Γαρουφαλιά Στέτου
Η ζωή
Γι’ αυτό σου λέω, η ζωή πέρασε και δεν την πρόλαβες. Ήταν εκεί στο παράθυρο, έμενε να κοιτάζει έξω, ώσπου πήδηξε. Δεν την πρόλαβες.
Σου είπα να τρέξεις, να τρέχεις πίσω της. Σου είπα.
Η ζωή έγινε χαλκομανία εκεί στην πυλωτή παρέα με τις παραταϊσμένες γάτες.
Η ζωή ανάμεσα σε σταματημένα αμάξια, αιμόφυρτη. Σου ξέφυγε.
Παραμίλησες μα εκείνη δεν άκουσε, μόνο βαριανάσαινε, εκεί στο ΝΑ παράθυρο, ακουμπισμένη με τους αγκώνες της στο περβάζι ανάμεσα σε γλάστρες. Μύριζε γιασεμί και μαραμένα τριαντάφυλλα. Μύριζε περίεργα σαν κάτι από ανάμνηση εξοχής.
Η ζωή έτριζε τα δόντια της κάνοντας θόρυβο, ομολογώ με εκνεύριζε ώσπου να έρθεις. Φορούσε ένα φούτερ γκρι με κουκούλα και θύμιζε 22χρονη κοπέλα. Γελούσε δυνατά και φτερνιζόταν.
Δεν την πρόλαβες, δεν έτρεξες σου είπα να τρέχεις. Πάει την έχασες
Ξεχάστηκες κάπου ανάμεσα σε βαριά βήματα και γόπες. Εκεί κάπου.
Η ζωή οριζοντίως και καθέτως σε αναμονή για σένα μα δεν φάνηκες.
Δε φάνηκες ούτε τώρα που σε περίμενε με προσμονή.
Τώρα διάκενο, μηρυκασμός και μιλκσέικ μπανάνα.
Τώρα φαστ φουντ και λιπαρά. Τώρα νετφλιξ και ο καλός θεούλης θα σε φυλάνε.
Γιατί η ζωή δεν υπάρχει πια έγινε και αυτή κάτι να μασουλάς.
Εσύ και οι γάτες της πυλωτής.
Θα έχω φύγει…
Θα έχω φύγει όταν η ζάχαρη γίνει σκόνη, όταν η σκόνη γίνει θυμιατό και όταν τα κάρβουνα είναι βρώσιμα.
Θα φύγω από εδώ, από πάντα το λέω. Από όταν με θυμάμαι σαν ασύμβατο κομμάτι παζλ που στριμώχνεις στις εγκοπές.
Θα φύγω μιας και δεν ταιριάζω, ή μήπως δεν φεύγω για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Άβυσσος το μυαλό του καθενός και το δικό μου μια γούρνα που κυλιέμαι και περπατάω με τα χέρια, όπως έκανα μικρή στο προαύλιο.
Θα φύγω γιατί ποτέ δεν ήμουν καλή στο ποδόσφαιρο.
Από εδώ φεύγω γιατί η ζωή μου μοιάζει με τέτοιον αγώνα, σχολικό
Θα έχω φύγει όταν χτυπήσει το κουδούνι για τα κοινόχρηστα. Γιατί τα λεφτά τελείωσαν.
Μαζί με τα λεφτά που φεύγουν σαν νερό, τρέχω κι εγώ σα χαλασμένη βρύση, στάζω μειπλ σιροπ και ροδόνερο. Είμαι άλμη για το κορμί μου, έτσι το συντηρώ.
Φεύγω όταν χτυπάει το ξυπνητήρι, κάθε μέρα που πέφτω σαν κούτσουρο.
Φεύγω όταν κλείσουν τα στόρια στις αποθήκες. Φεύγω από το ένα μέρος στο άλλο.
Θα έχω φύγει καιρό πριν μια λέξη να έχει την ίδια σημασία για όλους.
Θέλω να φύγω πριν γίνουμε όλοι πολτός.
Θέλω να λείπω τότε.
Όταν το τώρα
Γίνει χθες.
10 παρά τέταρτο
Οι γρίλιες λευκές, σα ρυζόχαρτο, το μπλε τις φωτίζει. Αστερισμούς δεν βλέπω πια, μόνο ζώνες από φώτα του δρόμου.
Ακούω βουητό από το ένα αυτί και σιωπή από το άλλο. Θα ‘μαι χωρισμένη στα δύο. Ή μήπως στα τρία; Ή τέλος πάντων απλώς χωρισμένη. Βλέπω ζωγραφισμένα λουλούδια στους καθρέπτες.
Απαλύνω ανησυχίες με φακέλους, άδειους φακέλους. Διαβάζω αέρα και γεμίζω τετράδια.
Γεμάτα τετράδια πράσινα ωχρά σαγρέ πεταμένα σε ένα πουθενά.
Σήμερα, ξαπλωμένη. Έχει ήλιο.
Είστε ασφαλείς έξω;
Τα πάνω ράφια
Ένας ασφυκτικά ψηλός, κλειστός και μπερδεμένος λαβύρινθος, έχει λογιών λογιών διαβάτες. Κάποιοι στέκονται. Κάποιοι κλαίνε. Κάποιοι προχωρούν και άλλοι τρέχουν και λένε. Βοήθεια! Βοήθεια! Εγώ καθιστή σε μια γωνιά, δίχως να βλέπω ουρανό περιμένω. Περιμένω τον επόμενο διαβάτη. Τους κοιτάζω αχόρταγα, λογιών λογιών πλάσματα, καθόλου μυθικά, μα γνήσια ανθρώπινα. Τους χαρακτηρίζει απόγνωση και μίσος. Όλοι είναι μονάδες. Παιδιά δεν υπάρχουν στον λαβύρινθο, θαρρώ κάτι τέτοιο είναι, μα μοιάζει και με συρόμενη ντουλάπα, τσιμεντένια με την ψευδαίσθηση εγκοπών. Κάπου κάπου πηγαίνω στις εγκοπές με την ελπίδα να ναι χαραμάδες κα να ανοίξει ο τοίχος. Μου θυμίζω τον γάτο μου, που τεντώνεται με τα πατούσια του μάταια να ανοίξει την ντουλάπα. Ούτε που ξέρω πώς βρέθηκα εδώ. Κάθισα πάλι. Κάθομαι πάλι. Είναι όλο αυτό σαν κάποιο πείραμα. Ένας εγκλεισμός με μονοπάτια. Κι ύστερα κοιτάζω δεξιά και βλέπω το γάτο μου. Κατάφερε να μπει στην ντουλάπα ο βλάκας.
Κάθομαι, τον χαζεύω να ανεβαίνει στα πάνω πάνω ράφια. Κι όμως εγώ είμαι εδώ.
Κάτω.
3D Motion Camera
Ζούμε σε μια 3D motion camera. Ένα τσούρμο ψυχές που κινούνται σαν χθες. Ένα τσούρμο ψυχές στο βεληνεκές. Ένα τσούρμο ψυχές σε ελλείψεις, σε μαρτύρια, ελικοειδή βακτήρια για όσους κάθονται αναπαυτικά και διατάζουν. Εικάζουν πως δεν μιλάμε, δεν υπάρχουμε, δεν ζούμε, μόνο παράγουμε και κινούμε. Παράγουμε κινούμενα χρήματα για να χαζεύουν σε γιγάντιες οθόνες. Κι ύστερα πάλι μετράνε αριθμούς σαν φωτεινές ενδείξεις πετρελαίου που απλώς σβήνουν. Δεν ξέρω αν υπάρχουμε εμείς. Σε κεφάλια και κεφάλαια, δεν ξέρω αν χωράω εγώ σε τραπέζια και τράπεζες υψηλών προδιαγραφών. Δεν ξέρω αν χαζεύω καθώς μαζεύω τα κομμάτια που μου πετάνε. Δεν ξέρω αν πρέπει να αρχίσω να δαγκώνω σάπιες σάρκες και να φτύνω ακατάληπτα στόματα. Δεν ξέρω αν φτάνει μια ζωή να καθαρίσει η ζωή. Δεν ξέρω πόσες ζωές να μετρήσω, πόσες ημέρες και ώρες παραστάσεων και λειτουργίας θα πρέπει να ζήσω για να ξυπνήσω. Ακούω ζωές και κλάματα, βλέπω σβηστές ψυχές και κόκκινα γράμματα. Μαύρα μάτια και γραπωμένης οργής συνθήματα. Πού να τα πάω τόσα μηνύματα; Που να σταθείς όρθιος, όρθια θέση, στάση εργασίας, στάση οδήγησης, στάση σταθερή. Εκκρεμές θανάτου. Συνειδήσεις υψώνουν γίνονται λάβαρα. Ειδήσεις λερώνουν γίνονται ψέματα. Κεφάλια ανοίγουν μέσα στα αίματα. Κι εμείς στέλνουμε αύριο κάτι χωμένο μέσα σε ψέματα, αίματα και λίγο:
Αγαπάω. Πονάω. Λυπάμαι. Θυμάμαι.