Αναστάσιος Μάριος Μιχαηλίδης
13η Μαίου
13 Μαίου, θυμάμαι που ήσουν εδώ
Ήσουν το ταξίδι που τόσο επιθυμούσε η ψυχή μου χωρίς να το γνωρίζει
Φύλλα πασχαλιάς έπεσαν στον κήπο της μοναξιάς μου
Στα πασίχαρα χείλη σου κυλούσε κρασί μεθυσμένο από την ομορφιά σου
Το μαύρο κελάηδα μου το μετέτρεψες στην πιο γλυκιά μελωδία της άνοιξης
Άφησα τα δίχτυα της καρδιάς μου να χαθούν μέσα στον ωκεανό των ματιών σου
Πάλεψα με τα κύματα της ψυχής μου,
Διέσχισα τα ερέβη του βυθού
Για να βρω το φως
Από τους φλεγόμενους πυρσούς των εξόριστων ματιών σου
Τα πουλιά της νύχτας σκάβουν βαθιά στην άμμο
Και θάβουν τα άστρα που έκλεψαν από τον ουρανό
Σαν φτάσω στην ακτή,
Σε μια φελούκα βυθισμένος και με μιαν υπόσχεση στα χείλη
Θα ξεθάψω τα κλεμμένα άστρα
Και θα τα περάσω στα μαλλιά σου
Για να λάμπεις πάντοτε
Από το φως της αγάπης μου.
Εναστρη Νύχτα
Πήρα της πρωινής δροσιάς το μονοπάτι
Μεθυσμένος απ’ τα πολλά φιλιά
Τα θλιμμένα μάτια μου βρήκαν να κουρνιάσουν στο χαμόγελο σου
Τα χέρια μου σαν αλυσοδεμένα περιστέρια
Καρτερούν την παρουσία σου
Σαν σε κοιτάζω το αίμα τρέχει αστείρευτο στη σαβανωμένη μου καρδιά
Μια γλυκιά δαγκωματιά στα χείλη, ποτισμένη με φύλλα από το βαθύ μου φθινόπωρο
Τριγυρνώ σε κάθε βουνό και μαζεύω άνθη για σένα
Φύλαξε την καρδιά μου στο στήθος σου
Πέτα με την ελευθερία μου στα φτερά σου
Εκεί που στέκεσαι κορίτσι μου
Αέρινη σαν κρίνο μοναχικό
Λάμψε έναστρη νύχτα μου
Και δείξε μου το δρόμο της αγάπης..
Νεράιδα των νερών
Σε βρήκα την άνοιξη στη λίμνη
Γυμνή, με τα μαλλιά σου ξέπλεκα,
Και το φεγγάρι να σε ντύνει
Με το φως του σαν εραστής.
Το νερό χάιδευε τους μηρούς σου
Ένα ψάρι φιλούσε το δέρμα σου
Κι εγώ, άνεμος τρελός
Σου ψιθύρισα: « αγάπη μου»
Κι εσύ ξύπνησες!
Τα στήθη σου τρεμόπαιζαν
Σαν κύματα μικρά
Οι βράχοι σε κράτησαν στην αγκαλιά τους
Κι εγώ, διψασμένος
Γύρεψα να σε πιω.
Ας προσευχηθούμε αγάπη μου
Στις νύμφες των ποταμών
Να μας κρατήσουν ενωμένους
Για να πλέουμε μαζί
Πάνω στ’ αλμυρά νερά.
Σιωπηλός αποχαιρετισμός
Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα;
Καθίσαμε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης
Τα φώτα καθρεφτίζονταν στο νερό
Κι ο κόσμος γύρω μας έσβηνε
Ώσπου μείναμε μόνοι
Ήμασταν σιωπηλοί
Καθώς πλησίαζε η ώρα του αποχαιρετισμού
Μόνο κοιτούσαμε –
Το λιμάνι, τη θάλασσα, ο ένας τον άλλο.
Τότε κατάλαβα:
Εδώ θα σε βρίσκω πάντα.
Χαμένες ελπίδες
Εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ
Ο αέρας μύριζε αλμύρα
Τα φώτα της Θεσσαλονίκης
Χάνονταν στα κύματα της θάλασσας
Το ελαφρύ αεράκι έγλυφε τα μαλλιά μου
Το σκοτάδι απλωνόταν γύρω μας
«Έχω ένα κερί» είπες,
Βγάζοντας το από την τσάντα σου
«Τι λες; Το ανάβουμε;»
Μάταια…
Έσβηνε, μαζί με τις ελπίδες εκείνου του καλοκαιριού
Σ’ έπιασα από το χέρι και σηκωθήκαμε
Τα κύματα συνέχιζαν το χορό τους
Όσο εμείς απομακρυνόμασταν…