Ευάγγελος Αυδίκος | Το πουλί μου, διήγημα
Η αδελφή της έγινε φορτική. Δεν χάθηκε ο κόσμος. Χωρισμός είναι, όχι θάνατος. Το μόνο που απομένει είναι να βάλεις μαύρες πλερέζες, να πηγαίνεις στο κενοτάφιο των άδοξων ερώτων, να το ποτίζεις με τα δάκρυα μιας πληγωμένης καρδιάς. Ίσως να συγκινηθεί κάποιος τηλεσκηνοθέτης, να το μεταφέρει σε συνέχειες στη μικρή οθόνη. Καημενούλα μου…
-Μη με λες, καημενούλα. Την πείραζε που η λέξη έγινε μπούμερανγκ. Μ’ αυτήν κοπανούσε, στα μικράτα τους, την μικρότερη αδελφή της κάθε μέρα. τα είχε φορτώσει όλα στον κόκορα, στο σχολείο, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει ,αναζητούσε τη ξεχασμένη σχολική της τσάντα σε κάποια από τα καφέ που σύχναζε μετά το σχόλασμα. Ήταν ικανοποιημένη με ένα πέντε στις σπουδές της, αδιαφορούσε να κάνει κομπόδεμα. Φλέρταρε συνεχώς και πετάριζε με μοναδική ευκολία από αρσενικό σε αρσενικό. Είσαι άνοιωθη, δεν σκέφτεσαι. Ζω το παρόν, το μέλλον δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μου, της απαντούσε με πείσμα η μικρή. Μαζεύω γύρη από τα χαϊδέματα, , να φτιάξω μέλι, είναι το μόνο που αποθηκεύω στη δική μου τράπεζα. Της έβγαζε τη γλώσσα κι άνοιγε την πόρτα του οικογενειακού σπιτιού, αφήνοντας στο σαλόνι το δυνατό άρωμα, που ήταν το διαβατήριό της. όπου κι αν πήγαινε.
-Καημενούλα μου, έχεις ρέψει. Ποιος θα σε προσέξει έτσι που έγινε το δέρμα σου. Χνούδιασες, καημενούλα, Έβγαλες εξανθήματα στο πρόσωπο , στο κορμί σου. Ο έρπητας σου λείπει. Κρίμα τα νιάτα σου.
Να μια άλλη φράση που τη μάτωνε. Έγινε κι αυτή μπούμερανγκ. Την έλεγε για τη μικρή, που έβγαλε από το κουτί της μνήμης όσα της έσερνε τόσα χρόνια. Χωρίς να κουνάει το δάχτυλο, αυτό το έκανε η ίδια. Η μικρή δοκίμαζε τις αντοχές της μεγάλης. Λόγια που είχαν και μια δόση τρυφερότητας για την ερωτική απελπισία.
-Κοίτα πού θα σε πάω. Η μικρή άφησε μπροστά της ένα απόκομμα αγγελιών από απογευματινή εφημερίδα. Είχε αφήσει την κόρη στον παιδικό σταθμό, φρόντισα να πάρω γονική άδεια. Το μειδίαμα ίσα που διακρινόταν στην άκρη των χειλιών της.
-Εισβάλλεις στο σπίτι μου, είμαι με την τσίμπλα στο μάτι και μου πετάς ένα απόκομμα. Περί τίνος πρόκειται;
-Αγγελία του Ιδρύματος για την Αποκατάσταση Σιτεμένων Κορασίδων. Θα μπορούσα να προσθέσω «Κορασίδων της Ιατρικής. Το κάνω χάριν ευφωνίας και ευγενείας.
Η μικρή είχε γίνει επιθετική τον τελευταίο καιρό. Δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί. Έκανε ξαφνικές επισκέψεις, ήξερε την ώρα που σηκωνόταν από το κρεβάτι. Έβαζε τα φυτίλια της και έφευγε , χωρίς προειδοποίηση, άκουγε μόνο τον ήχο της πόρτας που έκλεινε, την ώρα που ετοίμαζε πρωινό αλλά και το τσάι της μικρής.
-Αυτή τη φορά δεν θα σου κάνω τη χάρη να φύγω. Θα μείνω. Ρίξε μια ματιά στο απόκομμα. Ύψωσε τον τόνο της φωνής της η μικρή. Τελείωσαν οι δικαιολογίες. Έχω ήδη κλείσει ραντεβού με την κυρία στον Πειραιά.
Στάθηκε άφωνη μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας. Ακούμπησε τα χέρια στον νεροχύτη, ο καφές ξεχείλισε, ένα μικρό ρυάκι σχηματίστηκε, που έπεσε στο πλακάκι. Δεν είχε όρεξη ούτε να βιαστεί να σκουπίσει την κηλίδα. Η αδελφή της την κατηγορούσε υστερική με τον πανικό που την έπιανε οσάκις κάτι πήγαινε στραβά.
-Καημενούλα μου, δεν θα ξεφύγεις. Η μικρή κουνούσε το δάχτυλο, ήξερε ότι το μεγάλο όπλο της ήταν η επιμονή, δεν την είχε αφήσει σε χλωρό κλαρί το τελευταίο εξάμηνο. Κι εκεί που νόμιζε πως κουράστηκε από τις προφάσεις και τη ματαίωση όσων πρωτοβουλιών έπαιρνε, η μικρή επανερχόταν με μεγαλύτερη σφοδρότητα στην απόφαση να την αποκαταστήσει.
-Τα γραφεία συνοικεσίων έχουν ξεπεραστεί. Τα λόγια της υποτονικά. Το βλέμμα της πλανήθηκε στους αγουροξυπνημένους, φασκιωμένους πολίτες, η πρόβλεψη της μετεωρολογικής υπηρεσίας για μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας επαληθεύτηκε. Θα βρω μόνη μου σύντροφο, έτσι όπως τον θέλω.
-Πέρασαν πέντε χρόνια από την ημέρα που χώρισες. Πόσοι άντρες διάβηκαν το κατώφλι του σπιτιού σου; Κανείς. Κάνω λάθος;
-Είμαι απασχολημένη στο ιατρείο, εργάζομαι νύχτα μέρα, έχει αυξηθεί η πελατεία.
-Μαγκούφιασες, κυρά γιατρέσσα. Θα μείνεις με συντροφιά μόνο τον ιατρικό εξοπλισμό. Καημενούλα μου…
-Θέλω να ερωτευθώ, μικρή.
-Φοβάσαι, καημενούλα. Σταφιδιάζεις και αφήνεις τη ζωή να γλιστράει μέσα από τα χέρια σου. Λίγα χρόνια ακόμη και θα κάνεις τα σαράντα στα στήθη σου, στα χείλη, στο κορμί σου. Θα σε έχει αποχαιρετήσει το ερωτικό ρίγος.
-Θέλω άλλον τρόπο, όχι το γραφείο συνοικεσίων.
-Κοίτα τον εαυτό σου κατάματα στον καθρέφτη. Σε έκανα μέλος σε διάφορες ομάδες γνωριμιών. Έβαλα την καλύτερη φωτογραφία σου, κουράστηκα να πετύχω μιαν ερωτική πρόκληση στο βλέμμα. Τα μηνύματα πολλά, σου έκλεισα ραντεβού, εσύ τα αγνόησες όλα.
-Εκείνο τον καιρό παρακολουθούσα ένα μεταπτυχιακό για την τεχνητή νοημοσύνη στις ιατρικές εφαρμογές. Δεν είχα χρόνο.
-Θα σου κάνω το χατίρι. Τα λόγια βγήκαν από το στόμα της ξέπνοα.
-Yes!!! Το πρόσωπο της μικρής φωτίστηκε.
Από το τραπέζι πήρε το απόκομμα της εφημερίδας , βημάτισε, με πλάτη στη μικρή, προς το σαλόνι. Μειδίασε. Η κυρία στο γραφείο συνοικεσίων αποδείχτηκε αξιόπιστη. Δεν αποκάλυψε την επίσκεψή της και τη συμπλήρωση της αίτησης. Χθες βράδυ της έστειλε στο μέσσεντζερ την περίπτωση του ανώτερου τραπεζικού στελέχους με πολλά προσόντα. Έριξε μια ματιά στο απόκομμα, ο κωδικός και η περιγραφή ήταν ακριβώς ίδια.
Επιστρέφει στην κουζίνα. Χαίρεται που η μικρή έχει θριαμβικό χαμόγελο.
-Έχεις δίκιο, αδελφούλα. Τηλεφώνησε εσύ για τον κύριο στην αγγελία, κλείσε μου ένα ραντεβού, το συντομότερο.
Το χαμόγελο της μικρής έφτασε ως τα αυτιά. Σε δέκα λεπτά ακούστηκε ο ήχος του σταθερού. ήταν ο ανώτερος τραπεζικός. Η μικρή χάιδεψε τρυφερά , με το βλέμμα, την αδελφή της, η οποία ρύθμιζε τις λεπτομέρειες της συνάντησης.
Τόπος του πρώτου ραντεβού ορίζεται το Καβούρι, συμφώνησαν και οι δύο για τον τόπο . Το ιατρείο της ήταν στην Άνω Γλυφάδα, ο τραπεζικός ζούσε στα βόρεια προάστια. Όμως, δούλευε στο κεντρικό κατάστημα της Αθήνας, δεν είχε αντίρρηση για το Καβούρι, τον διευκόλυνε να συνδυάσει τη συνάντηση με ένα γεύμα εργασίας με μεγαλοεπιχειρηματία πελάτη, στη Βουλιαγμένη.
Το Καβούρι ήταν ονειρικό. Το χνάρια του γερμανικού πολυβολείου, στον βράχο μες τη θάλασσα, ενίσχυσαν τις αναστολές για την αντάμωση μ’ έναν άγνωστο, καλοστεκούμενο βέβαια, περί τα πενήντα πέντε, με βαμμένο διακριτικά το μαλλί , στο μέτωπο η πτώση των μαλλιών είχε διαμορφώσει δύο αυλάκια.
Περπατούσαν στον πλακοστρωμένο δρόμο, ελάχιστος ο κόσμος, ο αέρας ελαφρύς αλλά γινόταν αισθητός. Η ίδια ζήτησε να περπατήσουν δίπλα δίπλα για κάποια ώρα, πριν να βρουν ένα ήσυχο ταβερνάκι. Ήταν βίτσιο της, το ίδιο έκανε με κάθε νέα γνωριμία, ερωτική ή μη. Πίστευε στην εσωτερική ενέργεια των σωμάτων. Κουραφέξαλα, σχολίαζε η μικρή, αλλού δοκιμάζονται τα σώματα. Μολοταύτα , αυτή είχε εμπιστοσύνη στο ένστικτο του σώματός της. Διυλίζεις τον κώνωπα…., το ’μαθες αυτό στο σχολείο, έτσι δεν είναι γιατρέσσα;
Αρρενωπός ήταν, κορμί εφηβικό. Χωρισμένος, παντρεύτηκε την τράπεζα, ο φοιτητικός του έρωτας έγινε γυναίκα του, όμως τον βομβάρδιζε συνέχεια ώσπου τον παράτησε σύξυλο για κάποιον άλλο. ήταν ερωτευμένη μ’ αυτόν, αυτά τα λόγια άφησε πίσω της, καθώς του ανακοίνωνε την απόφασή της.
Ψηλός και γοητευτικός, χωρίς περιττά κιλά. Όμως, ένιωθε το σώμα της να μην υπακούει στη βούλησή της. Αισθανόταν να ορθώνεται ένας τοίχος με αρνητική ενέργεια ανάμεσά τους. Περίεργο. Θα’ναι που ξεσυνήθισε να βρίσκεται στο πλευρό ανδρών, οι οποίοι μπορούσαν να εξελιχθούν σε εραστές της. Είχε ξεχάσει να συντονίζει τα βήματά της με τα δικά τους. Τα τακούνια της δεν συνέκλιναν, δεν τη βοηθούσαν να κρατηθεί κοντά του, να αγγίξουν τα μπράτσα τους, το ένα το άλλο.
Η ταβέρνα δεν είχε κόσμο, μόνοι τους στην αυλή, διάλεξε μια κούρμπα , να μην υπάρχει οπτική επαφή με τους ιδιοκτήτες. Παράγγειλε και του πουλιού το γάλα, κόμπιασε που δεν τη ρώτησε, αυτό το κρασί πίνω στις επαγγελματικές μου συναντήσεις, έχω αποκτήσει ισχυρή γευσιγνωσία. Είπε.
Το βλέμμα του διεισδυτικό, της φαινόταν λαίμαργο, ένιωθε άβολα Χρειαζόταν πιο χαλαρούς ρυθμούς. Μα το πιο πολύ την ενοχλούσε που μονοπωλούσε τη συζήτηση, δεν έκλεισε ούτε μια στιγμή για τη δουλειά του, τις σπουδαίες γνωριμίες του. Όμως, της άρεσε. Ήταν όμορφος, πανάθεμά τον, ο πρώην της ήταν σιωπηλός, προτιμούσε τη δράση. Ετούτος εδώ φαινόταν έμπειρος, συγχωρούσε τη φλυαρία του, ίσως να είναι από αμηχανία, σκεφτόταν.
-Οι καλοί λογαριασμοί χτίζουν εξαρχής στέρεα θεμέλια. Σε κάθε σχέση. Είχε σηκωθεί όρθιος, αναμέρισε τα πιάτα, καθάρισε το τραπέζι από τα τρίμματα και έβγαλε από την τσάντα του έναν κίτρινο φάκελο. Τον άνοιξε κι έβγαλε ένα μικρότερο φάκελο. Η βίλα μου στα βόρεια προάστια, η πενηντάρα πισίνα, ο σταύλος με τα δύο άλογά μου. Άπλωσε τις φωτογραφίες μπροστά της. Τις μάζεψε μετά από πέντε λεπτά, Αφού πρώτα ανιστόρησε διάφορα περιστατικά, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον πελεκάνο που έφτιαξε τη βίλα και ό,τι πέτρινο υπήρχε στο κτήμα του. Ακολούθησαν οι φωτογραφίες με το εσωτερικό του σπιτιού: τα σαλόνια, οι βεράντες, τα υπνοδωμάτια, το μπαρ, η συλλογή με δίσκους.
-Θα είσαι βασίλισσα στον δικό μου χώρο. Δίπλα μου. Την κολάκεψαν τα λόγια του.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα λόγια του και ακολούθησε άλλος φάκελος με τα τρία αυτοκίνητά του. Ένα μικρό για την πόλη και δύο υπερπολυτελή, το δεύτερο εντυπωσιακό τζιπ, θα το έχουμε για τα Σαββατοκύριακα που θα περνάμε στον Παρνασσό, στο αγροτικό εξοχικό. Απορούσε με τον πλούτο. Πώς αυτός ο άνθρωπος, ο δοτικός, δεν είχε στεριώσει σε μια σχέση; Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε στο γραφείο συνοικεσίων;
-Τρομάζουν οι γυναίκες μαζί μου, με θεωρούν λοξό με όσα τους δείχνω. Κατανοώ τον τρόπο που με κοιτάς, αγαπητή μου. Θέλω να είμαι διάφανος, ίσως μ’ έκανε έτσι η εργασία μου. Έμαθα να ελέγχω τα αισθήματά μου, όλα στηρίζονται σε μια σχέση τραπεζικής πίστης. Και οι δύο συμβαλλόμενοι οφείλουν να γνωρίζουν τους όρους του συμβολαίου.
Η αρχική εύθυμη διάθεσή της μετατράπηκε σε απορία, μάλλον σε σύγχυση.
-Ήρθε η ώρα για την υπογραφή του συμβολαίου μας, η οποία θα το καταστήσει αξιόπιστο.
Διάπλατο το χαμόγελο στα χείλη του, η αυτοπεποίθηση ξεχείλιζε από κάθε πόρο του σώματός του. Έβγαλε από τον κίτρινο φάκελο μια φωτογραφία μεγάλου μεγέθους, την κράτησε για ένα λεπτό στα χέρια του, αμέσως μετά την ακούμπησε μπροστά της, με ύφος Μεγάλου Ναπολέοντος.
Σκύβει στο τραπέζι, τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες. Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν το αντικείμενο στη φωτογραφία.
-Τι είναι αυτό; Το βλέμμα της εναλλασσόταν ανάμεσα στη φωτογραφία και τον τραπεζικό.
-Το πουλί μου. Η σφραγίδα του συμβολαίου μας που σου έλεγα.
Σηκώθηκε όρθια, δεν απάντεχε να της συμβεί κάτι τέτοιο. Έσπρωξε με βία τη φωτογραφία προς το μέρος του, γλίστρησε από το τραπέζι, με τη φόρα που είχε έπεσε στο χωμάτινο στρώμα της αυλής. Ο τραπεζικός την κοίταζε άφωνος.
-Πώς τόλμησες να το κάνεις;
-Σου εξήγησα, είναι η σφραγίδα του συμβολαίου μας. Είμαι μάχιμος. Χωρίς αυτό, το συμβόλαιο είναι λευκό.
Παραπατώντας βγήκε στον δρόμο, ευτυχώς σταμάτησε αμέσως το πρώτο ταξί.