Scroll Top

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Το φάντασμα των Χριστουγέννων | Γράφει η Εύα Στάμου

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

 Το Culturebook με αφορμή τα Χριστούγεννα και το πως επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  μέσω   του λυτρωτικού ρόλου της  Λογοτεχνίας  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, που δεν αποπνέουν μόνο  χαρά και αισιοδοξία αλλά και κάποτε πικρία, θλίψη και πόνο. Πάντοτε όμως την αλήθεια της έμπνευσης για τον κάθε δημιουργό. Με αυτό το σκεπτικό ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει η Εύα Στάμου

Το φάντασμα των Χριστουγέννων

Ελπίζω να καταφέρω να βοηθήσω στην έρευνα. Θέλω πολύ να βρεθεί ο δολοφόνος μου, όχι για λόγους εκδίκησης μα από περιέργεια. Δεν νιώθω θυμό, δεν νιώθω πια κανένα έντονο συναίσθημα. Αναρωτιέμαι όμως ποιος είναι αυτός που με μισούσε τόσο ώστε να φτάσει στο σημείο να με σκοτώσει, ρισκάροντας την ελευθερία του. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, -αν και, μεταξύ μας, δεν έχω κάνει λίγα σε διάφορους ανθρώπους- μόνο αθώος δεν είμαι, όπως επαναλαμβάνουν τα τελευταία εικοσιτετράωρα όσοι καλύπτουν το αστυνομικό ρεπορτάζ.

Ήμουν ακριβώς πενήντα ετών, καλή ηλικία για να πεθάνεις. Έδειχνα ακόμα νέος, νεότερος από τα χρόνια μου, ωραίος και δυνατός. Θα με θυμούνται για πάντα έτσι, σκέφτηκα με ικανοποίηση.

Βρέθηκα ξαφνικά στο δωμάτιο της γυναίκας μου, χωρίς να καταλάβω πώς. Στο περβάζι του παραθύρου της υπήρχε τοποθετημένο ένα μικρό, ψεύτικο δέντρο στολισμένο με κόκκινες γυάλινες μπάλες. Στο κομοδίνο της ένας πλαστικός Άγιος Βασίλης αναβόσβηνε ρυθμικά. Το βρήκα περίεργο που δεν τον είχε βγάλει από την πρίζα -ίσως να την είχε παραλύσει ο πόνος ή μπορεί να έβρισκε στο θέαμα κάποια παρηγοριά.

Είδα το σώμα της ακίνητο στο κρεβάτι. Φορούσε τα ρούχα και τα παπούτσια της, τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα, τα μάτια της ορθάνοιχτα, καρφωμένα στο κενό. Με τα παράθυρα σφαλισμένα, στο χώρο δεν έμπαινε φως, μα εγώ μπορούσα να βλέπω τα πάντα καθαρά. Η Μίκα δεν έβγαζε κανέναν ήχο, δεν έκανε καμία κίνηση, τα χάπια είχαν λειτουργήσει ακόμα μία φορά. Η αγαπημένη μου ήταν χρόνια εθισμένη στα ηρεμιστικά, λες και προετοιμαζόταν για μια στιγμή ανείπωτης οδύνης σαν κι αυτή. «Να λοιπόν που τελείωσαν οι πρόβες και ξεκίνησε η παράσταση», της ψιθύρισα ξαπλώνοντας δίπλα της και χαϊδεύοντάς την απαλά στην πλάτη, πριν προλάβω να θυμηθώ ότι δεν μπορούσε να ακούσει τη φωνή μου ή να αισθανθεί το άγγιγμά μου.

Αντί να απελπιστώ, ένιωσα ανακούφιση που δεν γινόταν να αντιληφθεί την παρουσία μου. Είχαμε περάσει τα δύο τελευταία χρόνια να διαφωνούμε για τα πάντα, να φωνάζουμε ο ένας στον άλλο με την παραμικρή αφορμή, να ανταλλάσσουμε ματιές γεμάτες μίσος ή απελπισία, αντί για φιλιά και χάδια, όπως στο παρελθόν.

Η ένωσή μας είχε υπάρξει αυτό που λέμε ‘εκρηκτική’. Για μια δεκαετία δεν μπορούσαμε να πάρουμε ο ένας τα χέρια του από τον άλλο, η σχέση μας προκαλούσε τον θαυμασμό μα και τον φθόνο, φαινόταν να μη μας λείπει τίποτα. Η Μίκα ήταν πολύ όμορφη τότε, γύριζαν κεφάλια στο πέρασμά της, μου άρεσε να βλέπω τον πόθο στα μάτια των αντρών. Τα εικοσιπέντε χρόνια όμως είναι πολλά· την τελευταία δεκαετία η γυναίκα μου είχε αρχίσει να αλλάζει, η φυσική φθορά είχε συναντήσει την αδιαφορία για την εμφάνισή της, είχε βάλει κιλά και το όμορφο πρόσωπό της είχε χάσει τη λάμψη του: το περίγραμμα είχε χαλαρώσει δίνοντάς της μια θλιβερή όψη, λες και ήταν μονίμως στενοχωρημένη. «Καημένη Μίκα», ψιθύρισα, «πού πήγε το λαμπερό κορίτσι που γνώρισα; Γιατί αφέθηκες έτσι; Δεν άξιζα την προσπάθεια να αντισταθείς στο χρόνο, να προσπαθήσεις με όλες σου τις δυνάμεις να μείνεις όσο πιο πιστή  γινόταν στον αληθινό σου εαυτό; Γιατί έπρεπε να πάρεις τη μορφή μιας άγνωστης;»

Αν είχα ακόμα πρόσωπο, θα χαμογελούσα πικρά. Ήμουν τόσο επικριτικός μαζί της, ακόμα και πεθαμένος,που άρχισα να αναρωτιέμαι αν είχε δίκιο να με κατηγορεί για σκληρότητα. Τώρα το έβλεπα και ο ίδιος ότι την αντιμετώπιζα με αποδοκιμασία. Είχα βέβαια προσπαθήσει, όταν περάσαμε τα σαράντα, να την παρασύρω στο γυμναστήριο, να της εμφυσήσω το ενδιαφέρον μου για την υγιεινή διατροφή–χωρίς επιτυχία. Όχι μόνο αντιστεκόταν σθεναρά στις προτροπές μου, κοιτάζοντάς με περιπαιχτικά όταν έκανα τις ασκήσεις μου στο πάρκο ή την παραλία, μα άρχισε να αδιαφορεί επιδεικτικά για την προσπάθειά μου, να μη ρίχνει δεύτερη ματιά σε ένα σώμα, το σώμα μου, που κατέβαλα τόσο κόπο για να διατηρήσω γυμνασμένο και δυνατό.

Από κάποιο σπίτι στη γειτονιά έφτανε ο ήχος ενός γλυκανάλατου χριστουγεννιάτικου τραγουδιού και από το δωμάτιο της κόρης μου τα αναφιλητά της. Στο σαλόνι, κάτω από το έλατο βρίσκονταν τα δώρα που είχα αγοράσει, τυλιγμένα ακόμα στις συσκευασίες τους. Δεν είχα κάνει απλώς το καλύτερο για τα δυο μου παιδιά, τα είχα μεγαλώσει στα πούπουλα. Είχα φροντίσει να προλαβαίνω τις ανάγκες τους, να τα κρατάω μακριά από καθετί δυσάρεστο. Δεν μπόρεσα, ωστόσο, να τα προστατεύσω από τον πόνο της άγριας δολοφονίας μου, ένα τραύμα που θα το κουβαλούν πάντα. Χωρίς να το θέλω, τα πλήγωσα με τον χειρότερο τρόπο.

Αγκάλιασα τη γυναίκα μου. Σφάλισε τα μάτια της και αναστέναξε με ανακούφιση, λες και με ένιωσε να την κλείνω στα χέρια μου. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί ξαπλωμένοι στο ίδιο κρεβάτι με τα σώματά μας να εφάπτονται. Δεν ξέρω γιατί, μα ένιωσα την ανάγκη να της ζητήσω συγγνώμη.

Βιογραφικό Εύα Στάμου

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς