Scroll Top

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης | Μάρτιος 2025 | Νίκος Κωσταγιόλας

Η 21η Μαρτίου, η πρώτη μέρα της Άνοιξης, όπου το φως κερδίζει το σκοτάδι και η αισιοδοξία αφήνει πίσω της το πένθος, είναι η Παγκόσμια ημέρα της Ποίησης. Η ιστορία της ξεκινά από την Ελλάδα. Το 1997 ο ποιητής Μιχάλης Μήτρας της “συγκεκριμένης” της “οπτικής” ποίησης- πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να γιορτάζεται η ημέρα της Ποίησης. Η Λύντια Στεφάνου, από τις γνωστές ποιητικές φωνές της Μεταπολεμικής Ποίησης, είπε ότι η πρώτη μέρα της Άνοιξης είναι η κατάλληλη για τη γιορτή της Ποίησης. Και ο Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης στην UNESCO, πρότεινε η 21η Μαρτίου η ημέρα να κηρυχτεί η Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης. Στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO, τον Οκτώβρη του 1999, η 21η Μαρτίου κηρύχτηκε η Παγκόσμια μέρα της Ποίησης. Το Culture Book για μία ακόμα χρονιά τιμά την τέχνη του Ομήρου. Σε αυτή την επετειακή ημέρα παρουσιάζει νέους ποιητές και νέες ποιήτριες. Η συντακτική επιτροπή μέσα από αρκετές δεκάδες προτάσεις επέλεξε να δημιουργήσει την ανθολογία “Σύγχρονη ποίηση του εικοστού πρώτου αιώνα” με ποιήματα δημιουργών που είναι κάτω των 40 χρόνων. Με αυτό τον τρόπο πανηγυρίζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης με ποιητικές φωνές που άρχισαν να διαμορφώνουν ποιητικό βίο στην αυγή του νέου αιώνα.

Τους συμμετέχοντες, αλλά και τους αναγνώστες, ευχαριστούμε από καρδιάς.

Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Νίκος Κωσταγιόλας

Η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΧΑΛΙΟΥ ΚΑΘΩΣ ΞΕΤΥΛΙΓΕΤΑΙ

Κουβαλούσαν σε κούπες το πένθος τους
–μια ανθρώπινη αλυσίδα ως τον αυχένα του βουνού –
καθείς παπαγαλίζοντας και την δική του προσευχή
προσέχοντας
να μην αγγίξει ο ένας το χέρι του άλλου
ο Ένας το τρεμάμενο, ιδρωμένο χέρι του Άλλου

άγνωστο τι υπαγόρευε στ’ αληθινά
το απερίσπαστο τούτης της τελετής·
ίσως άλλο τίποτε απ’ τη δεισιδαιμονία
της μη παρέκκλισης απ’ τις συμβάσεις των πατέρων τους
–αφήγημα που, όπως λεγόταν,
είχαν κι οι ίδιοι ενστερνιστεί, πριν απ’ αυτούς,
για τους δικούς τους πατέρες –

κι ύστερα, ποιος ικανός να παραβλέψει
κείνη την άγρια επιβολή
που αύγαζε απ’ τα σπλάχνα τους
–ω, σίγουρα, το βάθος δε θ’ αργούσε να γεμίσει!
(όμοια χαλί ξετυλιγόταν η βραδιά)

μονάχα κάποτε, σαν πέρναγε η ώρα κι άστρα δεν φανήκαν
και το νωπό φεγγάρι δεν ήταν παρά μια νυχιά στον ουρανό
–σημάδι πως δε λογοδοτούσαν σε κανέναν –
κάποιος, με συναγμένο όλο το θάρρος του, κατάφερε και ψέλλισε,
(κάπως ξερά, ομολογουμένως, μέσα στη σιωπή)

«η πιο πιστή μου προσευχή είναι η αφή
και κούπα πού πιο ταιριαστή
απ’ τις γυμνές παλάμες;»

με τις γυμνές παλάμες τον διαμέλισαν

με δίψα βιβλικού θεού
δέχθηκε το αίμα
το πηγάδι.

ΑΤΕΡΜΟΝΟΣ ΒΡΟΧΟΣ

Ζύγισε στην παλάμη του το βότσαλο,
ύστερα το χάιδεψε· μα, τι παράξενο
του θύμιζε τη ζωή του
έτσι, λεία κι ακύμαντη κι αυτή
χωρίς προεξοχές και προστριβές
χωρίς ανατάσεις και πτώσεις,
αντινομίες, διακυβεύματα
–θα μπορούσε ακόμα-ακόμα,
(αν ένιωθε αρκετά τολμηρός)
να βεβαιωθεί, εκσφενδονίζοντάς την
στα σπλάχνα του πέλαγου,
αν θά ’νιωθε να βουλιάζει κι αυτός
και να πνίγεται, συνοδεία ενός ψαλμού
γεμάτου ιριδίζοντα δελφίνια
που ψηλαφούν τη ράχη του
κι αυτός ανατριχιάζει
ώσπου να λάβει φρόνημα πυθμένα η ψυχή,
τα οστά να κουφωθούν, πνευστά ή κοράλλια

Κι όμως, αλλιώς τά ’χε διαβάσει:
«ο άνθρωπος είναι μια σκόνη ελάχιστη
που τόσο-όσο κατέρχεται
για να διψάσει και να διαψευστεί»
έτσι, μέσα σ’ αυτήν την τόσο αναίμακτη διαδοχή
παρελθόντος και μέλλοντος
ένα λεπτό αεράκι φούσκωνε την πουκαμίσα του,
μια υπόνοια
πως ίσως νά ’ταν αθάνατος
κάπως για νά ’χει αντίκρισμα η ανία
ειδάλλως – μάρτυς του ο Θεός –
με θηλιά ή με μαχαίρι θα τζογάριζε
για μιαν επόμενη ζωή, κόβοντας δρόμο

Τώρα, βαδίζοντας προς το μαντείο
για της αλήθειας του το μέρισμα
πλάθει στον νου του ήδη την ερώτηση,
στοκάρει τα γουβώματα
πλανίζει ό,τι εξέχει,
το άσαρκο πολεμώντας του χρησμού
δίχως διόλου να ξέρει
πως το μελανόμορφο θραύσμα που άφησε όπως έμπαινε
στων αναθημάτων το σωρό
και φέρει σκαλισμένο τ’ όνομά του
είναι ένα βότσαλο σ’ άλλα χιλιάδες όμοια
και χαρακτήρα ίδιου γραφικού
με τίποτα άλλο να τα διαχωρίζει
πάρεξ η φθορά.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΕΣΠΕΡΑΣ

Οι γυναίκες έβραζαν το στάρι, οι άντρες γυαλίζαν τα κλαρίνα
και τα παιδιά – ανυποψίαστα – κυνηγούσαν τό ’να τ’ άλλο
με τα βάγια της Λαμπρής για ξίφη ή – τα μικρότερα –
τσουλούσαν το τροχήλατο, ξυλένιο, βαθυπράσινο αλογάκι
ως την άκρη του ηλιογέρματος

Έτσι, όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν πρόσεξε
την ακάλυπτη γωνιά του καθρέφτη πάνω από το σκρίνιο
να ζωντανεύει απ’ τις μουριές
καθώς ο άνεμος τις έπαιρνε στα χέρια του
ούτε και βέβαια αντίκρισε, στου βουνού τα πλευρά,
αμέτρητες ράχες ψαριών, να σελαγίζουν στο ξαστέρωμα

πόσο μάλλον, τον μικρό αθίγγανο στον κήπο
γερμένο πλάι στην άμαξα με τα μαυροντυμμένα, αμήχανα άλογα
και τους χρυσοκέντητους σταυρούς,
χαμογελώντας χαζοβιόλικα – σαρδόνια στο μυαλό του –
παίζοντας ζογκλερικά στα χέρια του δυο μανταρίνια
για να τα ισοπεδώσει τέλος ηχηρά στα φιλντισένια δόντια του
αφού πρώτα βεβαιώνονταν πως τά ’χε γδάρει
ολωσδιόλου απ’ τις κλωστές τους
σα να ξεπουπουλιάζει τις ελπίδες μας πως θα ξημέρωνε
ή να μαδάει μαργαρίτες για το «δεύρο» του νεκρού.

Η ΥΠΑΤΙΑ, ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΤΡΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ,

ΣΒΗΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ,

ΘΥΜΑ ΦΑΝΑΤΙΚΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Ποιος θα περίμενε πως τόση ομορφιά
(σεντέφι που ‘φεραν στο φως οι βουτηχτές)
θα ‘ταν υπαίτια για πληγές τόσο φριχτές.
Ό,τι αγγίζουμε –όντως– σέπεται ως βαθιά.

Πόνος; Φέρε στο νου τα σταυρικά καρφιά
μα αντί τριών μυριάδες (άκου τις πνιχτές
σκουξιές και νιώσε!). Μα –τι λέω;– οι υποστηριχτές
Σου σ’ ανεβοκατεβάζουν του Όλου γραφιά.

Ξέρεις! Πέτρου το «ουκ οίδα» Σου, αλλοθι; Καψόνι;
Ό,τι και να ‘ναι Σ’ ονομάζω πάλι: «Αγάπη»
που από το σκάφανδρο της σάρκας με λυτρώνει.

Κάθε εκδορά εν ονόματί Σου και φεγγίτης
απ’ όπου – δες με! – ρέω, ανάστροφο δρολάπι,
σε δυόσμο-κόσμο αταραξίας, όπως κηρύττεις.

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ ΤΟΥ ΧΛΩΡΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Της Σελεσάο να πλαταγίζουν οι φανέλες
ίδιες σ’ επέλαση φτερούγες των Ουσάρων
κι η αιχμή του δόρατος – καμάρι στις φαβέλες
και βάλσαμο των φλογωμένων μας βλεφάρων –
να ελίσσεται, βλαστάρι βέρο ιαγουάρων,
ποδιές και να μοιράζει σ’ όποιον αμυνόμενο
–γκολτζής ολκής ως τον πυρήνα των κυττάρων–
ο Ρονάλντο Λουίς Ναζάριο, το φαινόμενο

Δεν ήταν το ανέκδοτο πού ’χε για κόμη
ή ο κρυπτονίτης του –το γυάλινό του γόνα–
σε γέλιο κι οίκτο που ένωναν τα πλήθη –ακόμη
τα ενώνουν– μα για την διάρκεια ενός αγώνα
που, τριποδίζων στου γηπέδου τον λειμώνα,
με πιρουέτες άρθρωνε το μη λεγόμενο
δονών το στάδιο στον άνεμο δαφνώνα
ο Ρονάλντο Λουίς Ναζάριο, το φαινόμενο

Κάποτε τού ατόνησεν η ένθεη χάρη,
ο χρόνος μάρανε στη ράχη τα φτερά του
ορθοπλαγιά πήρε να μοιάζει το χορτάρι
μελίσσι ο κόσμος βουερό «αχ, τα κιλά του…»
και «τι κατάντημα! σκιά μπρος στη σκιά του…»
– μα εκείνος «ποιο είδωλο δεν είναι αμφιλεγόμενο;»
γελά, μας γράφει στα παλιά υποδήματά του
ο Ρονάλντο Λουίς Ναζάριο, το φαινόμενο

Κυρτή του ποδοσφαίρου αρχόντισσα κυρία
αν έστω λίγη απ’ την αβάσταχτη υπνηλία
του κόσμου ήρε, δωσε ν’ ακμάζει του η λατρεία
κι ας είναι εικόνισμα εσαεί στη Βραζιλία
κρήνη σε κάθε άνυδρον αιώνα ερχόμενο
ο Ρονάλντο Λουίς Ναζάριο, το φαινόμενο.

Βιογραφικό Νίκος Κωσταγιόλας