Αλέξανδρος Δεδιλιάρης
ΑΝΑΒΡΑ
Πάντα έτσι ήταν τούτο το τοπίο;
Σαν πιο όμορφο να το θυμόμουν.
Παιδιά να παίζουνε στις ρεματιές,
γριές να σκάβουνε στον λαχανόκηπο,
ν’ ανθίζει μες στην ευωδιά
κάθε λογής λουλούδι.
Η ύπαιθρος μυστήριο άυλο.
Περίμενα κάθε άνοιξη τα χελιδόνια.
Έβλεπα το βουνό και μετρούσα πρόβατα.
Τώρα μετρώ αυτοκίνητα,
κι ας μη μοιάζουν μεταξύ τους.
Τι να πουν κι οι χωριανοί;
Πιο πολλοί κοιμούνται στο νεκροταφείο,
παρά στο σπίτι τους.
Ο οδηγός των θυμησών δεν έχει χάρτη.
Ξεθωριασμένες εικόνες του κάλλους
που τρεμοσβήνουν μέσα στη χρονικότητα.
3 ΧΑΪΚΟΥ
1.
Πώς να χωρέσουν
για σένα όσα νιώθω
σε τρεις αράδες;
2.
Και με σαπούνι
το χέρι των σκαφτιάδων
μυρίζει χώμα.
3.
Έχε το νου σου
στον τοίχο πίσω σου
που κρυφακούει!
ΑΙΘΕΡΙΑ ΣΑΡΚΑ
Προβάλλεις μπρος στα μάτια μου ως ονειροφερμένη
και θέλγομαι ο καρδιακός από την εξωτιά σου
σαν ιερό θυμίαμα. Η γλώσσα μου σαλεύει,
με μύρια μύρα ποτιστός να πίνω στην υγειά σου!
Κι αν μέσα σ’ όνειρο στρεβλό πετώ σ’ ουράνιο σύμπαν
και την αιθέρια σάρκα σου χυμάω να αισθανθώ,
ο Απόλλων με τη Μούσα του προτού σ’ αγγίξω μου είπαν:
«πιάσε τη λύρα μουσικέ και άσε τον ανθό.»