Ηλίας Αλεκίδης
Η εκδίκηση των λέξεων
Οι λέξεις δεν σας χαρίστηκαν
σας έγδυσαν την επιφάνειά σας
και φανερώθηκε η απάθεια στα κορμιά σας.
Ήρθαν ακάλεστες στη γιορτή σας
χωρίς όμορφες ευχές
χωρίς κουστούμια και αρώματα
με μοναδικό δώρο τις στάχτες
απ’ τα γραπτά μας.
Οι λέξεις είναι βλάσφημες, ωμές
και γεμάτες πόνο.
Πρώτα γεμίζουν με δάκρυα τα γραπτά μας
και ύστερα τα καίνε.
Γι’ αυτό έχουν πικρή γεύση τα δάκρυά μας
και δεν καταπίνονται με τίποτα.
Γι’ αυτό και γίνονται όξινες οι ματιές μας.
Γι’ αυτό οι λέξεις
δεν σας κάνουν τη χάρη να τις νιώσετε.
Για να μην σας δώσουν την ευκαιρία να κλάψετε.
Απ’ τη φέξη ως τη χάση
Πριν καείς μπροστά στα μάτια των ανθρώπων
και αφήσεις έναν μάταιο κόσμο.
Πριν αφήσεις φίλους και εχθρούς
και βρεις άλλους παλιούς γνώριμους.
Πριν απ’ τα όνειρα που στέρησαν την πράξη
και χάθηκαν στο άπειρο.
Πριν από το θρόισμα των φύλλων
και το γλυκό φιλί των δικών σου.
Πριν απ’ την ατέλειωτη νύχτα,
χωρίς τα φώτα της πόλης.
Αναζήτα το φως που σ’ αγκαλιάζει.
Εμπνοή
Ταξίδεψέ με θάλασσα μακριά
και δωσ’ μου λίγο απ’ τη δροσιά σου.
Μακριά απ’ τον καύσωνα των πολιτειών
και γίνε σύννεφο βροχή
φουρτούνες δωσ’ μου, να κάνω κύματα.
Αγκυροβόλησέ με στον πάτο σου
και χάρισέ μου σπιτικό μες στον βυθό
μακριά απ’ τα αμμουδερά τα κάστρα
και τον πολιτισμό.
Στάξε μου λίγες σταγόνες
απ’ το γεμάτο με ιώδιο άρωμά σου
κι εγώ θα φυσάω αέρηδες
να πνίγω την μπόχα της στεριάς σου.
Βάρδα
Χείλη δαγκωμένα από τα νεύρα,
μάτια θολά από αϋπνίες
με βλέμματα στραβωμένα.
Άκρα που κινούνται μηχανικά
και μυς που τρέμουν σπαστικά.
Γρήγορο βάδην για το τίποτα,
απότομες κουβέντες χωρίς νόημα
και καλημέρες με μπόλικο συμφέρον.
Κάθε μέρα βλέπω αυτά τα πρόσωπα.
Φοβάμαι ότι όλο και συνηθίζω.
Φοβάμαι ότι όλο και νιώθω πιο οικεία.
Φοβάμαι μην γίνω ο καθρέφτης τους.
Άτιτλο
Νύχτα, χάρισέ μου τη μορφή σου,
σκούντησέ με απ’ τις αυπνίες που παλεύουν
πάνω από βουλιαγμένα στρώματα,
στάξε μου λίγο απ’ το φθηνό οινόπνευμα
που πίνουν οι ξενύχτες σου,
αγκάλιασε το κορμί μου
με ρούχα απ’ το άγριο χρώμα σου
και άσε με να σεργιανίσω στους δρόμους σου.
Στο διάβα μου να τραβήξω δύο δαχτυλιές
απ’ το μαύρο που είναι πασαλειμμένο
στους τοίχους των πόλεων
να τις απλώσω κάτω απ’ τα μάτια μου
για να είμαι έτοιμος πριν τον πόλεμο
που αρχίζει με το φως της ημέρας.
Και εκεί, λίγο πριν την αυγή
που θα ‘μαι μόνος και δεν θα ‘χω που να πάω
άσε με ν’ αποκοιμηθώ πλάι στο σκοτάδι σου
και σκέπασέ με, με τα δροσερά σου σεντόνια.