Scroll Top

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Προσοχή, γιορτές! | Γράφει η Δήμητρα Μήττα

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

 Το Culturebook με αφορμή τα Χριστούγεννα και το πως επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  μέσω   του λυτρωτικού ρόλου της  Λογοτεχνίας  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, που δεν αποπνέουν μόνο  χαρά και αισιοδοξία αλλά και κάποτε πικρία, θλίψη και πόνο. Πάντοτε όμως την αλήθεια της έμπνευσης για τον κάθε δημιουργό. Με αυτό το σκεπτικό ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει η Δήμητρα Μήττα

Προσοχή, γιορτές!

Η γειτονιά, τα σπίτια δεξιά και αριστερά του δρόμου, οι θάμνοι στα κηπάρια του Δήμου και ένα καημενομίζερο δέντρο, κυπαρίσσι θαρρώ, ήταν στο πνεύμα των Χριστουγέννων! Φως να δουν τα μάτια σου! Και χρώμα! Λαμπάκια, φωτάκια, φαναράκια, κόκκινα, κιτρινωπά, μπλε, πράσινα, άσπρα…, καραβάκια στη στεριά! Τι χρώμα είχε ο ένας, αλλιώτικο έπαιρνε ο άλλος… Συναγωνισμός. Και ανταγωνισμός στα στολίδια, στα κρεμαστάρια πάνω σε δέντρα και θάμνους, σε κήπους και δρόμους, να κουνιούνται από τον αέρα και να κάνουν ντλιν ντλον, άλλοτε πιο δυνατά και με συχνότητα πυκνή, άλλοτε ράθυμα, ανάλογα με τον αέρα. Και κανένας πια, ούτε τα μικρά παιδιά, ούτε καν τα μικρούτσικα μικρούτσικα, δεν φαντάζονταν Άη Βασίληδες να περνούν με τα ελάφια τους ή σαν αερικό, εκείνος ο δυτικότροπος κόκκινος χοντρός με τα χιονάτα γένια και μαλλιά, τη χοντρή μύτη και το πλατύ χαμόγελο (ο θειος μου ήταν έτσι όταν έπινε) ή ο στεγνός, αγέλαστος, μακρόστενος ανατολικός με τα ρουφηγμένα μάγουλα. Ωστόσο, η συνήθεια συνήθεια, αυτή πώς να αλλάξει; Εξ ου και τα στολίσματα και τα στολίδια. Μελαγχολία έπιανε την κυρα-Αθηνά ότι τα Χριστούγεννα θα περνούσαν, τα φώτα θα έσβηναν και τότε το σκοτάδι της πόλης θα φαινόταν ακόμη πιο βαθύ. Όπως του σπιτιού απέναντί της. Θεοσκότεινο. Και φαινόταν ακόμη πιο σκοτεινό τα βράδια με τις φωταψίες στη γειτονιά.

Μήπως έλειπαν ταξίδι; Χριστούγεννα είναι… Μπα, αφού τους έβλεπε να μπαινοβγαίνουν, όχι συχνά, αλλά συνέβαινε. (Ε δεν ήταν και ολημερίς κι ολονυχτίς στο μπαλκόνι η μεσήλιξ παρατηρήτρια του κόσμου…). Έβλεπε και κανένα φως τα βράδια –μάλλον από λαμπατέρ. Κάπου κάπου η γυναίκα του σπιτιού έβγαινε στο παράθυρο, ακουμπούσε τα χέρια της στα κάγκελα και έγερνε το κεφάλι της προς τα κάτω. Αλλά και στον δρόμο με το κεφάλι κάτω περπατούσε και με το βλέμμα στις μύτες των παπουτσιών της. Κανένα βλέμμα προς τα πάνω. Κι όταν το έριξε προς την κορυφή του μεγάλου δέντρου που ο Δήμος της πόλης είχε υψώσει στην κεντρική πλατεία, πώς της φάνηκε της Αθηνάς πως η γειτόνισσά της είχε ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη; Ότι ετοιμαζόταν να πάρει φόρα και να πέσει με δύναμη πάνω του; Να βουτήξει τα χέρια της στους ξηρούς καρπούς που πουλούσαν σε φωτισμένα καροτσάκια πλανόδιοι, να τα σκορπίσει στην πλατεία και να τα τσαλαπατήσει; Να τινάξει στον αέρα τα ποπ κορν, να τρυπήσει με καρφίτσες τις φούσκες, να μπουκώσει τα στόματα με μαλλί της γριάς, να πάψουν να μιλούν, να χαχανίζουν, να φωνάζουν για να καλύψουν ποιος ξέρει ποια εσωτερική φωνή που  τους πλάκωνε… 

Την πλάκωνε την Αθηνά η μανία αυτής της γυναίκας και το σκοτάδι του σπιτιού της. Σαν να έβγαινε μαύρος καπνός από κάποια καταπακτή υπογείου, σάπιος και βρώμικος, και να ερχόταν κατά πάνω της στο απέναντι μπαλκόνι. Και πάνω στα άλλα σπίτια. Ας είχε ένα μεγάλο φυσερό να τον σκορπίσει πέρα δώθε…

Είπε να αφήσει στην πόρτα τους φωτάκια στο χρώμα του πάγου –της είχαν περισσέψει από τα δικά της στολίσματα. Το έκανε. Το πρωί τα είδε καλά τακτοποιημένα στον κάδο απορριμμάτων έτοιμα για άναμμα. Σε ποια πρίζα; Συγχύστηκε η Αθηνά. Το δώρο της δεν ήταν για τους σκουπιδοτενεκέδες. Τα μάζεψε από εκεί, ανέβηκε με φούρια τα δεκαπέντε σκαλιά μέχρι την είσοδο του σκοτεινού σπιτιού, χτύπησε το κουδούνι και, μόλις της άνοιξαν, τα πέταξε κάτω μπροστά στα πόδια τους, τα πάτησε κάτω και έσπασε τα λαμπάκια ένα ένα. Κρατς, κρατς, κρατς… Λαμπάκι και κρατς. Από τη σύγχυση και τον θυμό δεν κατάλαβε ποιος στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, ο άνδρας ή η γυναίκα, μπορεί και οι δυο, δεν κατάλαβε ποιος την προσκάλεσε μέσα, ποιος της είπε: «Θα κάτσεις να φάμε μαζί;»

Δίστασε. Να μπει, να μην μπει… Μπήκε. Και μαζί της έσυρε μια ουρά σαπισμένης καπνιάς. Κι ωστόσο, το σπίτι παρέμεινε φωτεινό.

Βιογραφικό Δήμητρα Μήττα

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς