Γράφει ο Χριστόφορος Χαρατσάρης, Διδάκτωρ Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Η κοινωνία της Διακινδύνευσης
Για το Δρολάπι του Ευάγγελου Αυδίκου
Τέσσερα χρόνια μετά το μυθιστόρημα Οδός οφθαλμιατρείου, μια μυθιστορηματική βιογραφία του ηπειρώτη ποιητή και πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη, ο Ευάγγελος Αυδίκος, πεζογράφος και ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, δημοσιεύει το έβδομο κατά σειρά λογοτεχνικό του έργο με τον τίτλο Δρολάπι.[1] Στα είκοσι και πλέον χρόνια της παρουσίας του στο χώρο της λογοτεχνίας, ο Αυδίκος έχει δημοσιεύσει έξι μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων, γεγονός που αναδεικνύει την προτίμηση του συγγραφέα για τη μεγάλη φόρμα, αυτή του μυθιστορήματος. Ο μυημένος στην πεζογραφία του Αυδίκου αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει στο καινούργιο του μυθιστόρημα στοιχεία τα οποία εμφανίζονται καθ’ όλη τη μυθιστορηματική του πορεία, όπως η διακειμενική παρουσία ηρώων από το ένα βιβλίο στο άλλο, η θεματική της μετανάστευσης, η αναζήτηση της ρίζας και του γενέθλιου τόπου, η έμφαση στις θρησκευτικές ταυτότητες, η αντίθεση μεταξύ υπαίθριου και αστικού χώρου ή τη σταθερή προσήλωση του συγγραφέα σε τόπους όπως η Πρέβεζα, η Αλεξανδρούπολη και οι ΗΠΑ.[2]
Στο Δρολάπι, ωστόσο, ο Αυδίκος επιχειρεί προγραμματικά κάτι εντελώς καινούργιο: να αναπαραστήσει την κοινωνία της διακινδύνευσης. Τοποθετώντας την ιστορία του στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, από τις απαρχές της οικονομικής κρίσης έως την εποχή της πανδημίας, διερευνά το τι συμβαίνει σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο όταν η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα στοιχειοθετούν όχι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης αλλά μια καθημερινή τριβή. Τι είναι άραγε το δρολάπι και από πού προέρχεται; Μήπως το ετυμολογικό περιεχόμενο της λέξης ανευρίσκεται στη λαϊκή ντοπιολαλιά, γι’ αυτό και παραμένει άγνωστη στο ευρύ πανελλήνιο κοινό που κατοικεί στα αστικά κέντρα; Είναι σαφές ότι ο Αυδίκος επιδιώκει μέσω του τίτλου να προκαλέσει το παραξένισμα του αναγνώστη, αν και δεν καθυστερεί να προσφέρει εκείνα τα ερμηνευτικά κλειδιά που χρειάζονται για την κατανόησή του.
Πιο συγκεκριμένα, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, το οποίο αποτελεί κατά τη γνώμη μου το πρώτο τεκμήριο αναγνωστικής πρόσληψης του μυθιστορήματος, διαβάζουμε ότι το δρολάπι ή αλλιώς υδρολαίλαψ είναι «η βρόχινη λαίλαπα, η αλύπητη βροχή, ανακατεμένη με δυνατό αέρα». Η μετεωρολογική απόδοση της λέξης ως σφοδρού καιρικού φαινομένου δεν εξαντλεί, ωστόσο, τη λειτουργία της στα συμφραζόμενα της αφήγησης, μιας και το κυριολεκτικό της περιεχόμενο συμπληρώνεται από τη μεταφορική της σημασία. Στον άξονα των συνδηλώσεων, λοιπόν, το δρολάπι παραπέμπει σε καταστάσεις βίαιες, ορμητικές και επώδυνες για τη ζωή των αφηγηματικών προσώπων, οι οποίες καθορίζουν τη μοίρα τους από τα πάνω και μετατρέπουν την εξέλιξη της μυθιστορηματικής τους ζωής σε ένα διαρκή αγώνα επιβίωσης. Υπό αυτή την προοπτική ο μυθοπλαστικός κόσμος του Αυδίκου είναι ένας κόσμος υπό κατάρρευση, ένας κόσμος όπου «οι βεβαιότητες παρασύρονται τόσο από το ανεμόβροχο» όσο και από τις «οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές (που) βρίσκονται σε εξέλιξη, απορρυθμίζοντας τη ζωή». Στην πραγματικότητα, η διττή ερμηνεία του δρολαπιού, άλλοτε ως καιρικού φαινομένου και άλλοτε ως απότομης επιδείνωσης μιας σειράς χρόνιων παθογενειών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, μας προϊδεάζει για την εκτύλιξη μιας σειράς αφηγηματικών γεγονότων στα οποία πρόσωπα και καταστάσεις βρίσκονται αντιμέτωπα με την κορύφωση πολλαπλών κρίσεων. Στην πολυδιάστατη δομή της αφήγησης, η ατομική περιπέτεια των έξι βασικών ηρώων του μυθιστορήματος συναρτάται με την κοινωνικό-οικονομική λαίλαπα της ελληνικής πραγματικότητας, ενώ το πιο κομβικό αφηγηματικό γεγονός, το οποίο δένει τις ζωές των ηρώων στον ιστό μιας περίτεχνα δουλεμένης πλοκής, είναι η κατάρρευση ενός γεφυριού στην περιοχή των Τζουμέρκων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η θεματική της κρίσης είναι συγχρόνως οικονομική, περιβαλλοντική και διαπροσωπική.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ο Αυδίκος επιδιώκει να στήσει τη ρεαλιστική τάση της αφήγησης με άξονα την ανθρωπογεωγραφία της οικονομικής κρίσης, έτσι όπως βιώθηκε κυρίως στο αθηναϊκό άστυ. Η οικονομική ανέχεια, η εργασιακή επισφάλεια, η ανεργία, η ανεστιότητα, οι συνθήκες διαβίωσης των αστέγων, τα συσσίτια των απόρων, οι λαϊκές συγκεντρώσεις σε ανοιχτούς χώρους, η εξάπλωση της βίας και της επιθετικότητας, η άνοδος ακραία συντηρητικών ιδεολογιών και η εναντίωση απέναντι στο μεταναστευτικό πληθυσμό συγκροτούν ένα μωσαϊκό εικόνων που έχει ως στόχο την απόδοση ενός κοινωνικού πανοράματος της ελληνικής κοινωνίας των αρχών του 21ου αιώνα. Η αναπαράσταση των πολιτικών και κοινωνικών δυσλειτουργιών συμπληρώνεται αρμονικά από τον αντίκτυπο αυτών των γεγονότων στην ψυχική ζωή των ηρώων, παρουσιάζοντας μια συστάδα αρνητικών συναισθημάτων, όπως ο φόβος, η μελαγχολία, η μοναξιά και ο θυμός, ως αποτέλεσμα όχι μόνο της απώλειας ενός υλιστικού τρόπου ζωής αλλά και ως επακόλουθου της κοινωνικής έκπτωσης που επιφέρει η απώλεια της επαγγελματικής ταυτότητας.
Ο Κώστας, ένας από τους πιο άρτια φιλοτεχνημένους ήρωες του Αυδίκου, παρουσιάζεται αρχικά ως ένας λάτρης του χρήματος και των απολαύσεων. Δικηγορικός σύμβουλος μιας μεγάλης εταιρείας, με πλούσιες οικονομικές απολαβές, σπαταλά το χρόνο και τις αμοιβές του σε ακόρεστα ταξίδια αναψυχής και σε τακτικές εναλλαγές ερωτικών συντρόφων. Αυτόν, τον αρνητή των παραδοσιακών αξιών και του θεσμού της οικογένειας, η κρίση, σύμφωνα με τη φράση του Αυδίκου, «τον πέτυχε στον σταυρό» (σελ. 65), υποβαθμίζοντάς τον στο κατώτατο όριο της φτώχειας και της κοινωνικής απομόνωσης. Με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζεται και η Ιρένε, μια δημοσιογράφος χαλαρών ηθικών δεσμεύσεων, που δεν διστάζει να συνάψει ερωτικές σχέσεις με έναν υπουργό χάριν των υλικών ανταμοιβών. Η Ιρένε, η οποία εκπροσωπεί τον κόσμο του life style, της μόδας και των κοινωνικών δεξιώσεων, συγκροτώντας ένα πρότυπο του καταναλωτικού ανθρώπου, είναι την επαύριον της κρίσης μια απολυμένη δημοσιογράφος, κοινωνικά στιγματισμένη και οικονομικά ανεπαρκής.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα πεπρωμένα των δύο αυτών ηρώων θα συναντηθούν εξ αφορμής μιας μεγάλης αντιμνημονιακής διαδήλωσης. Σε αυτή τη μυθιστορηματική στιγμή, ο ήρωας, επηρεαζόμενος από την ψυχολογία της μάζας, εύχεται το θάνατο αθώων συμπολιτών, των οποίων η απεργοσπαστική στάση θεωρείται ότι εκφράζει την ιδεολογία του κυρίαρχου οικονομικού λόγου. Αναφερόμενος σε μια κρίσιμη στιγμή του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος, ο συγγραφέας παρουσιάζει τον κοινωνικό χώρο των συλλαλητηρίων αφενός ως ένα τόπο αντίστασης απέναντι στην κυρίαρχη εξουσία και αφετέρου ως πεδίο εκτόνωσης ενός συσσωρευμένου θυμού, μιας και ο θυμός ως συγκινησιακό επακόλουθο της αδικίας και ως μέσο κοινωνικής δράσης και αλλαγής συνδέεται στη συγκεκριμένη σκηνή με μια στρεβλή αντίληψη για την απονομή δικαιοσύνης. Παρόλ’ αυτά, στο χρονικό παρόν της αφήγησης το αποδοκιμαστικό βλέμμα του ήρωα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό αντιπροσωπεύει το μετασχηματισμό του προγενέστερου θυμού σε μια εμπειρία ντροπής για όσα ξεστόμισε.
Αν η τοιχογραφία της κρίσης και των συνεπειών της στην καθημερινή ζωή των ηρώων συνιστά μια αφηγηματική στρατηγική για την παρουσίαση της εθνικής περιπέτειας, η αλληλεπίδραση μεταξύ φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος αναδεικνύει την οικολογική προοπτική της αφήγησης, η οποία αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, και την πιο ενδιαφέρουσα κατάθεση του Αυδίκου. Τα περισσότερα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος συνδέονται στενά με κάποιο έμβιο όν, είτε φυτό είτε ζώο. Ο Κώστας, επί παραδείγματι, ένας ήρωας ρομαντικής κοπής, με καλλιτεχνικές διαθέσεις και τάσεις φυγής, αναπτύσσει αρχικά μια συντροφική σχέση με ένα σκύλο, το Θαλή, και αργότερα με ένα κατσικάκι, το οποίο διασώζει βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του ζωή. Είναι σαφές πως η συμπεριφορά του ήρωα δεν πηγάζει απλώς από μια ζωοφιλική στάση, αλλά επιχειρεί να αναδείξει την οργανική σύνδεση μεταξύ ανθρώπινου και μη ανθρώπινου ζώου σε μια πληρότητα, μιας και ο ήρωας προσπαθεί να δημιουργήσει με τα ζώα μια σχέση ισοτιμίας.[3] Ένα άλλο πρόσωπο του μυθιστορήματος, η Αρσινόη, η οποία παρουσιάζεται ψυχικά και σωματικά τραυματισμένη λόγω ενός σοβαρού αυτοκινητιστικού ατυχήματος, βρίσκει στην ξαφνική εμφάνιση ενός κορακιού τον συμπαραστάτη που έχει τόσο ανάγκη. Εδώ, δεν είναι μόνο ότι ο Αυδίκος ανατρέπει τη στερεοτυπική αντίληψη της ταύτισης του κορακιού με κακό οιωνό, αλλά και το γεγονός ότι το πουλί, αποκτώντας ανθρώπινες ιδιότητες, λειτουργεί για την ηρωίδα ως εξομολογητής και πρότυπο επιβίωσης σε δυσμενείς συνθήκες. Επιπλέον, η εκ πρώτης όψεως αποκρουστική εικόνα του κορακιού, εξαιτίας του μαύρου χρώματός του, δημιουργεί στην Αρσινόη την αίσθηση πως στην όψη του πουλιού εμφανίζεται η δική της εικόνα ιδωμένη σε έναν καθρέφτη. Το κοράκι, λοιπόν, ως κατοπτρισμός για την εξωτερική εμφάνιση της ηρωίδας, δίνει στο συγγραφέα τη δυνατότητα να αναπτύξει, για μια ακόμη φορά, τη διάκριση μεταξύ εξωτερικής ομορφιάς και εσωτερικής αρετής, εγείροντας έτσι έναν φιλοσοφικό προβληματισμό που, υπό διάφορες παραλλαγές, διατρέχει ως λάιτ μοτίφ το σύνολο της αφήγησης.[4]
Τη σύνδεση των ηρώων με τα φυτά και τα ζώα προεκτείνει η παρουσία του Μάχου, του έτερου θύματος του αυτοκινητιστικού ατυχήματος, καθώς τόσο το εξωτερικό του παράστημα όσο και ο ψυχικός του κόσμος παρομοιάζονται με έναν καλλωπιστικό θάμνο, έναν καλλιστήμονα. Τα κυλινδρικά κοκκινωπά λουλούδια του θάμνου παρουσιάζουν ανάλογη όψη με το πρόσωπο του Μάχου, ενώ η φροντίδα και η τρυφερότητα που χρειάζεται το φυτό για να ανθίσει είναι ανάλογη με τις ανθρώπινες συναισθηματικές αξιώσεις που σταδιακά εγείρει ο ήρωας. Κατά παρόμοιο τρόπο εμφανίζεται ο Μπερτ, ο Γερμανός βοτανολόγος, ο οποίος αναπτύσσει μια αγαπητική σχέση με τα λουλούδια και τα βότανα βασισμένη στην αρχή της ανταπόδοσης θετικών συναισθημάτων, ενώ ο ίδιος μας παρουσιάζει και μια βαθιά οικολογική εικόνα: της μάνας φύσης, της φύσης που γεννά κάθε άνοιξη, γιορτάζοντας με άνθη τη δική της ανάσταση.
Την οικοκριτική προσέγγιση του μυθιστορήματος ενισχύουν οι αναφορές σε ποικίλα οικολογικά προβλήματα που ανακύπτουν από την επεμβατική δραστηριότητα του ανθρώπου στο περιβάλλον. Η Μίκα, η εθελόντρια μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης, θίγει το ζήτημα των πυρκαγιών στο δάσος του Αμαζόνιου και της ανεξέλεγκτης υλοτόμησης για την παραγωγή χαρτιού. Ο Κώστας αναφέρεται στις αθέμιτες πρακτικές παγίδευσης των πουλιών, στην παράνομη κοπή δέντρων, στη μόλυνση των υδάτων, στην κλιματική αλλαγή που επιφέρει μια σειρά καταστροφών στα έργα του ανθρώπινου πολιτισμού. Εγείρει, όμως, και ηθικά ερωτήματα σχετικά με τη μεταχείριση των ζώων και τον τρόπο εκμετάλλευσής τους.
Το τι συνιστά, επομένως, οικολογική καταστροφή και το τι πρόοδος και ανάπτυξη είναι ένα ζήτημα που ταλανίζει όχι μόνο την κοινωνία μας αλλά και την μικροκοινωνία των ηρώων που τοποθετεί ο Αυδίκος στην περιοχή των Τζουμέρκων. Η εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και, πιο συγκεκριμένα, ανεμογεννητριών στα βουνά της Πίνδου, κατατάσσει τους ήρωες σε δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Στην πρώτη ανήκουν όσοι εκλαμβάνουν την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών ως αιτία αλλοίωσης της παρθενικότητας του φυσικού τοπίου, λόγω της διάνοιξης δρόμων και της τοποθέτησης τεράστιων φτερωτών, ενώ στη δεύτερη ανήκουν όσοι, υιοθετώντας την κυβερνητική πολιτική περί αξιοποίησης του ορεινού χώρου, υποστηρίζουν την ανάπτυξη αιολικών πηγών ενέργειας και την ταυτόχρονη τόνωση του τοπικού τουρισμού. Με άλλα λόγια, το συνειδησιακό δίλημμα που θέτει το μυθιστόρημα είναι αν η εγκατάσταση των ανεμογεννητριών συνιστά μια πηγή πράσινης ενέργειας ή έναν ακόμη τρόπο πλουτισμού των ιδιωτικών εταιρειών του πράσινου καπιταλισμού. Η δεξιοτεχνία στον τρόπο με τον οποίο ο Αυδίκος θέτει το ερώτημα, επιτρέποντας στον ίδιο τον αναγνώστη να απαντήσει με βάση τα δικά του ιδεολογικά και θυμικά κριτήρια, αποτελεί μία από τις κύριες αρετές της αφήγησης. Ο τρόπος που ο αναγνώστης θα δει το δίλημμα θα καθορίσει και το πώς θα ερμηνεύσει το μυθιστόρημα.
Υπό αυτή την προοπτική το τι είναι κίνδυνος και το τι είναι πρόοδος είναι ζήτημα ορισμού, και ο ορισμός μιας κατάστασης, όπως ξέρουμε, είναι αυτός που δρομολογεί την κοινωνική δράση. Θα ενστερνιστούμε την άποψη της Ιρένε και του Κριστ πως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η τεχνολογία προστατεύουν τη φύση, πως η λελογισμένη επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον αποτελεί πλέον ένα αναγκαίο κακό, προκειμένου να μην επέλθει ακόμη μεγαλύτερη οικολογική κρίση ή θα αφουγκραστούμε τις ανησυχίες του Κώστα και της Μίκας που αντικρίζουν τον κόσμο μέσα από μια ευαίσθητη περιβαλλοντική σκοπιά για όλα τα έμβια όντα, των οποίων η διαβίωση επηρεάζεται από τα έργα του ανθρώπου; Όπως μας έχει δείξει ο Ούλριχ Μπεκ στην Κοινωνία της διακινδύνευσης, ο ορισμός του κινδύνου επηρεάζεται από το συμφέρον και την ιδεολογική οπτική αυτού που δίνει τον ορισμό και αυτός ο ορισμός αντιπαρατίθεται με τους ορισμούς των άλλων που θα έχουν διαφορετικές αντιλήψεις λόγω των δικών τους συμφερόντων.[5] Η Ιρένε, η ιδιοκτήτρια του τοπικού ξενοδοχείου, όταν συνάπτει συνεργασία με τον Κριστ, τον εκπρόσωπο της ιδιωτικής εταιρείας εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος, είναι σαφές πως κινείται με βάση το δικό της οικονομικό συμφέρον και όχι με γνώμονα μια ηθική της μη επέμβασης στο φυσικό χώρο. Αν η ακτιβιστική δράση του Κώστα απορρέει από την έγνοια του για την ψυχή των βουνών, η ωφελιμιστική οπτική της Ιρένε απορρέει από την έγνοια της για την ψυχή της επιχείρησης. Για την Ιρένε το διακύβευμα δεν είναι να μην μολυνθούν τα νερά του ποταμού, αλλά να μην χρεωκοπήσει η επιχείρησή της. Και αν η δημιουργία αιολικών πάρκων βιομηχανικού τύπου επηρεάσει τη βιοποικιλότητα κάτω από το βάρος βίαιων επεμβάσεων; Η Ιρένε αποφαίνεται: «Κι άμα φύγουν τα πουλιά από εδώ, σκασίλα μου, ας βρούνε κάποιον άλλον τόπο, τόσο δέντρα υπάρχουν» (σελ. 250).
Από μια οικοκριτική σκοπιά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κοσμοαντίληψη του Αυδίκου περί της τελικής επικράτησης της φύσης στην ανταγωνιστική σχέση μεταξύ ανθρώπινου και φυσικού παράγοντα. Τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού και της τεχνολογίας, μας λέει ο αφηγητής, αντί να συμφιλιώνουν τον άνθρωπο με τη φύση, τον οδηγούν σε εγωιστικές και αλαζονικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα ο βιότοπος του να απειλείται από την έκρηξη ενός φυσικού κακού. Δεν είναι μόνο τα δυστοπικά ζωγραφικά σκίτσα του Κώστα που προαναγγέλλουν ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, αλλά και το ότι το μυθιστόρημα προκρίνει σταθερά την αρχή της επικράτησης του ισχυρότερου, δηλαδή της φύσης, νοηματοδοτώντας μια σειρά γοητευτικά παράξενων φυσικών καταστροφών ως μέρος μιας συμπαντικής νομοτέλειας που επιβάλει την αποκατάσταση της τάξης. Από αυτή την άποψη, δεν προξενεί εντύπωση ούτε η εμφάνιση του μοτίβου της ανθρώπινης θυσίας που απαντάται και στο δημοτικό μας τραγούδι ούτε η κωδικοποίηση του σχήματος ύβρις-νέμεσις-τίσις που προέρχεται από την αρχαία γραμματεία. Επί παραδείγματι, το φράγμα που κατασκεύασαν οι άνθρωποι για να περιορίσουν τη φυσική ροή του Αράχθου φέρνει στο νου του αφηγητή, μέσω της συνειρμικής ροής της μνήμης, μια εικόνα εσχατολογικής κοπής, εκείνης της πρωτομηνιάς του Φλεβάρη όπου «το ποτάμι, η φύση έπαιρνε το αίμα της πίσω από τον άνθρωπο που τολμά να την υποτιμήσει» (σελ. 220), υπενθυμίζοντας ουσιαστικά την πανταχού παρουσία του κινδύνου.
Ο τρίτος καταλυτικός παράγοντας στην εξέλιξη της δράσης του μυθιστορήματος είναι το ερωτικό πάθος. Η αφήγηση χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη αίσθηση ερωτισμού και αρνητικών ερωτικών σχέσεων. Στην προκείμενη περίπτωση θα μας απασχολήσει η ερωτική συμπεριφορά του ενός εκ των τριών ζευγαριών, του Μάχου και της Αρσινόης. Οι δύο τραυματισμένοι ήρωες του αυτοκινητιστικού ατυχήματος δίνουν στο συγγραφέα την ευκαιρία να αναπτύξει ένα θέμα το οποίο δεν έχει απασχολήσει παρά ελάχιστα τη νεοελληνική λογοτεχνία: αναφέρομαι στο ζήτημα της σεξουαλικότητας στην αναπηρία. Στην αφήγηση ο Μάχος παρουσιάζεται καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο εξαιτίας της αδυναμίας εκτέλεσης κινητικών δραστηριοτήτων, ενώ η απώλεια της ομιλίας του στερεί την άμεση ανθρώπινη επικοινωνία, που υποκαθίσταται από άναρθρες κραυγές, σωματική παντομίμα και, αργότερα, από τη στοιχειώδη χρήση της νοηματικής γλώσσας. Από ένα σημείο και μετά, ωστόσο, η ηθική της ανάγνωσης καλεί τον αναγνώστη να αφήσει στην άκρη τον ενδεχόμενο οίκτο απέναντι στον ευάλωτο σωματικά, ακουστικά, ίσως και νοητικά, ήρωα, προκειμένου να τον αντιμετωπίσει ως ένα άτομο με ερωτικούς πόθους και σαρκικές επιθυμίες, οι οποίες εμφανίζονται απότομα αλλά ζητούν επιτακτικά την εκπλήρωσή τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ξύπνημα της ερωτικής επιθυμίας δεν προκαλείται από τη σύντροφό του, την Αρσινόη, αλλά από την όμορφη δασκάλα της νοηματικής γλώσσας, τη νεαρή Χαρά, φέρνοντας στο προσκήνιο τη σεξουαλική ζωτικότητα του Μάχου και μια ανεξέλεγκτη βιολογική ορμή που, καθώς σωματικοποιείται, προκαλεί τρόμο και υπονομεύει την κοινωνική του ένταξη.
Από ανάλογο ερωτικό πάθος βασανίζεται, όμως, και η Αρσινόη, κάνοντας τον αναγνώστη να απορεί πώς οι επαναλαμβανόμενες δηλώσεις αγάπης για τον Μάχο συνδυάζονται με την ερωτοτροπία της ηρωίδας με άλλους συντρόφους. Η αμφίθυμη συμπεριφορά της προοικονομείται από την αναφορά στη Θρακιώτισσα βασίλισσα Αρσινόη, αφού ο άστατος βίος της βασίλισσας, ως ιστορικό διακείμενο, προαναγγέλλει τις ερωτικές περιπέτειες της ηρωίδας. Ουσιαστικά, το ζήτημα που ανακύπτει εδώ δεν είναι αν η Αρσινόη τρέφει ειλικρινά αισθήματα απέναντι στο Μάχο, γεγονός αδιαμφισβήτητο, αλλά οι λόγοι που την οδηγούν, παρά τις αμφιταλαντεύσεις της, στο τέλος της αφήγησης να μείνει στο πλάι του συντρόφου της. Θα έλεγε κανείς ότι η τελική της απόφαση προκρίνει μια μορφή έλλογης αγάπης, άμεσα συνδεδεμένης με το καλό του Μάχου, με την ωφέλεια που προκαλεί η αγαπητική σχέση σε πρακτικό επίπεδο. Η λογικότητα της βούλησης την ωθεί να παραμείνει με τον Μάχο, καθώς υπερισχύει εκείνη η μορφή της αγάπης που είναι συνυφασμένη με την συμπόνια παρά με τον έρωτα. Κατά την άποψή μου, το είδος της αγάπης που τρέφει η Αρσινόη προς τον Μάχο είναι προβληματικό, μιας και οι ηθικοί κανόνες την καλούν να ενεργήσει με γνώμονα το καλό εκείνου που αγαπά με τρόπο που κλονίζει το ίδιο το βίωμα της αγάπης.[6] Αν η αγάπη, βέβαια, ορίζονταν με όρους ωφέλειας και μόνο, μια τέτοια θέση θα φάνταζε παράδοξη, αφού η Αρσινόη, κατά το κοινώς λεγόμενο, θυσιάζει τη ζωή της προς όφελος της ψυχοσυναισθηματικής και σωματικής ευημερίας του ήρωα.
Βιβλιογραφία
Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι, Εστία, Αθήνα 2023.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974 – 2017, Πόλις, Αθήνα 2018.
Αντώνης Χατζημωυσής, Αιδώς, Αγάπη, Αγωνία, Πατάκης, Αθήνα 2020.
Ulrich Beck, Ελευθερία ή καπιταλισμός. Συζητήσεις με τον Γιοχάνες Βιλς, μτφρ. Ελ. Αστερίου, Καστανιώτης, Αθήνα 2001.
Ulrich Beck, Κοινωνία της διακινδύνευσης: καθ’ οδόν προς μια άλλη νεωτερικότητα, μτφρ. Ηρ. Οικονόμου, Πεδίο, Αθήνα 2015.
Martha C. Nussbaum, Δικαιοσύνη για τα ζώα. Η συλλογική μας ευθύνη, μτφρ. Αθ. Αναγνωστόπουλος, Νεφ. Κατσαφούρου & Αζ. Καραμανλίδης, Κάτοπτρο, Αθήνα 2023.
[1] Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι, Εστία, Αθήνα 2023.
[2] Για μια συνολική θεώρηση του πεζογραφικού έργου του Ευάγγελου Αυδίκου βλ. ενδεικτικά Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974 – 2017, Πόλις, Αθήνα 2018, σελ. 447-448, 779-780.
[3] Για μια ευρύτερη προσέγγιση της ηθικής σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα βλ. Martha C. Nussbaum, Δικαιοσύνη για τα ζώα. Η συλλογική μας ευθύνη, μτφρ. Αθ. Αναγνωστόπουλος, Νεφ. Κατσαφούρου & Αζ. Καραμανλίδης, Κάτοπτρο, Αθήνα 2023.
[4] Η πιο χαρακτηριστική ίσως αναφορά επί του θέματος γίνεται από την ηρωίδα Αρσινόη, η οποία θυμάται την έκπληξη που της προκάλεσε το δίστιχο της Σαπφώς για την ομορφιά και την αρετή: «Ο όμορφος είναι όμορφος όσο μπροστά σου στέκει. Μα ο αγαθός είν’ όμορφος κι αργότερα και πάντα» (Δρολάπι, ό.π., σελ. 22-23).
[5] Ulrich Beck, Κοινωνία της διακινδύνευσης: καθ’ οδόν προς μια άλλη νεωτερικότητα, μτφρ. Ηρ. Οικονόμου, Πεδίο, Αθήνα 2015, όπως και του ίδιου, Ελευθερία ή καπιταλισμός. Συζητήσεις με τον Γιοχάνες Βιλς, μτφρ. Ελ. Αστερίου, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σελ. 88-215.
[6] Για τη σχέση της αγάπης με την ηθική όσο και για τις διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τον ορισμό της αγάπης βλ. Αντώνης Χατζημωυσής, Αιδώς, Αγάπη, Αγωνία, Πατάκης, Αθήνα 2020.
Φωτογραφία: Με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Σπύρου και τον δημοσιογράφο Αντρέα Ρίζο στο καφενείο Μόκα, Καλλιδρομίου , Αθήνα, 2019).