Αντωνία Απέργη
Ο ύπνος ενός δέντρου
Επιστρέφουν οι μέρες σαν υλοτόμοι
κατεβαίνουν στους λόφους μ’ αρβύλες
κι ένα τσεκούρι τον ώμο βαραίνει.
Ξαποσταίνουν στις όχθες του ύπνου.
Το φεγγάρι γλιστρά απ’ τις λεύκες
στα μαλλιά τους οργώνει παλίρροιες.
Μ’ ορμή και τρυφερότητα
σαλεύουνε κλαδιά και φύλλα —
όλες τις κίσσες απ’ το δέρμα τους τινάζουν.
Μοιάζει με στέπα αλλόκοτη ο ύπνος.
Μα η μέρα γνέφει στο τσεκούρι.
Frozen
Τα δάχτυλά μου πάγωσαν στο σιδερένιο κιγκλίδωμα.
Τα βλέφαρά σου εξόρισαν το φως της μέρας.
Στέκομαι εδώ, να σε κοιτώ
στο στήθος να κρατάς ανθό από μάρμαρο
σε κήπους από χιόνι να βαδίζεις.
Το βήμα σου ακολουθώ — η τροχιά σου μυρίζει λιβάνι.
Γίνεσαι ομίχλη και βροχή κι εξαχνώνεσαι μέσα στους πάγους.
Χτυπώ ολόκληρη σαν μια ζεστή καρδιά λατομείου.
Βουτάμε αργά στη μουσική.
Τώρα οι δίνες κοπάζουν.
Τώρα το φως τρύπα γλυκά τα πρόσωπά μας —
σαν ένα συρμάτινο χάδι.
Η Ορφέας
Άνοιξε γυάλινη ρωγμή στη μέση του Γενάρη.
Μες στην ομίχλη σε κοιτώ να χάνεσαι.
Γύρω σου σμήνη περιστέρια —
κάθε ράμφος και φύλλο δυόσμου.
Το χνάρι σου ακολουθώ μες στο χωράφι του Άδη.
Σφίγγω στα δάχτυλα το σκουριασμένο σίδερο
που ήτανε κάποτε χορδή.
Τρέχουν τα δευτερόλεπτα σαν μάτια
—οι πέτρες στάζουν υδράργυρο—
κι εγώ λαχάνιασμα πνιχτό μες στο σκοτάδι
μέχρι το χέρι μου ν’ αγγίξει το δικό σου.
Κάτι ανάμεσα σε γυναίκα και δέντρο
Πέρα απ’ τα παγωμένα δάση
έστεκες δέντρο σιωπηλό —
εσύ που ήσουν κάποτε γυναίκα
χέρια ανοιγμένα στους ουρανούς
μια δέηση από φωτιά.
Τώρα η προσευχή σου θηρεύει τους πάγους
λάστιχα πλαστικά σε κυκλώνουν
—μοιάζουν με ρίζες μπερδεμένες—
φέρνουν νερό απ’ τις πηγές
—ο δρόμος το στερεύει.
Εσύ ντύνεσαι πάλι γυναίκα
σε λατομεία μαύρου βάλτου ταξιδεύεις
νεύρα σπασμένα — και κλαδιά
μια γεύση υδραργύρου στις κλειδώσεις.
Μόνη σου θύμηση το αφράτο χιόνι.
Ευχή
Σε λίγο πέφτει το τσεκούρι
σαν άστρο απ’ τον ουρανό.