Scroll Top

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

 FRESH LITERATURE TRANSLATORS INTERVIEWS

ΦΑΚΕΛΟΣ: Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό: Ο Mario Dominguez Parra και ο Pedro Olalla Gonzalez de la Vega για την ελληνική λογοτεχνία στην ΙσπανίαBy Literature | October 4, 20180 CommentsPin It Η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της εξωστρέφειας ή εσωστρέφειας της Ελληνικής λογοτεχνίας, το Literature.gr εγκαινιάζει μια σειρά από συνεντεύξεις με μεταφραστές. Σκοπός μας είναι να διαπιστώσουμε τι συμβαίνει ακριβώς στο εξωτερικό σε σχέση με την ελληνική λογοτεχνία, πόσο γνωστή και αποδεκτή είναι από τους ξένους αναγνώστες, σε ποια εμπόδια προσκρούει η διάδοσή της. Ακόμα, επιδιώκουμε, μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις και τη συσσωρευμένη εμπειρία των μεταφραστών, να ανιχνεύσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τις ιδιαιτερότητες της μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας και γενικά τον ρόλο του μεταφραστή. Επιμέλεια: Αιμίλιος Σολωμού Σε ένα σύνολο 300 εκδόσεων στις γλώσσες της Ισπανίας, το ένα τρίτο αφορά το έργο του Κ. Π. Καβάφη και το ένα έβδομο το έργο του Καζαντζάκη. «Αν στις εκδόσεις των έργων του Καβάφη και του Καζαντζάκη προσθέσουμε αυτές των έργων του Βασίλη Βασιλικού, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιάννη Ρίτσου, θα δούμε ότι αυτοί οι έξι συγγραφείς αποτελούν το 50% και πλέον της παρουσίας των ελληνικών γραμμάτων στην Ισπανία τα τελευταία 50 χρόνια», όπως αναφέρει ο νεοελληνιστής Vicente Fernandez Gonzalez στο κείμενό του για την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό που δημοσιεύτηκε στην έκδοση Βασίλης Βασιλειάδης (επιμ.), «γνώριμος και ξένος…». Η νεοελληνική λογοτεχνία σε άλλες γλώσσες, Κ.Ε.Γ., Θεσσαλονίκη 2012, σ. 145-168. Η αγορά του βιβλίου στην Ισπανία είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Το 2013 έφτασε τους 77000 τίτλους και αναλογούσαν 2 τίτλοι ανά 1000 κατοίκους (στην Ελλάδα αναλογεί λιγότερο από 1/1000 κατοίκους), ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό. Ο κύκλος εργασιών στις πωλήσεις βιβλίου το 2016 έφτασε τα 2.5 δισεκατομμύρια ευρώ (το 2008, πριν από την κρίση, τα 3.19 δισεκατομμύρια). Σύμφωνα με την έρευνα που διενήργησε η GFK το 2016: (click to download) το 57% του πληθυσμού διαβάζει βιβλία κάθε μέρα ή τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Οι Ισπανοί αγαπούν το βιβλίο, κάτι που αποτυπώνεται στην αγορά του βιβλίου. Αλλά και στη μανία τους για τον Δον Κιχώτη και στην, υστερική σχεδόν, προσπάθεια για ανακάλυψη των λειψάνων του μεγάλου ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1936 από τους φασίστες. Είναι χαρακτηριστικό πως στη γιορτή του San Jordi, στις 23 Απριλίου, στη Βαρκελώνη, σύμφωνα με το έθιμο, ως δώρο προσφέρεται ένα τριαντάφυλλο και ένα βιβλίο. Αλλά ποια είναι η εικόνα του ελληνικού βιβλίου στην ισπανική αγορά; Για το θέμα μιλήσαμε με τους μεταφραστές Mario Dominguez Parra και Pedro Olalla Gonzalez de la Vega. Ο Mario Dominguez Parra τονίζει πως το ενδιαφέρον «έχει διευρυνθεί τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια. Μεγάλες προσωπικότητες της μετάφρασης της νεοελληνικής λογοτεχνίας άρχισαν την εξαιρετική δουλειά τους στην Ισπανία και στην Αμερική». Προσθέτει πως αν και είναι μικρό το κοινό της ελληνικής λογοτεχνίας στην Ισπανία, εντούτοις ενδιαφέρεται πολύ. Ο μεταφραστής αναφέρεται με λεπτομέρεια στις εκδόσεις των ελληνικών βιβλίων στην Ισπανία και σε άλλα ζητήματα, όπως στην περιπέτειά του με την ελληνική γλώσσα («Έμαθα ελληνικά, ας πούμε, από ένα περίεργο ατύχημα», «Το πρώτο βιβλίο που διάβασα […] στα Ελληνικά ήταν Η φιλοσοφία του μπουντουάρ, του Μαρκήσιου ντε Σαντ, σε μετάφραση του Βασίλη Καλλιπολίτη»), στην εμπειρία του σχετικά με τη μετάφραση του πρώτου μυθιστορήματος του Καζαντζάκη Σπασμένες Ψυχές και στο έργο σύγχρονων Ελλήνων ποιητών. Ο Pedro Olalla Gonzalez de la Vega παραδέχεται ότι η ελληνική λογοτεχνία στην Ισπανία παραμένει ελάχιστα γνωστή, προσθέτει, ωστόσο, ότι το ενδιαφέρον έχει αυξηθεί. Ο Pedro Olalla Gonzalez de la Vega μάς μίλησε για το πάθος του για τον ελληνικό πολιτισμό που τον οδήγησε και στη μετάφραση και για την ύψιστη διάκριση να τιμηθεί ως Πρεσβευτής του Ελληνισμού από την ελληνική πολιτεία. Παραθέτει ακόμα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας και ως λύση προτείνει την ποιότητα στα πρωτότυπα έργα. Και οι δύο μεταφραστές υπογραμμίζουν τη μεγάλη απήχηση που έχει το έργο του Καβάφη στην Ισπανία και αναφέρονται σε γενικότερα ζητήματα που αφορούν τη μετάφραση. Κύριε Parra, τι σας ώθησε να μάθετε ελληνικά και να ασχοληθείτε με την ελληνική γραμματεία; Έμαθα ελληνικά, ας πούμε, από ένα περίεργο ατύχημα. Πήγα στην Αθήνα, μαζί με κάποιους φίλους, το 1998. Ήμασταν φοιτητές του Εράσμους και θέλαμε να τελειώσουμε εκεί τις σπουδές μας στην Αγγλική Φιλολογία. Δεν ήξερα ούτε καν το ελληνικό αλφάβητο. Όταν ήμουν στους δρόμους, διάβαζα «Πειραιώς», λόγου χάριν, ως «Peipaios». Δεν είχα σπουδάσει αρχαία ελληνικά στο σχολείο, ούτε στο πανεπιστήμιο. Βεβαίως, αγάπησα τους κλασικούς και είχα διαβάσει κάποιους από αυτούς σε ισπανική μετάφραση. Από τη σημερινή Ελλάδα, γνώρισα το μπάσκετ και τον θρυλικό τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1987, με τους Γκάλη, Γιαννάκη, Φασούλα, Χριστοδούλου, κ.λπ, και είδα τους πρώτους δυο παίκτες με τον Άρη Θεσσαλονίκης στην τηλεόραση, όταν έπαιξαν εναντίον ισπανικών ομάδων. Parra: «Τα Ελληνικά τα έμαθα με μια οικογένεια από τη Μήλο. Θυμάμαι ότι μετά από περίπου εννέα μήνες στην Αθήνα, μπροστά σε έναν δημόσιο υπάλληλο στο ΙΚΑ, δοκίμασα να μιλήσω Ελληνικά. Έφυγα από την Αθήνα το 2001, επέστρεψα για διακοπές το καλοκαίρι του 2002, και από τότε δεν έχω ξαναπάει». Πήγαμε για σπουδές στην Ελλάδα, γιατί δεν υπήρχανε θέσεις σε πανεπιστήμια στην Αγγλία και επειδή η Αθήνα φαινότανε πιο φτηνή από την Αγγλία ή από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέναμε όλοι σε ένα σπίτι της οδού Δευκαλίωνος. Περάσαμε εκεί τέσσερις μήνες. Είχαμε μαθήματα ελληνικών στο πανεπιστήμιο (ακόμα κρατάω το βιβλίο, Επικοινωνήστε Ελληνικά), στου Ζωγράφου (εκεί είδα πρώτη φορά στη ζωή μου να χιονίζει). Η καθηγήτριά μας των ελληνικών λεγόταν Άρτεμις. Δεν είχα και πολύ χρόνο να μάθω Ελληνικά και, όταν άρχισα να μαθαίνω, έπρεπε να φύγω. Όμως, επέστρεψα στην Αθήνα την επόμενη χρονιά, το 1999, γιατί βρήκα την ευκαιρία να δουλέψω ως καθηγητής Ισπανικών (ήταν η πρώτη μου δουλειά) στα φροντιστήρια Ευρωγνώση. Έζησα στην Αθήνα δυο χρόνια και δυο μήνες, στην οδό Κυριακού Δ. (στην Πλατεία Αττικής) και στην οδό Κερκύρας (στην Κυψέλη). Τα ελληνικά τα έμαθα με μια οικογένεια από τη Μήλο. Θυμάμαι ότι μετά από περίπου εννέα μήνες στην Αθήνα, μπροστά σε έναν δημόσιο υπάλληλο στο ΙΚΑ, δοκίμασα να μιλήσω ελληνικά. Έφυγα από την Αθήνα το 2001, επέστρεψα για διακοπές το καλοκαίρι του 2002, και από τότε δεν έχω ξαναπάει. Κύριε Olalla, κοιτάζοντας κανείς την ιστοσελίδα σας και το βιογραφικό σας, αντιλαμβάνεται το μεγάλο πάθος σας για τον ελληνικό πολιτισμό. Τιμηθήκατε πολλές φορές για την προσφορά σας και μάλιστα με την ύψιστη διάκριση του Πρεσβευτή του Ελληνισμού το 2010 από την ελληνική πολιτεία. Τι σημαίνουν για σας αυτές οι διακρίσεις; Σε πολλές περιπτώσεις, είναι η ειλικρινής αναγνώριση κάποιων που πιστεύουν ακόμα στην αξία αυτών των πραγμάτων. Olalla: «Η ενασχόλησή μου με τον ελληνισμό ήταν ανέκαθεν μια παθιασμένη σχέση. Αλλιώς δεν θα είχε αντέξει στον χρόνο και στις αντιξοότητες. Ο λόγος που, κάποια μακρινή μέρα, αποφάσισα να μάθω ελληνικά ήταν για να έχω πιο άμεση και προσωπική πρόσβαση σε όλον αυτόν τον κόσμο. Δεν ήξερα βέβαια πού θα με έβγαζε η απόφαση εκείνη: ήξερα μόνο ότι θα άλλαζε τη ζωή μου… κι όμως την πήρα». Σε ορισμένες, είναι και μια αναπάντεχη αναγνώριση. Και σε όλες, είναι μια δέσμευση από την πλευρά μου: να συνεχίσω να καλλιεργώ αυτά που πιστεύω. Αυτό το πάθος ήταν ο λόγος, κύριε Olalla, που αποφασίσατε να μάθετε ελληνικά και να ασχοληθείτε με τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας; Η ενασχόλησή μου με τον ελληνισμό ήταν ανέκαθεν μια παθιασμένη σχέση. Αλλιώς δεν θα είχε αντέξει στον χρόνο και στις αντιξοότητες. Olalla: «Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία παραμένει ελάχιστα γνωστή στην Ισπανία· αν και αυτό είναι σχετικό, διότι σήμερα είναι ασφαλώς πολύ πιο γνωστή από ό,τι ήταν πριν από τρεις δεκαετίες. Τότε, το ενδιαφέρον των Ισπανών για την Ελλάδα περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην κλασική εποχή: όσοι ενδιαφερόμασταν για κάτι παραπάνω –πολύ λίγοι– ήμασταν εξ ανάγκης outsiders. Η μύηση στον ελληνισμό –πέρα από τον πανεπιστημιακό κύκλο των κλασικών σπουδών– ήταν μια προσωπική πνευματική περιπέτεια. Ήμασταν τρεις και ο κούκος αυτοί που τότε μιλούσαμε νέα ελληνικά. Εγώ υπήρξα αυτοδίδακτος, γιατί τότε δεν υπήρχε άλλος τρόπος». Ο λόγος που, κάποια μακρινή μέρα, αποφάσισα να μάθω ελληνικά ήταν για να έχω πιο άμεση και προσωπική πρόσβαση σε όλον αυτόν τον κόσμο. Δεν ήξερα βέβαια πού θα με έβγαζε η απόφαση εκείνη: ήξερα μόνο ότι θα άλλαζε τη ζωή μου… κι όμως την πήρα. Κύριε Parra, γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας; Είχα αρχίσει να μεταφράζω στο τέλος των πανεπιστημιακών χρόνων στην Τενερίφη. Μετέφρασα ένα ποίημα της Elizabeth Bishop και ολάκερο το ποίημα The Waste Land, του T.S. Eliot, στα ισπανικά (και τα δύο είναι ακόμα ανέκδοτα). Με ενδιάφερε πολύ από τότε, το 1997 νομίζω, η μετάφραση, ξεχωριστά η μετάφραση ποίησης. Οπότε, όταν έμαθα καλά τα ελληνικά άρχισα να ενδιαφέρομαι για την ελληνική λογοτεχνία, που, από ό,τι θυμάμαι, δεν ήξερα καθόλου πριν. Parra: «Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι, νομίζω, ο πιο γνωστός σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας στην Ισπανία. Έχω διαβάσει τρία έργα του και μου άρεσαν αρκετά. Είναι μια εξαίρεση, μαζί με τον Ζορμπά που μεταφράστηκε από την Ancira, και που πρόσφατα βγήκε μια δεύτερη έκδοση. Σε μια ομάδα μεταφραστών, συγγραφέων και αναγνωστών που γνωριζόμαστε μεταξύ μας, ο κύκλος των Ελλήνων συγγραφέων που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον, μεγαλώνει πολύ. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, όλοι αυτοί οι συγγραφείς είναι αρκετά μεταφρασμένοι, αλλά δεν πουλάνε βιβλία όπως ο Μάρκαρης». Το πρώτο βιβλίο που διάβασα, όμως, στα ελληνικά ήταν Η φιλοσοφία του μπουντουάρ, του Μαρκήσιου ντε Σαντ, σε μετάφραση του Βασίλη Καλλιπολίτη. Αφού έφυγα από την Αθήνα, άρχισα να διαβάζω ελληνικά βιβλία. Ειρωνικά, στην Αθήνα αγόρασα μόνο αγγλικά βιβλία, κυρίως στο βιβλιοπωλείο «Η φωλιά του βιβλίου», που δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Από το 2004, όταν επέστρεψα στην Τενερίφη, όπου ζω μόνιμα από τότε, άρχισα να διαβάζω κάποια από τα ελληνικά βιβλία που περιέχει η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη (Universidad de La Laguna) και κάποια από αυτά τα έχω μεταφράσει (Η ποίηση και ο Άδης και η Ιχνηλασία της Ιωάννας Τσάτσου, και η Μουσική του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου). Λόγω της εξαιρετικής δουλειάς της καθηγήτριας Isabel García Gálvez (μεταφράστρια, δοκιμιογράφος και καθηγήτρια τούτου του πανεπιστήμιου), είχαμε (και ακόμα έχουμε) και αρκετά νεοελληνικά βιβλία και κάποιες μεταφράσεις από τα νέα ελληνικά. Η García Gálvez κάλεσε το 2001 τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο σε ένα συνέδριο νέας ελληνικής λογοτεχνίας που η ίδια οργάνωσε. Η García Gálvez ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα, η οποία δυστυχώς πέθανε πολύ νέα, το 2012. Οπότε, έχουμε ένα παρελθόν κάποιοι στην Τενερίφη σε σχέση με τα ρωμαίικα. Πόσο γνωστή είναι η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στην Ισπανία; Υπάρχει ενδιαφέρον, προοπτική για νέες μεταφράσεις; Parra: Το ενδιαφέρον, κατά την γνώμη μου, έχει διευρυνθεί τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια. Μεγάλες προσωπικότητες της μετάφρασης της νεοελληνικής λογοτεχνίας άρχισαν την εξαιρετική δουλειά τους στην Ισπανία και στην Αμερική. Γι’ αυτό κρίνω σκόπιμο πως πρέπει να αναφέρω ονόματα μεταφραστών/μεταφραστριών που έχουν ασχοληθεί με τη μετάφραση της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, για να δώσω μια εικόνα για το ποια είναι τα βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά. Σίγουρα θα ξεχάσω κάποιον, κι ελπίζω να μου συγχωρεθεί. Μιλάω, πρώτα απ’ όλα, για την Selma Ancira, την Natividad Gálvez, τον Vicente Fernández González, τον José Antonio Moreno Jurado και τον Pedro Bádenas de la Peña. Βεβαίως, είχε προηγηθεί ο Χιλιανός μεταφραστής Miguel Castillo Didier, ο οποίος μετέφρασε έργα του Σεφέρη (όλα τα ποιήματά του), του Καζαντζάκη (την Οδύσσειά του και θεατρικά έργα του), του Τσίρκα (την τριλογία του), του Καβάφη (τα Άπαντα ποιητικά του), του Κάλβου (τις Ωδές). Επίσης, μετέφρασε μια ανθολογία ελληνικής ποίησης από την τελευταία χιλιετία και έγραψε μια βιογραφία του Καβάφη. Όσον αφορά στο έργο του Καζαντζάκη, ευτυχώς τα τελευταία δέκα χρόνια, πάνω από όλα, άρχισαν να εκδίδουν κάποιοι εκδοτικοί οίκοι τα πιο σημαντικά έργα του, μεταφρασμένα κατευθείαν από τα ελληνικά (υπήρχαν, πριν, αρκετές μεταφράσεις από το έργο του, αλλά από γαλλικές μεταφράσεις). Η Selma Ancira μετέφρασε τον Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Πέρα από τα έργα του Καζαντζάκη και του Ρίτσου (θα μεταφράσει ολάκερη την Τέταρτη Διάσταση και κάποια από τα μέρη της έχουν ήδη βγει), μετέφρασε τα Άπαντα Ποιητικά και τα δοκίμια του Γιώργου Σεφέρη, μια συλλογή ποιημάτων της Νίκης Μαραγκού (στα ισπανικά, Estampas de Chipre) και την Λωξάνδρα, της Μαρίας Ιορδανίδου. Μόνο, από αυτά που θυμάμαι, ένα έργο του Καζαντζάκη μεταφράστηκε πριν από όλα αυτά κατευθείαν από τα ελληνικά (στην Ισπανία): Ταξιδεύοντας: Ισπανία, από την Guadalupe Flores Liera. Ο Pedro Bádenas de la Peña μετέφρασε Τα Άπαντα του Καβάφη (ποίηση και πεζά), Τα Ποιήματα του Σεφέρη, το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Ελύτη, και τον Ύμνο και θρήνο για την Κύπρο του Ρίτσου. Η Carmen Vilela Gallego μετέφρασε τρία έργα του Καζαντζάκη: Τον τελευταίο πειρασμό, Τον καπετάν Μιχάλη και την Αναφορά στον Γκρέκο (επίσης, την Πάπισσα Ιωάννα, του Εμμανουήλ Ροΐδη, και άλλα δύο βιβλία του με δοκίμια και διηγήματα). Ο José Antonio Moreno Jurado, ποιητής και μεταφραστής, έχει μεταφράσει τις Τερτσίνες της Ισπανίας, του Καζαντζάκη, τις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου, τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, μια μεγάλη Ανθολογία ελληνικής ποίησης από τον ενδέκατο μέχρι τον εικοστό αιώνα, τα περισσότερα βιβλία του Οδυσσέα Ελύτη (μια ανθολογία και συγκεκριμένα βιβλία, όπως τον Ήλιο τον πρώτο, και ένα πεζό έργο, το Χρονικό μιας δεκαετίας), δοκίμια του Σεφέρη, και επίσης δυο άλλες ανθολογίες (που περιέχουν την ποίηση της Γενιάς του 30 και της Γενιάς του 40). Ο Pedro Olalla (συγγραφέας στα ισπανικά και στα ελληνικά) μετέφρασε το Όφις και κρίνο, του Καζαντζάκη και το Δάφνις και Χλόη του Λόγγου. Το 2011 ο εκδοτικός οίκος Cátedra Universal (ο ίδιος που δημοσίευσε τις τρεις μεταφράσεις της Vilela από έργα του Καζαντζάκη) δημοσίευσε τη μετάφραση του αριστουργήματος του Στρατή Τσίρκα Ακυβέρνητες Πολιτείες, μια έκδοση της Ιωάννας Νικολαΐδου, σε μετάφραση της ίδιας, του Vicente Fernández González, της María López Villalba και του Leandro García Ramírez. Εκείνη τη χρονιά συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννηση του Τσίρκα. Ήταν η πρώτη φορά που μεταφράστηκε αυτό το έργο στην Ισπανία. O Χιλιανός Castillo Didier το είχε μεταφράσει. Βγήκε στην Αργεντινή το 1976. Η Ιωάννα Νικολαΐδου είναι μεταφράστρια και δοκιμιογράφος. Εκτός από τη μετάφραση της τριλογίας του Τσίρκα, είναι η επιμελήτρια του βιβλίου Traducir al otro, traducir a Grecia. Ο Vicente Fernández González έχει μεταφράσει το Τι μένει από τη νύχτα (μαζί με τον Antonio Vallejo) της Έρσης Σωτηροπούλου και τα ποιήματά της (στα ισπανικά, Luces de gálibo), του Νάσου Βαγενά (Βάρβαρες ωδές), του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου (Το Σημείο Στίξης), του Γιώργου Σεφέρη (μια συλλογή από τα ημερολόγιά του, Días (1925-1968)). Ο Vicente Fernández González κέρδισε δυο φορές το Ισπανικό Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για τις δικές του μεταφράσεις έργων του Σεφέρη (Έξι νύχτες στην Ακρόπολη) και του Θανάση Χατζόπουλου (Ρήματα για το ρόδο). Άλλο έργο που μετέφρασε του Χατζόπουλου είναι το Ωσεί παρόν. Μετέφρασε, επίσης, δυο βιβλία του Κώστα Μαυρουδή (Τέσσερις εποχές και Το δάνειο του χρόνου). Η Isabel García Gálvez μετέφρασε έργα του Γιάννη Ψυχάρη (Guanaco), του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου (Η ανάπαυση των αθλητών), του Ιωάννη Βηλαρά (La batracomiomaquia), του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Διηγήματα), της Ιουλίας Ιατρίδη (Διηγήματα), του Άγγελου Σικελιανού (Ο Διθύραμβος του ρόδου), του Κωνσταντίνου Τσάτσου (La vida a distancia: pensamientos), του Γιώργου Σεφέρη (Τρία κρυφά ποιήματα), του Κωστή Παλαμά (Noblia), του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού (Κορακίστικα). H Natividad Gálvez μετέφρασε Το τρίτο στεφάνι (Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης) και Τα ρέστα, του Κώστα Ταχτσή. Επίσης, μετέφρασε μια ανθολογία του ελληνικού διηγήματος, την Βάρδια, του Νίκου Καββαδία, την Ελένη ή τον Κανένα, της Ρέας Γαλανάκη, την Κυρία Κούλα, του Μένη Κουμανταρέα, και Τις γυναίκες της ζωής της της Λένας Διβάνη. Η Alicia Villar Lecumberri έχει μεταφράσει τα Φύλλα κατοχής της Ιωάννας Τσάτσου, Το χρώμα του φεγγαριού της Αλκυόνης Παπαδάκη και το Ζητείτε ελπίς του Αντώνη Σαμαράκη. Έγραψε ένα βιβλίο πάνω στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και μετέφρασε επίσης την Ποιητική του Αριστοτέλη. Ο José Ruiz Luque μετέφρασε έργα του Καζαντζάκη (Ασκητική), Κώστα Ε. Τσιρόπουλου (Οι άγγελοι, Τα σημεία στίξης), του Γιώργη Κότσιρα (Η λάμψη και το τέρας, Εγκώμιο για την Κύπρο), του Πέτρου Χάρη (Η τελευταία νύχτα στην Γη), του Δημήτρη Παπαδίτσα (De Patmos a Delfos), της Όλγας Βότση (La fuente y el oso), της Διαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου (Φθινοπωρινό φως), του Πέτρου Γλέζου (Los toldos), του Παντελή Πρεβελάκη (Ποιήματα). Ο Juan Manuel Macías είναι ένας ποιητής, τυπογράφος και μεταφραστής που ασχολείται με την μετάφραση είτε από τα αρχαία είτε από τα νέα ελληνικά. Έχει μεταφράσει όλα τα ποιήματα της Σαπφούς, της Μαρίας Πολυδούρη (Οι τρίλλιες που σβήνουν), του Κώστα Καρυωτάκη (Ελεγείες και σάτιρες) και του Καβάφη (Απάντα ποιητικά). Τώρα μεταφράζει την Οδύσσεια του Ομήρου. Η María López Villalba, εκτός από τη συμμετοχή της στη μετάφραση του έργου του Τσίρκα, έχει μεταφράσει έργα της Μαρίας Λαϊνά (El estuche de las células: poemas 1972-2003, μαζί με την Aurora Luque και την Obdulia Castillo García), του Θανάση Βαλτινού (Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο), του Ευγένιου Αρανίτση (και άλλων συγγραφέων, στο βιβλίο Adicción a la nicotina y otras obsesiones: 18 relatos griegos). Μαζί με τον Pedro Bádenas de la Peña, έγραψε το βιβλίο Traducir la revolución: la nueva constitución política de Riga de Velestino. Η Έρση Μαρία Σαμαρά είναι η μεταφράστρια των έργων του Πέτρου Μάρκαρη στα ισπανικά. Η Aurora Luque, ποιήτρια και μεταφράστρια, έχει μεταφράσει τα ποιήματα της Σαπφούς (τώρα θα βγει η τέταρτη έκδοση της δικής της μετάφρασης) και της Μαρίας Λαϊνά. Η Maila García Amorós μετέφρασε το βιβλίο Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρη της Ιωάννας Τσάτσου, Κάτι θα γίνει, θα δεις του Χρήστου Οικονόμου και το Γυναίκες ή σκοτεινή ύλη της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη. Ο Cristián Carandell μετέφρασε μια μεγάλη ανθολογία της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη. Ο Manuel González Rincón μετέφρασε Το νούμερο 31328, του Ηλία Βενέζη, Τον θάνατο του παλικαριού του Κωστή Παλαμά, την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, μεταξύ άλλων έργων. Ο Juan José Tejero μετέφρασε έργα του Γιάννη Ρίτσου (Επιτάφιος, Ρωμιοσύνη, Η κυρά των αμπελιών). Η Nina Anghelidis (Νίνα Αγγελίδη) είναι μια Ελληνίδα μεταφράστρια που έζησε πολλά χρόνια στην Αργεντινή και μετέφρασε από τα ελληνικά στα ισπανικά και αντίστροφα. Μετέφρασε έργα του Οδυσσέα Ελύτη (Autorretrato en lenguaje oral, Η Ελεγεία της Οξώπετρας, μαζί με τον Horacio Castillo, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη, Το μονόγραμμα, Μαρία Νεφέλη, μαζί επίσης με τον Horacio Castillo, Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό, και με τον Nicolás Cócaro), της Κικής Δημουλά (Símbolos solubles, 31 poemas, το δεύτερο μαζί με τον Carlos Spinedi), του Καβάφη (Recuerda cuerpo…, μια ανθολογία ποιημάτων του), του Δημήτρη Καλοκύρη (Η προκυμαία). Μετέφρασε, επίσης, μια ανθολογία με το έργο Ελληνίδων ποιητριών (Poetas griegas 1930-1990). Ο Horacio Castillo μετέφρασε μία ανθολογία με ποιήματα του Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσου, Ελύτη, Βρεττάκου και Βαρβιτσιώτη (Seis poetas griegos). Επίσης, ένα βιβλίο του Ρίτσου (Ρωμιοσύνη) και άλλη μια ανθολογία (Poesía griega moderna). Ο Alfonso Silván Rodríguez μετέφρασε τα άπαντα ποιητικά του Καβάφη, μια ανθολογία του Ελύτη, Τα ποιήματα (1941-1971) του Αναγνωστάκη και δύο βιβλία του Δημήτρη Δημητριάδη (Homeriada, Olvido). Ο Francisco Torres Córdova μετέφρασε έργα του Ελύτη (Τα κορίτσια, Χρονικό μιας δεκαετίας, Prosa: seis ensayos, μια ανθολογία της ποίησής του), του Κακναβάτου, του Αναγνωστάκη, του Σαχτούρη, του Λειβαδίτη, του Καρούζου, της Δημουλά, της Βακαλό, του Βαρβιτσιώτη. Η Laura Salas μετέφρασε Την φόνισσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και το Έγκλημα στο Κολωνάκι του Γιάννη Μαρή. Ο Pedro Mateo μετέφρασε την Αφροδίτη Ουρανία του Άγγελου Σικελιανού και μια συλλογή ποιημάτων του Τάσου Δενέγρη. Η María Enguix μετέφρασε, μαζί με την Eva Ruiz, ένα βιβλίο της Μαρίας Ευσταθιάδη (Σχεδόν… μελό), ένα διήγημα του Αχιλλέα Κυριακίδη («Inenarrable») και ακόμα ένα της Βερονίκης Δαλακούρα («El cuadro de Hodler»). Η Eva Latorre Broto μετέφρασε δυο βιβλία του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη: τους Βαμβακάδες και τα Διηγήματα της Μέσης Ανατολής. Ένα άλλο βιβλίο της Έρσης Σωτηροπούλου μεταφράστηκε στα ισπανικά, το Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές. Έντεκα μεταφραστές και μεταφράστριες πήρανε μέρος σε αυτό το εγχείρημα, υπό τον συντονισμό της Julia Osuna Aguilar και του Francisco González López. Οι μεταφραστές είναι η Julia Osuna Aguilar, ο Francisco González López, η Olga Arroyo Martínez, η Ariadna Barroso Calderón, η María Enguix Tercero, η María Elena García Cueto, ο Antonio García Guzmán, η María Dolores Leiva Leiva, ο Guillermo Marín Casal, η Isabel Meana Melendi και η Cristina Rorris Michos. Εγώ έχω μεταφράσει Τον μόνο πιστό ένοικο, τον Αντώνη Σκιαθά, μια ποιητική ανθολογία του Κώστα Ρεούση (La irrealidad submarina), τις Σπασμένες ψυχές, του Νίκου Καζαντζάκη, Των Ελλήνων τα σώματα, του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου (το τελευταίο μέρος του βιβλίου του Μυστήριο), Ναός του κόσμου του Γιάννη Υφαντή (όχι ολάκερο το βιβλίο, αλλά μια μικρή συλλογή), Ποιήματα, της Ελένης Νανοπούλου, και Ιχνηλάτες του τέλους, του Ν.Γ. Λυκομήτρου. Φέτος, με το καλό, θα βγουν τρεις μεταφράσεις μου: Μουσική, του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου, Η φρίκη μιας παρωδίας: τρεις ομιλίες για την Χρυσή Αυγή του Σάββα Μιχαήλ και Νύχτες που μύριζαν θάνατο του Κώστα Δεσποινιάδη. Ψάχνω, επίσης, εκδότη για δύο ημερολόγια της Ιωάννας Τσάτσου που μετέφρασα πριν από κάποια χρόνια (Η ποίηση και ο Άδης και Ιχνηλασία), για μια ποιητική ανθολογία του Γιάννη Λειβαδά, από το βιβλίο του Άτη: σκόρπια ποιήματα (2001-2009), και για την ποιητική συλλογή Τετράδιο πειραμάτων της Άννας Νιαράκη. Έχω μεταφράσει πολλά ποιήματα και πεζά, κάποια από τα οποία έχουνε βγει σε διαφορετικά περιοδικά: έργα των Ελύτη, Σεφέρη, Καβάφη, Μυρτιώτισσας, Τσιρόπουλου, Κορρέ, Σολέρτη, Καρυωτάκη, Φαρούκ Τουντζάι, Αγγελάκη-Ρουκ, Ιωάννας Τσάτσου, Παναγιώτου, Αντιόχου, Νιαράκη, Σακελλαρίου, Κέντζου, Κουτσουρέλη, Κολοτούρου, Σφαμένου, Γιάζρα, Λιαντίνη, Le Nonce, Μαγγανή, Κατσού, Σοφιανού, Αγραφιώτη, Βαγενά, Χουλιαράκη, Ζαμπάρα (που γράφει στα αγγλικά και στα ελληνικά) και πολλούς άλλους. Olalla: Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία παραμένει ελάχιστα γνωστή στην Ισπανία· αν και αυτό είναι σχετικό, διότι σήμερα είναι ασφαλώς πολύ πιο γνωστή από ό,τι ήταν πριν από τρεις δεκαετίες. Τότε, το ενδιαφέρον των Ισπανών για την Ελλάδα περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην κλασική εποχή: όσοι ενδιαφερόμασταν για κάτι παραπάνω –πολύ λίγοι– ήμασταν εξ ανάγκης outsiders. Η μύηση στον ελληνισμό –πέρα από τον πανεπιστημιακό κύκλο των κλασικών σπουδών– ήταν μια προσωπική πνευματική περιπέτεια. Ήμασταν τρεις και ο κούκος αυτοί που τότε μιλούσαμε νέα ελληνικά. Εγώ υπήρξα αυτοδίδακτος, γιατί τότε δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Άρχισα να μαθαίνω νέα ελληνικά μέσω της γαλλικής και, χρόνια αργότερα… έγινα συγγραφέας –με τον Αλέξανδρο Μαγκρίδη– του πρώτου εμπεριστατωμένου ελληνο-ισπανικού λεξικού. Αυτού που σήμερα χρησιμοποιούν όσοι ισπανόφωνοι ασχολούνται με την ελληνική γλώσσα. Τώρα το ενδιαφέρον έχει αυξηθεί, καθώς και οι τρόποι πρόσβασης στις πληροφορίες· έχουν αυξηθεί και οι μεταφράσεις και οι μεταφραστές, και υπάρχει ακόμα έδαφος ακαλλιέργητο. Έχουν γίνει, σαφώς, σημαντικά και αξιέπαινα βήματα, αλλά το ενδιαφέρον για τον ελληνικό πολιτισμό –και μάλιστα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία– εξακολουθεί να είναι περιορισμένο. Ένα μεγάλο μέρος των μεταφράσεων της νεότερης ελληνικής ποίησης στα ισπανικά αφορά το έργο του Καβάφη. Πώς εξηγείται αυτό το φαινόμενο; Parra: Για εμένα, ο Καβάφης γράφει τα ποιήματα, τα 154, με μια ειλικρίνεια, με μια ανοιχτότητα στη χρήση των ποιητικών υλικών του, τέτοια που μπορείς να βρεις μόνο, από αυτά που έχω διαβάσει, στο έργο του Καρυωτάκη. Δεν είναι μόνο η ομοφυλοφιλία, είναι ο διάλογος με το λαμπρό παρελθόν της ελληνικής γλώσσας. Αυτή η περηφάνια για τα ελληνικά, δηλαδή, για τον ελληνικό πολιτισμό που έφτασε «ως τους Ινδούς», όπως έγραψε στο ποίημα του «Στα 200 Π. Χ.», τον ξεχωρίσει από κάθε πατριώτη που σκέφτεται μόνο τη δόξα της βίας. Τώρα, γιατί ο Καβάφης και όχι ο Καρυωτάκης, ο Παλαμάς, η Αξιώτη, η Μυρτιώτισσα; Μήπως είναι επειδή όλοι αυτοί οι συγγραφείς δεν είχαν τον E. M. Forster και τον Lawrence Durrell να τους κάνουν γνωστούς σε άλλες γλώσσες μέσω της μετάφρασης; Το ίδιο έγινε με το έργο του Ελύτη και του Σεφέρη. Χάρις στους μεταφραστές, στον Kimon Friar κυρίως (αυτό το έγραψε ο James Merrill στην αυτοβιογραφία του), ο δρόμος για το βραβείο Nobel ήταν πιο εύκολος. Κάποιες φορές δεν είναι μόνο η ποιότητα του έργου που ισχύει. Δεν ξέρω εάν είναι επειδή στην εποχή που άρχισε να γίνεται γνωστός ο Καβάφης στην Ισπανία, υπήρχε δικτατορία στη χώρα και ο Καβάφης έγραψε πολύ ανοιχτά στα ποιήματά του για την ομοφυλοφιλία (ο Carles Riba δεν μετέφρασε κανένα από τα ποιήματα που ασχολήθηκαν με την ομοφυλοφιλία). Ο Καβάφης είναι παγκόσμιος ποιητής, οπότε δεν ξέρω εάν έχει καμία σχέση. Η επιτυχία του Καβάφη στην Ισπανία θέλει, όμως, μια εξήγηση, σε σχέση με το πώς έφτασε το έργο του στη χώρα. Λέω Ισπανία και όχι ισπανικά, επειδή οι πρώτες σημαντικές μεταφράσεις του Καβάφη στη χώρα ήταν στα καταλανικά, από τον Riba, τον μεγάλο ποιητή και μεταφραστή, που επίσης μετέφρασε τον Όμηρο. Μετάφραση: Mario Dominguez Parra Parra: Για εμένα, ο Καβάφης γράφει τα ποιήματα, τα 154, με μια ειλικρίνεια, με μια ανοιχτότητα στη χρήση των ποιητικών υλικών του, τέτοια που μπορείς να βρεις μόνο, από αυτά που έχω διαβάσει, στο έργο του Καρυωτάκη. Δεν είναι μόνο η ομοφυλοφιλία, είναι ο διάλογος με το λαμπρό παρελθόν της ελληνικής γλώσσας. Αυτή η περηφάνια για τα ελληνικά, δηλαδή, για τον ελληνικό πολιτισμό που έφτασε «ως τους Ινδούς», όπως έγραψε στο ποίημα του «Στα 200 Π. Χ.», τον ξεχωρίσει από κάθε πατριώτη που σκέφτεται μόνο τη δόξα της βίας. Τώρα, γιατί ο Καβάφης και όχι ο Καρυωτάκης, ο Παλαμάς, η Αξιώτη, η Μυρτιώτισσα; Μήπως είναι επειδή όλοι αυτοί οι συγγραφείς δεν είχαν τον E. M. Forster και τον Lawrence Durrell να τους κάνουν γνωστούς σε άλλες γλώσσες μέσω της μετάφρασης; Το ίδιο έγινε με το έργο του Ελύτη και του Σεφέρη. Χάρις στους μεταφραστές, στον Kimon Friar κυρίως (αυτό το έγραψε ο James Merrill στην αυτοβιογραφία του), ο δρόμος για το βραβείο Nobel ήταν πιο εύκολος. Κάποιες φορές δεν είναι μόνο η ποιότητα του έργου που ισχύει. Δεν ξέρω εάν είναι επειδή στην εποχή που άρχισε να γίνεται γνωστός ο Καβάφης στην Ισπανία, υπήρχε δικτατορία στη χώρα και ο Καβάφης έγραψε πολύ ανοιχτά στα ποιήματά του για την ομοφυλοφιλία (ο Carles Riba δεν μετέφρασε κανένα από τα ποιήματα που ασχολήθηκαν με την ομοφυλοφιλία). Ο Καβάφης είναι παγκόσμιος ποιητής, οπότε δεν ξέρω εάν έχει καμία σχέση. Η επιτυχία του Καβάφη στην Ισπανία θέλει, όμως, μια εξήγηση, σε σχέση με το πώς έφτασε το έργο του στη χώρα. Λέω Ισπανία και όχι ισπανικά, επειδή οι πρώτες σημαντικές μεταφράσεις του Καβάφη στη χώρα ήταν στα καταλανικά, από τον Riba, τον μεγάλο ποιητή και μεταφραστή, που επίσης μετέφρασε τον Όμηρο. Olalla: Κατά την άποψή μου, συντρέχουν πολλοί λόγοι. Πρώτος και σημαντικότερος, η ίδια η λογοτεχνική αξία του έργου του Καβάφη. Αλλά υπάρχουν και άλλοι: οι αναφορές του έργου του σε «οικεία» αρχαιοελληνικά μοτίβα, το ότι θεωρούνταν ήδη «κλασικός», οι πολλές μεταφράσεις του σε άλλες γλώσσες (οι οποίες έδιναν πρόσβαση στο έργο του και διευκόλυναν τη μετάφραση, όχι απαραιτήτως από το ελληνικό πρωτότυπο), και το γεγονός ότι είχε εξελιχτεί σε cult ποιητή πέρα από τον στενό κύκλο τον αρχαιογνωστών. Κάτι παρόμοιο –αν και σε άλλη κλίμακα και τηρουμένων των αναλογιών– έγινε και στην περίπτωση του Ελύτη και του Καζαντζάκη. Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει στην ελληνική λογοτεχνία-υπάρχει κάτι; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ιδιαιτερότητες; Parra: Το γεγονός, πρώτα, πως μπορώ να διαβάζω ελληνικά. Δεν ξέρω εάν υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Υπάρχουνε για εμένα συγκεκριμένοι Έλληνες συγγραφείς που λατρεύω. Από τους κλασικούς του εικοστού αιώνα θαυμάζω τον Καζαντζάκη, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, την Τσάτσου, τη Μυρτιώτισσα, τον Τσίρκα. Ο πεζός λόγος, τα τόσο προσωπικά ελληνικά του Καζαντζάκη είναι συναρπαστικά. Και για τους σύγχρονους μίλησα παραπάνω. Olalla: Προσωπικά, πέρα από τη λογοτεχνία, με ενδιαφέρει η ελληνική γραμματεία ως σύνολο, ως πολιτιστικό corpus, ως πνευματικός αντίκτυπος της περιπέτειας του ανθρώπου, ως σταθερά, ως σημείο αναφοράς και ως πηγή έμπνευσης. Και με συναρπάζει η ελληνική γλώσσα αυτή καθεαυτή. Για εμένα, αν η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία έχει κάποια ιδιαιτερότητα, οφείλεται πρωτίστως στο ότι εξακολουθεί να παράγεται στην ίδια γλώσσα, να μετέχει –κάπως– του ίδιου λόγου. Μετάφραση: Pedro Olalla Gonzalez de la Vega Είναι σημαντικό να γνωρίσουν σήμερα οι Ισπανοί αναγνώστες την ελληνική λογοτεχνία; Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να τους «αγγίξει» σε ένα σύγχρονο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο; Ποιο είναι το προφίλ του Ισπανού αναγνώστη που διαβάζει ελληνική λογοτεχνία; Parra: Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι, νομίζω, ο πιο γνωστός σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας στην Ισπανία. Έχω διαβάσει τρία έργα του και μου άρεσαν αρκετά. Είναι μια εξαίρεση, μαζί με τον Ζορμπά που μεταφράστηκε από την Ancira, και που πρόσφατα βγήκε μια δεύτερη έκδοση. Σε μια ομάδα μεταφραστών, συγγραφέων και αναγνωστών που γνωριζόμαστε μεταξύ μας, ο κύκλος των Ελλήνων συγγραφέων που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον, μεγαλώνει πολύ. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, όλοι αυτοί οι συγγραφείς είναι αρκετά μεταφρασμένοι, αλλά δεν πουλάνε βιβλία όπως ο Μάρκαρης. Τούτος ο συγγραφέας είναι μια καλή αρχή για να γνωρίσει κανείς την ελληνική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα. Κάποια από τα διηγήματά του πάνω στο θέμα των Ελλήνων στην Πόλη είναι εξαιρετικά. Κρίμα που πολλοί αναγνώστες δεν πάνε παραπέρα. Olalla: Κατ’ αρχήν, πιστεύω ότι το να γνωρίσουμε έναν κόσμο «διαφορετικό» από τον δικό μας έχει πάντα ενδιαφέρον, και η λογοτεχνία είναι ένα παράθυρο σε άλλους κόσμους. Στην περίπτωση του ελληνικού γίγνεσθαι, τον Ισπανό αναγνώστη μπορεί να «αγγίξει» τόσο η εγγύτητα όσο και ο εξωτισμός του, πάντα σε επίπεδο αποχρώσεων: είμαστε δύο χώρες και δύο κοινωνίες πολύ παρόμοιες. Αλλά υπάρχει επίσης και το παράθυρο, μέσω της γλώσσας, στον τεράστιο πλούτο που κουβαλάει ο ελληνικός κόσμος, προϊόν μιας κεκτημένης ταχύτητας. Αυτός ο πλούτος, σε μεγάλο βαθμό, δεν έχει τοπικό χαρακτήρα: είναι απόκτημα του ανθρώπου για την ανθρωπότητα. Κύριε Parra, είστε ποιητής. Επικρατεί η άποψη πως μόνο ένας καλός ποιητής μπορεί να μεταφράσει και να αποδώσει τη μαγεία της ποίησης ενός ομότεχνού του σε μιαν άλλη γλώσσα. Ευσταθεί αυτή η άποψη; Πιστεύω, και έχω γράψει πάνω σε αυτό, ότι δεν πρέπει να έχει κανείς έργο ως ποιητής/ποιήτρια για να προχωρήσει σε μια εξαιρετική μετάφραση. Είναι δύσκολο να το μετρήσει κανείς αυτό. Πόσα βιβλία ως ποιητής/ποιήτρια πρέπει να έχεις για να μεταφράσεις ποίηση με τον καλύτερο τρόπο; Εγώ έχω εκδώσει μόνο ένα, και δεν νομίζω ότι θα τελειώσω και το άλλο που γράφω εδώ και πολλά χρόνια. Είμαι γι’ αυτό χειρότερος μεταφραστής από μια μεταφράστρια ή έναν μεταφραστή που έχει εκδώσει δύο, τρία, τέσσερα ή περισσότερα βιβλία ποιημάτων και μεταφράζει ποίηση; Αντιθέτως, είμαι καλύτερος μεταφραστής ποίησης από άλλον μεταφραστή ή άλλη μεταφράστρια που δεν έχει προσωπικό ποιητικό έργο; Για τις δυο τελευταίες ερωτήσεις, η απάντησή μου είναι όχι. Το ποιητικό έργο μου είναι οι ποιητικές μεταφράσεις που έχω κάνει. Έχοντας υπόψη ότι ο μεταφραστής (της ελληνικής λογοτεχνίας) δεν περιορίζεται μόνο στη μετάφραση του βιβλίου, ποιες δυσκολίες/προβλήματα αντιμετωπίζει από την επιλογή του βιβλίου μέχρι την έκδοση και την κυκλοφορία του; Parra: Το γεγονός ότι δεν υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον στον εκδοτικό χώρο πριν από δεκαπέντε χρόνια. Λόγω του ενδιαφέροντος κάποιων εκδοτικών οίκων (Ediciones del Oriente y del Mediterráneo, Ediciones Clásicas, Acantilado, Miguel Gómez Ediciones, Cátedra Universal, Galaxia Gutenberg), τα πράγματα έχουν αλλάξει. Olalla: Πολλές. Συνήθως, δεν είναι απλώς ο ανάδοχος μιας μεταφραστικής εργασίας: είναι ο πρωτεργάτης μιας πολιτιστικής αποστολής, που ξεκινάει με την επιλογή του έργου, συνεχίζεται με την ανεύρεση και την επιστράτευση του εκδότη, εμπλέκεται με την προώθηση του μεταφρασμένου βιβλίου και προχωράει ενίοτε με την αναζήτηση των αναγνωστών. Και πολλές φορές, σχεδόν αμισθί. Τι θα προτείνατε εσείς για να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση; Parra: Εγώ, ως μεταφραστής της νέας ελληνικής γλώσσας, προτείνω τη δουλειά μου. Υπάρχει, όπως είπα προηγουμένως, ένα μικρό αναγνωστικό κοινό στην Ισπανία που ενδιαφέρεται πολύ για την ελληνική λογοτεχνία που γράφεται τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Και υπάρχουν μικροί εκδοτικοί οίκοι που ενδιαφέρονται πολύ γι’ αυτά τα έργα. Τώρα θα βγει σε έναν από αυτούς (Miguel Gómez Ediciones) η δική μου μετάφραση ενός καταπληκτικού έργου του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου (Μουσική). Το μόνο που μπορώ να κάνω, και πιστεύω ότι αυτή είναι η σημαντική δουλειά, είναι να αποκαλύψω στους εκδότες νέες φωνές της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, είτε πεζό λόγο (όπως Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα του Γιάννη Λειβαδά και το Μυθιστόρημα του Θωμά Συμεωνίδη), είτε ποίηση (όπως Ο μονόκερως και η ψύχωση της Αγγελικής Κορρέ και έργα, συγκεκριμένα του ίδιου του Λειβαδά, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, του Κώστα Ρεούση, της Ευτυχίας Παναγιώτου, του Γιάννη Αντιόχου, του Γιάννη Υφαντή, του Γιάζρα Χάλεντ, της Σοφίας Κολοτούρου, του Κώστα Κουτσουρέλη και άλλων). Νομίζω ότι αυτός είναι ο δρόμος μου ως μεταφραστής. Άρχισα με την ποίηση και θα ήθελα να συνεχίζω επίσης με τον πεζό λόγο. Μετάφραση: Mario Dominguez Parra Olalla: Πρώτα απ’ όλα –για να ξεκινήσουμε από το αυτονόητο–, ποιότητα στα πρωτότυπα έργα. Σε όλες τις γλώσσες γράφονται βιβλία που αξίζουν την αδιαφορία του αναγνώστη, και δεν είναι χρέος των μεταφραστών, των εκδοτών, των πολιτιστικών φορέων ή του κράτους να εξασφαλίσουν καταναγκαστικούς αναγνώστες για τούτα τα βιβλία. Πέρα από αυτά, όμως, υπάρχουν και τα καλά έργα, που μπολιάζουν και εμπλουτίζουν τους πολιτισμούς και τους ανθρώπους μεταξύ τους και που όντως αξίζουν να βρουν τους αναγνώστες του. Σε αυτό πρέπει να συνδράμουν, με πιο ανοικτόμυαλα και γενναιόδωρα κριτήρια από αυτά που εφαρμόζονται σήμερα, όλοι όσοι αναφέραμε πριν. Με δύο λόγια, πρέπει να βοηθήσουμε την ποιότητα να προσφέρει ό,τι έχει να προσφέρει.. Ποιες ιδιαιτερότητες, ενδεχομένως δυσκολίες, υπάρχουν όσον αφορά στη μετάφραση από τα ελληνικά στα ισπανικά; Parra: Προσωπικά, αφού δεν έμαθα ποτέ τα αρχαία ελληνικά, μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες είναι όταν πρέπει να αντιμετωπίσω θραύσματα στα αρχαία (μπορώ να καταλάβω συγκεκριμένες λέξεις, άλλα πρέπει πάντα να ψάχνω μια μετάφραση στα ισπανικά). Τα πάω καλύτερα νομίζω με την καθαρεύουσα. Άλλα θα έρθει ο καιρός, με το καλό, όταν πρέπει να μεταφράσω πεζά έργα του Ανδρέα Εμπειρίκου, παραδείγματος χάριν, και θα πρέπει να βρω τον τρόπο να διακρίνεται η καθαρεύουσα από τη δημοτική στην ισπανική γλώσσα. Έγραψα ένα άρθρο πάνω σ’ αυτή τη δυσκολία. Στον Μέγα Ανατολικό και στην Αργώ, ο Εμπειρίκος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα στην αφήγηση και τη δημοτική στους διαλόγους. Και αυτό πρέπει κάπως να φαίνεται στη μετάφραση. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει στις μεταφράσεις του Καβάφη. Δεν είναι καθόλου εύκολο να μεταφραστούν τα ελληνικά του Αλεξανδρινού στα ισπανικά, και το αποτέλεσμα, σε γλωσσολογικό επίπεδο, δε φαίνεται απλό. Olalla: Πέρα από ό,τι μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι δύο γλώσσες πολύ ταιριαστές, πολύ συμβατές. Δύο προσόντα, όμως, που είναι θεμελιώδη για έναν καλό μεταφραστή, είναι το λογοτεχνικό ταλέντο (ή αλλιώς η «λογοτεχνική πονηριά») και το βίωμα της γλώσσας στην πραγματική ζωή. Χωρίς αυτά, δύσκολα επιτυγχάνεται μια καλή μετάφραση. Ο μεταφραστής είναι ο ίδιος δημιουργός κατά τη μετάφραση ή διαμεσολαβητής ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη; Parra: Στην Ισπανία είμαστε αναγνωρισμένοι ως δημιουργοί. Και πρέπει να είμαστε. Δεν μπορούμε, κατά τη γνώμη μου, να το αποφύγουμε. Οι αναγνώστες διαβάζουν ένα ποίημα, ένα μυθιστόρημα, ένα διήγημα, ένα θεατρικό έργο, ένα δοκίμιο, όλα μεταφρασμένα, και αυτός είναι ο στόχος μας: ένα λογοτεχνικό έργο ως αποτέλεσμα της μεταφραστικής διαδικασίας. Olalla: Κατά περίεργο τρόπο, είναι και τα δύο, και καλείται συνεχώς να ελέγχει τα όρια και να τα βάζει στο σωστό σημείο. Είναι αλήθεια ότι ο μεταφραστής αισθάνεται λίγο πολύ όπως τον στιχουργό ενός τραγουδιού που παραμένει στην αφάνεια, αφού ο ερμηνευτής καρπώνεται σχεδόν όλη τη δόξα; Parra: Εγώ πιστεύω ότι οι μεταφραστές είμαστε ερμηνευτές, ο καθένας με το δικό του/της τρόπο ή ύφος. Αυτό το έγραψε ο George Steiner, όταν προχώρησε στην αναλογία με έναν μουσικό που παίζει μια παρτιτούρα. Olalla: Εξαρτάται από την περίπτωση. Όταν ο καλός μεταφραστής είναι και καλός συγγραφέας, συνήθως δεν μένει στην αφάνεια. Ποια θεωρείτε εσείς καλή μετάφραση και ποιο θα μπορούσε να είναι το εγχειρίδιο του καλού μεταφραστή; Parra: Εξαρτάται από το λογοτεχνικό είδος. Στην ποίηση, συμφωνώ με τον μεταφραστή Juan Manuel Macías: το αποτέλεσμα της μετάφρασης ενός ποιήματος πρέπει να είναι ένα ποίημα. Έχω την άποψη ότι ακόμα και αν πρέπει να χρησιμοποιεί ο κάθε μεταφραστής, η κάθε μεταφράστρια, την ομοιοκαταληξία, που πολλές φορές αποφεύγεται, πρέπει να την βρει ακόμα και αν δεν είναι με τις ίδιες λέξεις. Το ίδιο γίνεται με την παρήχηση: αφού η κάθε γλώσσα έχει τη μουσική της, είναι σημαντικό για εμένα να την αναπλάσω στη μετάφραση, ακόμα και αν δεν μπορώ να το κάνω με τις ίδιες λέξεις στις οποίες εμφανίζεται στο πρωτότυπο. Πάντα προσπαθώ να βρω τη μουσική του ποιητικού πρωτοτύπου στην Ισπανική γλώσσα. Βεβαίως, ο ρυθμός του κάθε στίχου είναι ουσιώδης. Με τον πεζό λόγο, τον μυθιστορηματικό, είναι σημαντικό, πιστεύω, να βρει κανείς τον τόνο του κάθε συγγραφέα για να τον μεταφέρει στα ισπανικά. Δεν είναι κάτι, ας πούμε, «επιστημονικό», αλλά πιστεύω ότι δεν είναι μόνο η αφήγηση, αλλά και ο τρόπος αφήγησης. Η αναγνώριση αυτών των ευρημάτων θέλει πολλή δουλειά, πριν αρχίσει κανείς να μεταφράζει ένα έργο. Θυμάμαι μια συνέντευξη της μεταφράστριας Selma Ancira, που επίσης μεταφράζει από τα ρώσικα. Είπε ότι για να μεταφράσει έργα του Τολστόι διάβαζε συχνά, ως μέρος της μεταφραστικής διαδικασίας, έργα του Benito Pérez Galdós (σύγχρονος συγγραφέας του Ρώσου), για να βρει τον τόνο του πεζού λόγου του συγγραφέα του Πολέμου και Ειρήνης στα ισπανικά. Εγώ προσπάθησα να κάνω το ίδιο με το έργο του Καζαντζάκη Σπασμένες Ψυχές. Διάβασα ένα έργο, Nuestro padre San Daniel, του Gabriel Miró, που είναι γνωστός ως μέγας υφολόγος του ισπανικού πεζού λόγου από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Στο έργο υπάρχει μεγάλη δόση λυρισμού, όπως κατά τη γνώμη μου γίνεται με το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη (τα δυο έργα εκδόθηκαν περίπου στην ίδια εποχή), τόσο διαφορετικό από τα πιο γνωστά έργα του. Αλλά, ταυτόχρονα, αυτό το έργο κρύβει τα χαρακτηριστικά των αριστουργημάτων του Κρητικού. Το κάθε έργο θέλει διαφορετικές λύσεις. Olalla: Για εμένα, μια καλή μετάφραση είναι αυτή που αφήνει στον αναγνώστη της έναν παρόμοιο αντίκτυπο –όσο πιο παρόμοιο γίνεται– με αυτόν που άφησε το πρωτότυπο έργο στον αναγνώστη του. Έχω για εγχειρίδιό μου –και για πυξίδα μου– αυτή την αρχή. Ποια σημαντική εμπειρία που ζήσατε όλα αυτά τα χρόνια, μεταφράζοντας ελληνική λογοτεχνία, θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; (ενδεχομένως άγνωστα περιστατικά, η σχέση-επικοινωνία με τον συγγραφέα κ.λπ.) Parra: Η μετάφραση του πρώτου μυθιστορήματος του Καζαντζάκη, Σπασμένες Ψυχές, ήταν εξαιρετικά περίπλοκη λόγω της χρήσης των νεολογισμών, από την πρώτη σελίδα. Έπρεπε να φτιάξω και εγώ νεολογισμούς (αλλιώς δεν θα ήταν ούτε καλή ούτε πιστή μετάφραση) και να κάνω μια λίστα, αναφέροντας από ποιες δυο (κάποιες φορές, εάν θυμάμαι καλά, τρεις) λέξεις προερχόταν ο κάθε νεολογισμός. Ο πεζός λόγος του Γιάννη Λειβαδά, επίσης, είναι εξαιρετικά δύσκολος, σε σχέση με το λεξικό και με τη σύνταξη. Το έργο του Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα είναι ένα παράδειγμα για αυτή τη δυσκολία και θα ήθελα πάρα πολύ να το μεταφράσω. Τα ποιήματα της Αγγελικής Κορρέ μου βάζουν δύσκολα, όταν μεταφράζω αυτό το προσωπικό ποιητικό σκότος της, που τόσο λατρεύω. Τα πεζά ποιήματα του Κώστα Ρεούση μου έσπασαν το κεφάλι κάποιες φορές, γιατί σε εκείνα δεν χρησιμοποιεί σημεία στίξης. Τα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ που έχω μεταφράσει είναι τόσο ωραία που δεν καταλαβαίνω πως ακόμα δεν υπάρχει ολάκερο βιβλίο της μεταφρασμένο στα ισπανικά (βεβαίως θα ήθελα να το μεταφράσω εγώ). Μεγάλη ευχαρίστηση ένιωθα μεταφράζοντας έργα της. Και ένιωθα την ίδια ευχαρίστηση, όταν μετέφρασα ποιήματα του Γιάννη Υφαντή σε μια μικρή συλλογή που βγήκε στην Αργεντινή. Olalla: Οι εμπειρίες είναι πολλές (όπως πολλά τα χρόνια), αλλά θα ξεχώριζα τρεις πολύ έντονες από δημιουργική άποψη: η διδασκαλία της μετάφρασης (ακούραστη άσκηση επίγνωσης και περισυλλογής γύρω από τον λόγο), η από κοινού μετάφραση με κάποιον Έλληνα και η μετάφραση των δικών μου έργων (από κοινού ή μη). Mario Domínguez Parra Ο Mario Domínguez Parra (Alicante, 1972) είναι Ισπανός ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Το 2006 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο ποιημάτων Apolonía (Santa Cruz de Tenerife, Ediciones Idea). Μετέφρασε αρκετά βιβλία από τα αγγλικά στα ισπανικά και από τα ελληνικά στα ισπανικά. Ορισμένες από τις μεταφράσεις του είναι οι εξής: Rastreadores del fin, «Ιχνηλάτες του τέλους», de N.G. Lykomitros (Ediciones Idea, 2011), edición bilingüe; «Ποιήματα/Poemas», de Eleni Nanopulu (Atenas, Endymión, 2012), edición bilingüe; Templo del mundo, de Yannis Yfantís (Buenos Aires, audisea., 2014), edición bilingüe. Los cuerpos de los griegos, de Kostas E. Tsirópulos (Carmina in minima res, 2015), edicion bilingüe. Almas rotas, de Nikos Kazantzakis (Málaga, Ginger Ape Books&Films, 2016). La irrealidad submarina (1993-2015), de Costas Reúsis (Sevilla, La Isla de Siltolá, 2017), edición bilingüe. El único inquilino fiel, de Antonis D. Skiazás (Grecia, Εκδόσεις Πικραμένος, 2017), μετάφραση στα Ισπανικά (δική μου) και στα Αγγλικά (από την Δέσποινα Κριστ και τον Ρόμπερτ Κριστ). https://logotejnikimetafrasi.wordpress.com/

Read more at: https://www.literature.gr/