Σοφία Μιμιλίδου
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Να μην ξεχνάς την ύπαρξη του Ανύπαρχτου.
Νίκος Καρούζος
Είναι μια πράξη ποιητική
η στιγμή που ένα χέρι σπάει το χωμάτινο παρόν
τεμαχίζοντας το αόρατο δίχτυ της ματαιότητας,
ξέρεις πως έγινε η αρχή.
Κι έπειτα σκάβεις σκάβεις
(τόνοι το ανούσιο)
Γιατί ξέρεις πως σίγουρα υπάρχουν θησαυροί εκεί κάτω,
ένδοξες πολιτείες, κόσμοι ολόκληροι
(Όμως, ψάχνεις σωστά; Θα βρεις, άραγε, κάτι;)
Πονούν μοναξιά τα ερείπια̇
ξεθωριασμένα χρώματα κανείς δεν τα βλέπει,
τώρα που ντύθηκαν λευκότητα εξαγνισμού
τα αρχαία πάθη.
Το παρελθόν καταλήγει στα χέρια σου
θραύσματα ξεψυχισμένα, τι ωφελεί;
Κι ας πεισμώνει το φτυάρι της μνήμης,
άγαλμα να γίνεις δεν μπορείς όσο κι αν άδειασες από ζωή.
Τελικά ο χρόνος διαβρώνει ή εξαγνίζει;
Όπως και να ‘χει τα φαντάσματα είναι όλα τους εκεί και μια αποκάλυψη
αέναα περιμένει
του απόλυτου τίποτα
ή του πάντα.
ΤΟ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟ
Το θερμοκήπιό μου χάλασε.
Ένας αέρας εξουσίας
που έγινε ανεμοθύελλα
όλα τα διέλυσε̇
λουλούδια σπάνια –
ορχιδέες, καμέλιες κι αγαπάνθους.
Τόσο καιρό το φρόντιζα
-επιμελής στο πότισμα-
με φάρμακα ακριβά το συντηρούσα.
Νικούσα τα παράσιτα̇
μύγες λευκές κι αφίδες,
και τα ζηλόφθονα πουλιά
που τρύπαγαν τη στέγη.
Μιλούσα στα φυτά μου,
-τους τραγουδούσα κάποτε-
κι εκείνα θέριευαν
και χόρευαν μαζί μου.
Τώρα,
τα γερά τόξα που έχτισα γκρεμίστηκαν,
κρέμονται τα νάιλον σαν αρρώστιες,
ανεπανόρθωτες ρωγμές,
ζουρλομανδύας σκισμένος-
θρόνιασε ο πάγος.
Τι να σωθεί σε τέτοια θεομηνία;
Στις ειδήσεις σήμερα
το καιρικό φαινόμενο
το ‘παν με τ’ όνομά σου.
ΑΝΜΠΟΞΙΝΓΚ
Όσοι από μας καταφέραμε να γλιτώσουμε
απ’ τις γιγάντιες μηχανές του θερισμού,
όλοι εμείς οι αόρατοι άνθρωποι,
θα πάψουμε μια μέρα τα άναρθρα βελάσματα,
θα στήσουμε τη δική μας συνωμοσία,
θα φτιάξουμε ένα δικό μας κουτί
στριμώχνοντας μέσα όλες εκείνες τις αλήθειες
που αποσιωπήσατε
κι άσπιλο χιόνι θα τις λούσουμε στον κόσμο.
ΨΕΥΔΟ-ΜΑΡΤΗΣ
«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ…»
Οδυσσέας Ελύτης
Πιο κόκκινες οι κερασιές ανθίσαν φέτος
Ο Μάρτης Γδάρτης
έκοψε τις φλέβες του.
Να παραμείνει, ζήτησε, ο Φλεβάρης.
Άφησε και γράμμα
Που του κληροδοτεί, λένε, τις μέρες του
Λευκού μάγου σεντόνι σκεπάζει τώρα την κοιλάδα,
κανείς να μην κοιτάξει τον νεκρό,
το θέαμα, ακούγεται, ήταν φρικτό.
Πανικός στις ειδήσεις άρχισαν οι ανακρίσεις.
Διεξάγονται έρευνες για να βρούνε τον κύριο Υπαίτιο.
Το τηλέφωνο χτυπάει, τινάζομαι από τρόμο.
Μια κυρία θέλει να με ρωτήσει για τον πάροχο του ρεύματος.
Συγγνώμη, της λέω, δεν μπορώ να μιλήσω.
Δεν πρόλαβα μου χύθηκε ο καφές, όμοιος με χώμα που
μπορείς να φυτέψεις γαρύφαλλα
ή να θάψεις τον ήλιο.
Όμως, τα μαύρα μπαλόνια δε θα γυρίσουν πίσω με μηνύματα
ούτε ο Αιγέας λάθεψε ετούτη τη φορά,
ήρθε καιρός οι Κρέοντες να μεγαλώσουν πάλι τα γένια τους.
Ύστερα λέω δόξα τω Θεώ «αυτό» ή «εκείνο» και το «άλλο»
Μα ο δίδυμος εαυτός μου που κυοφορώ,
κλοτσάει και συνέρχομαι.
Ανοίγω πάλι την τηλεόραση, άρχισε η δίκη.
Άνθρωποι κηροστάτες καλούν τη Νύχτα στο βήμα.
Της ζητούν να ορκιστεί,
εκείνη επιμένει πως δε γνωρίζει τίποτα,
δεν ξέρει
γιατί λιγόστεψαν τα ρούχα στις μπουγάδες,
γιατί οι θέσεις στα έδρανα μείναν κενές,
γιατί οι παρέες διαμελίστηκαν.
Δεν ξέρει γιατί τα παιδιά αρνούνται
να φορέσουν στον καρπό τους την άσπρη και κόκκινη κλωστή.
Στα οικογενειακά τραπέζια οι μητέρες
Δεν έχουν πιάτα να σερβίρουν το δάκρυ τους.
«Να περάσει ο επόμενος μάρτυς».
ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ
Ας βάλουμε λίγη ποίηση στα λόγια μας,
ας αιχμαλωτίσουμε για λίγο το χαμένο φως̇
τώρα που όλοι μιλούν μ’ αποσιωπητικά, χαράδρες αισθημάτων σ’
αξιοθρήνητες τελείες,
ας είμαστε εμείς που θα αναστήσουμε τις λέξεις από τα φέρετρα
της λήθης,
γιατί δεν προλαβαίνουμε,
τα σύννεφα προφταίνουν τη νιότη μας
ανήλεοι νεροχύτες μάς ρουφούν σ’ απύθμενα κενά,
δεν προλαβαίνουμε,
γίναμε ήχοι τακουνιών στο σκοτάδι̇
τώρα που ανήκουμε περισσότερο στα θλιβερά μας διαμερίσματα
παρά στα όνειρά μας,
δεν προλαβαίνουμε,
κι αν μεγαλώνουν οι οθόνες μικραίνουμε εμείς,
η σιωπή μάς φιλάει στο στόμα -δεν προλαβαίνουμε-
φουσκώνουν οι θάλασσες
(δεν πάνε εκεί τα δάκρυά μας)
κι εμείς οι χάρτινες βαρκούλες στη γη που φλέγεται,
δεν προλαβαίνουμε.
Γι’ αυτό σας λέω
ας βάλουμε λίγη ποίηση στα λόγια μας,
ας κοιτάξουμε το φεγγάρι σαν πρωτοφανέρωτο άστρο,
ας χτίσουμε απ’ την αρχή σαν κάστρα τα παιδικά μας χαμόγελα,
γιατί δεν προλαβαίνουμε,
ν’ αλλάξουμε (αλλιώς/έτσι κι αλλιώς)
τον κόσμο.