Μηνάς Ι. Αλβέρτης
ΔΑΡΒΙΝΕ ΧΟΡΕΨΕ
Χάντρες για κολιέ
ή έντομα μπαλάκια
νεροσκούληκα.
Κάθονται στην χούφτα
τρίβονται φρ φρ μεταξύ τους
ζαριά πριν τη βολή.
Την ανοίγει και πετάνε στο νερό.
Δαρβίνε χόρεψε, είσαι μάγκας!
Αντεστραμμένες έλικες
σπείρες ισιωμένες σε σίδερο
γρομπαλάκια που ανοίγουν
και πλαταίνουν αιωρούνται
και βυθίζονται. Το πάσο τους:
λάμπα ψυχεδέλειας αδερφέ μου.
Έξω χιονίζει.
Μυρωδιά από γιερμά
παιδιά γελάνε.
Τετράδια στο σακίδιο,
στο παζλ το κορίτσι,
ναργιλέ και ένα βάζο τέτοια φύλλα.
Όπου κι αν σταθώ με βλέπει
το βλέμμα της σηκώνει δοκίμια, μεταφράσεις.
Κάτω απ’ το μαντήλι
τα μαλλιά της κάτω απ’ το μαντήλι
τα μαλλιά της.
Χαρά και λύπη
το διάλεγμα του δρόμου,
λεβάντα ή γιασεμί.
ΩΩΩΩΩ
Φόρεσε κροκοδειλέ σκαρπίνι
και γυαλιά που έλαμπαν σαν ντισκομπάλες
όπως τα φώτα αναβόσβηναν
στις χαρακιές και τα σπασίματά τους.
Τι ύφος, τι ματιά, τι ελεγεία
η φωνή που βγαίνει απ’ τη βλογιοκομμένη
μούρη του. Ένας θρύλος της ποπ.
Οργιάζει το μπαρ.
Μία παρέα που γιόρταζε, μαλώνει.
Σηκώνονται τραπέζια
και πέφτουν. Φταίει ο Θρύλος:
φρενήρης σηκώνει τσαλακωμένο παλτό
πάνω απ’ τους τραυματίες, κατεβάζει
τη γροθιά της. Κι άλλος τραυματίας.
Λιμπερτέ, φρατερνιτέ, εγκαλιτέ:
τι ύφος, τι ματιά, τι ΓΥ ΝΑΙ ΚΑ.
Και όλο το πλήθος ΩΩΩΩΩ
πίσω τα κουλά σας απ’ τη μοίρα μας!
She wants the young American
κι έτσι είναι όπως τα λες, κε. Θρύλε.
Ζευγάρι γάντια σφυρηλατημένα
σε παγανιστικό σιδηρουργείο,
είναι ρούνος; είναι ιδεόγραμμα
αυτή η μουτζούρα στο μάγουλό της;
Η σάρκα της ενισχύθηκε,
δεν εξηγείται αλλιώς. Είναι ενισχυμένη σάρκα.
Πάνω απ’ τα σώματα που ρίχνει
σε κοιτάει, πάνω από τα συντρίμμια.
Πάρτην Θρύλε, ΠΑΡΤΗΝ. Φαλσέτο,
κορώνα, κοίτα την στα μάτια,
είναι δικιά σου. Το ΞΕΡΕΙ. Λύνεις τη γραβάτα
κι αυτή ουρλιάζει, σε οκτάβα ανήκουστη.
ΟΥ ΟΥ ΟΥΥΥΥΥΥΥ—
κυλιούνται σαν σκυλιά, μυρίζουν τις ουρές τους.
Κυλιούνται σαν σκυλιά στα αποτσίγαρα.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Στις τζαμαρίες κόλλησαν χαρτιά:
όλα θα ‘ναι κλειστά αυτόν τον μήνα.
Στα πεζοδρόμια ξεθάρρεψαν οι γάτες
και το πορτοκαλί του ουρανού μαυρίζει·
φέγγουν οι κορυφογραμμές,
γίνονται φρυκτωρίες των εαυτών τους.
‘Ενας μικρός συνωστισμός πριν την στροφή
προδιαθέτει μόνο για τραγωδία.
Από τους λιγοστούς που έμειναν εδώ
τα εκάβ θα μας στερήσουν άλλον έναν…
Ολόκληρη η πόλη χώρος αναμονής
και οι πολυκατοικίες
ράφια πάνω σε ράφια,
γεμάτα κάθε τύπου
πράξεις ληξιαρχείου.
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΙΒΑΝ, ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ
Κοιτάμε το νέφος
όπως φωσφορίζει κι εμφανίζεται
πίσω απ’ την ακτογραμμή των δέντρων,
το βράδυ.
Τ’ ονομάζει γραφείο του,
αλλά είναι ένα παγκάκι
στη μέση ενός πάρκου,
κρυμμένο από πορτοκαλιές.
Χρόνια πέρασαν μα πάλι μιλάμε
για τον καιρό που γνωριστήκαμε,
αν και φορά με τη φορά
ξεχνάμε περισσότερο.
Η ντεκαντάνς είναι ουροβόρος:
αυτό μόνο έχει μείνει
από τα συμπεράσματα
των μεγάλων συζητήσεων
κι η θολούρα μιας καλοκαιρινής αυθάδειας,
απόρροια του αθώου ενθουσιασμού…
Στην τελική, μια τρύπα στο νερό
στη θάλασσα του Μπάνγκορ.
Και αν τότε μιλούσαμε
για Ιδέες και Νοήματα,
τώρα έχεις εμμονή να γράφεις για λουλούδια,
κι εγώ για τα παλιά και για την πόλη—
ένας παππούς περνάει από το πάρκο
κάνοντας κύκλους μόνος, μ’ έναν σκύλο.
Τι θαύμα να ‘χουμε γίνει λιώμα,
και να κάνουμε τα τσιγάρα μας,
και να βρέχει αδύναμα.
ΕΜΦΑΝΙΣΗ
Όταν μου μιλάει τα βράδια
κλείνω τα μάτια
και μπροστά μου εκτείνονται
πεδία ονείρων.
Τα χορτάρια τρέμουν σαν φλόγες,
ξεπετάνε μωβ ανθάκια με πυρήνες
κίτρινους κόκκινους…
Νομίζω δε θα βρούμε γυρισμό
παλιέ μου φίλε.
Μπουσουλάμε στο γρασίδι
που φυτρώνει από εκδίκηση
και αναρριχάται. Οι τοίχοι
κουράζονται και σπάνε,
πέφτουν να βρουν τα θεμέλια,
τον πατέρα όπου πάτησαν.
Αν υπάρχει στόχος δεν ξέρω,
ούτε αν κάποια υπόσχεση αξίζει
το χώμα που μαζεύουν τα νύχια μας,
τις λάσπες που τρυπώνουν.
Είναι ώρα που δεν ακούω τι λέει
και μόνο σκέφτομαι
τι άθλιο… Να τραβήξουμε έτσι
κάτι από την ανυπαρξία,
εμείς που σε κάθε στάση
επιζητούσαμε μια γαλήνη κωφάλαλη.
Τα δέντρα εδώ δεν είναι ανθρώπινα,
είναι η Ύπαρξη που αμεριμνεί.
Όπως για τα μυρμήγκια τα χαρτιά
που αφότου φάγαμε αδιάφορα πετάξαμε
μυρμηγκήσια δεν είναι.
Και τα νερά δεν είναι ανθρώπινα,
μυρίζουν σίδερο και καουτσούκ.
Και τα πουλιά είναι πελώρια,
με άνοιγμα όσο οι σκέψεις μας, και κράζουν.
Κάψε την κούνια,
κάψε το σπίτι,
κάψε τα όλα.