Δέσποινα Ντάση
«Γιατί δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά»
Στην Emily Dickinson, μα όχι μόνο·
Γνωρίζω κάποιες ποιήτριες που έγιναν πεταλούδες
μες σε στενά δωμάτια χτυπήσαν τα φτερά τους
με όλη τους τη δύναμη, μέχρι που τέλος σπάσαν,
κάηκανε τα χρόνια τους σε κάποιας λάμπας φως·
Και έτσι τις βρήκε το πρωί — ξεψυχισμένες,
ανάμεσα στα ποιήματα που μπόρεσαν να γράψουν
και σε όλα εκείνα που ήθελαν να γράψουνε αλλιώς.
Via Lactea
Απ’ τους μαστούς του σύμπαντος θήλασα
του γαλαξία το γάλα.
Δεν είχα μητέρα
δεν είχα πατέρα
μονάχα ένα δωμάτιο γαλάζιο
που θύμιζε τα μάτια του Θεού.
Εσύ με έμαθες να μεγαλώνω
με έναν τρόπο βίαιο,
να ωριμάζω γρήγορα
πολύ πριν έρθει η ώρα μου
στο χώμα να πέφτω σαν φρούτο,
ενώ πόσο θα ήθελα
να μ’ έκοβαν τα χέρια σου.
Έρημε,
άγονε πρόγονε,
στίγμα δεν μου έδωσες
το στήθος σου
να βρω, να ακουμπήσω
και οι παλμοί σου μου έλειψαν.
πες μου αλήθεια,
υπήρξες;
Μάνα δεν ήμουν
κόρη δεν ήμουν
σύζυγος δεν ―
και όμως υπέμεινα
υπάκουσα
ύφανα υποσχέσεις,
με όλα τα oνόματα σε φώναξα
για να σε βρω στο πλήθος
με τόσα σώματα κοιμήθηκα
μ’ ακόμα δεν σε βρήκα.
Τριαντατρία χρόνια μετά
μονάχα το γαλάζιο αναγνωρίζω,
εκείνο που με ανέθρεψε,
εκείνο που με ξέρει,
που κολυμπάω αντίθετα
να φτάσω στην πηγή του.
Δίχως νήμα
Σ’ αυτήν την σπείρα ― λαβύρινθος είναι ―
μονάχος μπαίνεις
δίχως νήμα
γνωρίζοντας τον κίνδυνο της μη επιστροφής
γνωρίζοντας την μοναξιά που κρύβει στον πυρήνα
αφού ούτε Μινώταυρος υπάρχει
ούτε κανείς
τον εαυτό σου μόνο θ’ αντικρίσεις·
Και η φωνή μιας Αριάδνης που χρόνια τώρα αναζητείς
είναι η βαθιά ανάγκη σου, στο τέλος τής διαδρομής,
κάποιος με χέρια ανοιχτά να σε προσμένει.
Γυάλινη πόλη
Μέσα στη γυάλινη σφαίρα στέκει για χρόνια μια πόλη
που μπάζει απ΄ τα παράθυρα νερά και από τις πόρτες χιόνι,
ήλιο δεν έχει και κανείς δεν βρίσκει το φεγγάρι ―
άγνωστο αν είχε κάποτε και αν κάποιος τα έχει πάρει.
Οι κάτοικοι δεν βγαίνουν απ’ τα σπίτια τους ποτέ,
δεν έχουνε ονόματα, θαρρώ πως δεν γνωρίζονται
και είναι τα μάτια τους θολά, γεμάτα υγρασία.
Στη γυάλινη πόλη τα βράδια
επικρατεί μία απόκοσμη ησυχία…
Ακούς μόνο το τρίξιμο στα ξύλινα πατώματα
κάθε φορά που η μοναξιά ψάχνει ν’ αλλάξει σώματα.
Άνοδος
Mother, i’ll never wake up from him,
i have already traveled too far.
― Hades, Cecilia Woloch
Περσεφόνη, τη μέρα που έφυγες
έκοψα τα τελευταία άνθη,
στεφάνι έπλεξα
για να μαδώ τα πεταλά του
για να μετράω τις εποχές·
Εδώ είναι η γη της προσμονής
της στείρας πέτρας τόπος
της απουσίας η έρημος ―
Πόσο ακόμα αργείς;