Παναγιώτης Χριστοδούλου
Πέντε Μνήματα
[στις πίσω μου γενιές]
[ΤΟ ΦΙΛΕΜΑ]
─ Στη μνήμη του πατέρα μου ─
[Κόντρα στους γοργούς ρυθμούς των πόλεων, κόντρα στην αδιαφορία των ανθρώπων τους, το χωριό –πασσαλωμένο μες στον χρόνο–
στέκει
με μισό κουτάλι περγαμόντο,
με δυο τζούρες θάνατο.]
Μ’ έναν νυχοκόπτη τσέπης
λιμάρω ξανά τη μοναξιά
την Κυριακή το βράδυ.
Δεισιδαιμονίες, θα μου πείτε,
η αγωνία μου να κόβω μέλλον
μες στη νύχτα.
Κι όταν ένας άνθρωπος πεθάνει
κι όταν η καμπάνα αργόσυρτα χτυπήσει
πλάι στο πατρικό μου σπίτι,
η γη τεντώνεται˙
γίνεται για λίγο επίπεδη
να θάψει τους νεκρούς της.
[Ο ΚΗΠΟΣ]
[Είχα κι εγώ μία γιαγιά˙
μαυροφορεμένη, με ένα μαντήλι δεμένο στα μαλλιά.]
Κι όμως
δεν τη θάψαμε,
δεν την κάψαμε,
δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Μια μέρα
ξεκίνησε το θάμπωμα˙
πρώτα ξεθώριασαν τα ρούχα της,
τα χέρια,
το μαντήλι.
Ώσπου εν τέλει
τον αντίκρισα
μέσα στον κήπο της
τον κήπο μέσα της.
Κι έτσι απλά εξαφανίστηκε
ή έγινε αόρατη
και μας ταΐζει ακόμα.
[ΓΡΑΜΜΗ ΖΩΗΣ]
Είχε υπάρξει άτυχη
μες στη ζωή
κι ήταν ετούτο φανερό˙
αρκούσε να κοιτάξεις
τις γραμμές
μες στην παλάμη της:
Η μοίρα της
έσπαγε στα δυο
και πέρναγε
ανάμεσα
εκείνη της καρδιάς.
Το άλλο της χέρι το ‘χασε μικρή─
σε ξεχασμένη νάρκη.
[ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ]
Πάνω στον σταυρό
ξεψύχησε ο Βαφτιστής,
στα πόδια του θρηνούσε
η Σαλώμη,
κι οι Καρυάτιδες να κλαιν’
το δάκρυ τους
από το στόμα˙
έτσι τις έζησε τις μέρες της
ποτίζοντας
τα δέντρα της αυλής.
Εδώ στη Δύση, τώρα,
οι τζίτζικες ─απότιστοι─ σιωπούν
αφού κανείς θαλασσινός
δε βρίσκει πια
γοργόνα
να ρωτήσει.
[Η ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ]
[Κάπου στα χαρακώματα του μεγάλου παγκοσμίου.]
[1]
Απ’ την γλωσσίδα της
ο χάλυβας
απέδιδε
υφή μεταλλική
στα χείλη
να ξεγελάσει –μια στιγμή–
την πείνα τους.
[2]
Ουρές που στήνονταν
για ένα λιχούδι μπρούτζου
κι ένας-ένας –προσευχή–
την πέρναγαν ευλαβικά στα χείλη.
[3]
Τις Κυριακές το γλένταγαν
μια στάλα παραπάνω
και στα συσσίτια βγάζανε
και μια σκελίδα νότας
που ανεβαίνει σαν κισσός
πάνω στις πολεμίστρες
και αγνοεί χορεύοντας
το θρόισμα της πίκρας
μέχρι να ξεθυμάνει.