χριστούγεννα και το πως επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  μέσω   του λυτρωτικού ρόλου της  Λογοτεχνίας  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, που δεν αποπνέουν μόνο  χαρά και αισιοδοξία αλλά και κάποτε πικρία, θλίψη και πόνο. Πάντοτε όμως την αλήθεια της έμπνευσης για τον κάθε δημιουργό. Με αυτό το σκεπτικό ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει η Χριστίνα Λαμπούση

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ    

Όταν έπεφτε η νύχτα, έπεφταν και οι ρυθμοί, οι ανάσες των ασθενών γίνονταν πιο ελαφριές, οι νοσοκόμες νυχοπατούσαν, όλα σε ένα ρυθμό μουσικό, που υπηρετούσε τη σιωπή, την εσωστρέφεια, την απομόνωση, την αυτοσυγκέντρωση. Όλη τη μέρα μέσα στα βουητά, έχαναν τους εαυτούς τους, οι μεν ασθενείς ταλαιπωρημένοι από τις εξετάσεις τους, το δε νοσηλευτικό προσωπικό κουρασμένο από τις υποχρεώσεις του. Όταν έπεφτε όμως η νύχτα και όλα ηρεμούσαν, η σκηνή άλλαζε.

Η δουλειά που θα έκαναν οι ασθενείς δεν ήθελε πολύ φως, μπορούσε να γίνει και στο μισοσκόταδο, την έκαναν άλλωστε κάθε βράδυ, μεθοδικά, αργά, σιωπηλά, αλλά κυρίως με πολύ σεβασμό. Ναι, η δουλειά τους αυτή απαιτούσε σεβασμό. Άλλωστε ήξεραν πως όσο πιο σεβαστικά την εκτελούσαν, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες είχαν να υλοποιηθεί η προσδοκία τους. Είχαν ακούσει πως αν αφιέρωνες ενέργεια σε αυτό, τότε μάλλον θα γινόταν κιόλας. Και ήθελαν τόσο πολύ να γίνει. Άντεχαν όλη την ημέρα τους, όλη την κούρασή τους, την αγωνία τους, την εξουθένωσή τους, ακριβώς επειδή ήξεραν ότι το βράδυ η σκηνή θα άλλαζε. Κι ενώ όλα ήταν δυσοίωνα, αυτοί κάθε βράδυ, κάθε μα κάθε βράδυ, πραγματοποιούσαν την αποστολή τους. Γιατί η αποστολή αυτή είχε ταυτιστεί με την επιβίωσή τους. Τη νύχτα λοιπόν, εκεί που έδειχναν τα πράγματα ότι ηρεμούν, κάθε ασθενής έβγαζε από τον κόρφο του το λόγο που είχε ο καθένας για να ζει: άλλος τη φωτογραφία του παιδιού του, άλλος το αρωματισμένο μαντηλάκι της καλής του, η γιαγιά τη ζωγραφιά του εγγονού της και ο νέος την πρόσκληση του Πανεπιστημίου του εξωτερικού, τον είχαν δεχθεί, η αρρώστια τον σταμάτησε.

Και όσο χάιδευαν το αντικείμενο του πόθου τους, άλλος τη φωτογραφία, άλλος το μαντηλάκι ή τη ζωγραφιά ή την πρόσκληση (αφιέρωναν ώρες σε αυτό, μη νομίζετε δα ότι τούτη ήταν μια απλή διεκπεραίωση), τόσο φούντωνε μέσα τους η επιθυμία για ζωή. Γιατί κάθε επιθυμία -πόσο μάλλον αυτή- αν δεν την ταΐσεις με όλο της ψυχής σου το απόθεμα, λιποβαρής θα μείνει, αδυνατισμένη, ξέπνοη. Ναι, το ήξεραν! Το ήξεραν πως η επιθυμία θέλει κούρδισμα καλό, συστηματικό, κάθε μέρα ή μάλλον για την ακρίβεια κάθε νύχτα. Και τούτη ήταν η δική τους προσευχή. Ολόκληρο τελετουργικό…

Πρώτα κοιτούσαν προσεκτικά δεξιά και αριστερά, πριν βγάλουν τα λιβανιστήρια τους, μην τους δει κανένας. Επρόκειτο για αποστολή μυστική, η εκτέλεσή της προϋπέθετε ιδιωτικότητα, ώστε όλη η ενέργεια τού εκτελούντος αυτή, να αφιερωθεί στο έργο. Έβγαζε ο καθένας το αντικείμενό του, πιάνοντάς το απαλά, ευλαβικά, τίποτα δεν έπρεπε να ταράξει τη σύνδεσή τους με ό,τι το αντικείμενο αυτό αντιπροσώπευε, με όποιον το αντικείμενο αυτό αντιπροσώπευε. Οι δυο τους χούφτες, ζεστή φωλιά γι’ αυτό. Παλάμες ταλαιπωρημένες, σε κάποιες εξείχε το καλώδιο του ορού, μέρες τώρα πέφτει ένα φάρμακο εντός τους, πρησμένα δάχτυλα από την ακινησία. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν υπήρχε απολύτως τίποτα που θα μπορούσε να διαταράξει την επαφή. Υπήρχαν μόνον αυτοί και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Στις χούφτες του ο καθένας είχε το αγαπημένο του πρόσωπο. Δεν υπήρχαν οροί, δεν υπήρχε πόνος, ούτε αγωνία, ούτε μοναξιά, ούτε θάνατος.

Και τότε άρχιζε ο χορός του ονείρου. Έφτιαχναν εικόνες, εικόνες πολλές, μελλοντικές, οργάνωναν σχέδια, θα πήγαιναν εκεί όταν έβγαιναν από το νοσοκομείο, παρέα με το αγαπημένο τους πρόσωπο, θα έκαναν και εκείνο το ταξίδι που όλο ανέβαλαν, η μάνα έβλεπε μπροστά της την ορκωμοσία του γιου της (δεν έχει σημασία που ο γιος της ήταν ακόμα μόλις 10 χρονών), η γιαγιά το γάμο του εγγονού της, τι θα φορούσε όμως η ίδια, είχε κάπως αδυνατίσει τώρα στο νοσοκομείο, δεν έχει πια και πολλή επαφή με τη μόδα, καλύτερα να ζητούσε τη συνδρομή της άλλης εγγόνας της, πάντα μοντέρνα αυτή, θα τακτοποιούσε τα πάντα.

Παραμονή Χριστουγέννων, άσπρα δωμάτια, ίδια κρεβάτια, μόνο στο κομοδίνο σου μπορούσες να βάλεις λίγο από τον εαυτό σου, όλα τα υπόλοιπα ίδια. Έπρεπε όμως να κρατάς τον εαυτό σου ζωντανό, να μη χαθείς μέσα στην ομοιομορφία. Διεκδικούσες οι νοσοκόμες να σε δουν διαφορετικά, να δουν εσένα και όχι τον ασθενή στο τρίτο κρεβάτι δεξιά του δωματίου 412 στον τέταρτο όροφο. Να δουν εσένα! Είχες χάσει ούτως ή άλλως τον εαυτό σου. Στις φυλακές, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα νοσοκομεία, όλοι γίνονται  ίδιοι. Δεν υπάρχεις εσύ. Γι’ αυτό κάθε ένας που μένει σε αυτά, έχει ένα ειδικό σημείο που φυλάει τον εαυτό του, ένα σημείο για το πρόσωπό του, ένα σημείο προσωπικό.

Παραμονή Χριστουγέννων. Μετά τα σχέδια και τα όνειρα, ένα φιλί ακολουθούσε τα αντικείμενα. Κάπως όπως φιλάνε τα μωρά. Κολλούν τα χειλάκια τους πάνω σου και βεντουζάρουν, δεν σε αφήνουν αμέσως, σε γεμίζουν και σάλια τα σκασμένα και μετά απομακρύνονται από το δέρμα σου χορτασμένα. Έτσι και οι ασθενείς. Μετά από ένα παρατεταμένο μωρουδίστικο φιλί πάνω στο αντικείμενό τους, φιλί που αποτελούσε υπόσχεση ότι «Εγώ θα κάνω τα πάντα, για να είμαι πάλι μαζί σου», έκρυβαν πάλι στον κόρφο τους το αντικείμενό τους. Θα έμενε εκεί μέχρι το επόμενο βράδυ, που η τελετουργία θα επαναλαμβανόταν. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ…

Την παραμονή των Χριστουγέννων όμως, λίγο πριν γεννηθεί ο Χριστός, η παράκληση έχει άλλη δύναμη. Και το ήξεραν. Το ήξεραν καλά πως αν τούτο το βράδυ αφιερώνονταν στην αποστολή τους, το όνειρό τους θα γινόταν. Και πράγματι γινόταν, δεν ήταν απλή φήμη που διέρρεε μεταξύ των ασθενών. Γινόταν! Ωστόσο, για καλό και για κακό, πάντα ενημερωνόταν ο νεοεισερχόμενος. Κι ενώ στην αρχή τού φαινόταν παράξενο και κοίταζε με λίγο απορία, αλλά και οίκτο, αυτούς που τον ενημέρωναν, μετά, βράδυ το βράδυ, πόνο τον πόνο, φόβο το φόβο, καταλάβαινε τι είναι αυτό για το οποίο του μιλούσαν. Και γινόταν κι αυτός μέρος της φοβισμένης συνομοταξίας και κάθε βράδυ έπαιρνε το δικό του αντικείμενο στα χέρια του. Έπαιρνε τη ζωή του στα χέρια του, την ονειρευόταν, τη σχεδίαζε, τη βάδιζε…

Παραμονή Χριστουγέννων. Σε λίγο θα γεννηθεί ο Χριστός. Και θα πάρει τα όνειρα όλων των ασθενών και θα τα κάνει αληθινά. Το μόνο που πρέπει να κάνουν αυτοί είναι να μην αφήνουν τη ζωή να κυλάει μέσα από τις χούφτες τους. Ρευστή, άμορφη, υγρή, χάνεται εύκολα.

`Όταν βλέπετε λοιπόν ασθενή να κοιτάζει τις χούφτες του, μην τον  διακόψετε. Θέλει προσήλωση τούτη η δουλειά του, ενέργεια και αφοσίωση. `Όταν βλέπετε ασθενή να κοιτάζει τις χούφτες του, μην τον λυπηθείτε. Γιατί αυτός θα ζήσει. Και τούτη η πορεία μέσα στις χούφτες του εκείνη τη στιγμή  εκκολάπτεται…

Βιογραφικό Χριστίνα Λαμπούση

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς