Περιμένοντας το παρελθόν.
24 Ιανουαρίου 2005, ένα χρόνο μετά το θάνατο της Σόνιας
Ξερός κήπος ερειπωμένης μονοκατοικίας. Τα σημάδια της πυρκαγιάς που την έχουν καταστρέψει είναι εμφανή. Χαμηλός φωτισμός σε ψυχρά χρώματα. Από μακριά ακούγονται κεραυνοί. Στο κέντρο της σκηνής ένα καμένο δέντρο. Στον κορμό του είναι ακουμπισμένος ο Χρόνης. Φοράει μια μακριά σκούρα καμπαρντίνα. το βλέμμα του χαμηλά, στο χώμα. Στρίβει τσιγάρο και το ανάβει. Στην άκρη της σκηνής στέκεται ο Συμεών με σηκωμένο το γιακά του μπουφάν του. Έχει γυρισμένη την πλάτη του στον Χρόνη και κοιτάζει το καμένο σπίτι. Καπνίζει.
ΣΥΜΕΩΝ: Μας ξανάρθες βλέπω.
ΧΡΟΝΗΣ: Λες;
ΣΥΜΕΩΝ: Νόμιζα πως θα πήγαινες στο μνήμα της.
ΧΡΟΝΗΣ: Κι εγώ το ίδιο.
(Σιωπή)
ΣΥΜΕΩΝ: Θα βρέξει.
ΧΡΟΝΗΣ: Ναι, θα βρέξει.
(Σιωπή)
ΣΥΜΕΩΝ: Δεν γίνεται τίποτα.
ΧΡΟΝΗΣ: Κι εγώ αυτό πιστεύω.
(Σιωπή)
ΣΥΜΕΩΝ: Ποιο ρόλο θα ‘θελες να παίξεις, του Βλαδίμηρου ή του Εστραγκόν;
ΧΡΟΝΗΣ: Τι;
ΣΥΜΕΩΝ: Ή του Γκοντό;
ΧΡΟΝΗΣ: Πόσο έχεις πιει;
ΣΥΜΕΩΝ: Άσ’ το.
Ο Χρόνης βγάζει από την εσωτερική τσέπη της καμπαρντίνας του ένα λευκό τριαντάφυλλο και το αποθέτει στη ρίζα του δέντρου. Ο Συμεών γυρίζει και τον παρακολουθεί. Λίγο πριν βγει από τη σκηνή ο Χρόνης σταματάει και κοιτάζει για πρώτη φορά τον Συμεών.
ΧΡΟΝΗΣ: Θα μιλήσουμε σύντομα. Κάτι μου χρωστάς και θα σε χρειαστώ.
Πετάει το τσιγάρο του και φεύγει. Ο Συμεών βγάζει από την τσέπη του μπουφάν του ένα μικρό πλακέ μπουκάλι βότκα. Το αδειάζει μονορούφι και το αφήνει δίπλα στο λευκό τριαντάφυλλο.
Σκοτάδι.
2005, τρεις βδομάδες μετά.
Στο ουζερί του Μήτσου στο Χαλάνδρι, το αφεντικό έφτιαχνε μια κοκκινιστή σουπιά, ικανή να κάψει τα σωθικά σου κι όμως εσύ να επιμένεις να δυναμώσεις τη φωτιά με τσίπουρο και βούτες με ψωμί στη σάλτσα, μέχρι η πύρινη κόλαση να φτάσει στα δάχτυλα των ποδιών σου και να αγιοποιηθείς καιόμενος και νοσταλγώντας τις αμαρτίες σου.
Κάθονταν, τρεις γκρι άντρες σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, έτρωγαν σιωπηλοί και παρατηρούσαν τα προφίλ των όρθιων πελατών στη μικρή μπάρα, που λίγο μετά το μεσημέρι καλλώπιζαν τον κόσμο τους πίνοντας ουίσκυ με νερό. Ο δικηγόρος Συμεών Πιερτζοβάνης, ήδη ελαφρώς ζαλισμένος, ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αδιαφορώντας για τις σταγόνες που λέκιαζαν το θαλασσί του πουκάμισο και ο Χρόνης Χαλκίδης, πρώην επικεφαλής των Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας, που είχε καταδικάσει χωρίς δίκη και είχε εκτελέσει εν ψυχρώ τους υπεύθυνους για το θάνατο της Σόνιας, της γυναίκας που σημάδεψε τη ζωή του και που δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Ο Πιερτζοβάνης είχε κι αυτός μια ουλή στην καρδιά του που συναντούσε την ουλή του Χαλκίδη, το πένθος που τους έδεσε επειδή την ίδια γυναίκα που σημάδεψε και τη δική του ζωή την έκλεψε η ίδια πυρκαγιά. Οι ένοχοι καιγόντουσαν εδώ και καιρό στην κόλαση που φιλοξενούσε πια και αυτούς αλλά και τους άλλους, τους φτωχούς, τους ανήμπορους, τους κατώτερους. Με όπλο το μίσος τους και τον έρωτά τους, το σταθερό χέρι του μπάτσου και την πολύτιμη συνεργασία του δικηγόρου είχαν καθαρίσει τους λεκέδες και κοιμόντουσαν πια πιο εύκολα. Ο Πιερτζοβάνης θαμμένος στον πάτο μπουκαλιών οινοπνεύματος, προετοίμαζε τον θάνατό του, με μια αξιοθαύμαστα μεθοδική θλίψη. Ο Χαλκίδης, χωμένος πίσω από ένα γραφείο αρχειοθετούσε έγγραφα μιας και η δράση του είχε αφήσει ίχνη τα οποία δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να εμφανιστούν γιατί θα έβλαπταν σοβαρά κάθε λογής εξουσίες. Ο αρχηγός της Αστυνομίας, ο ορισμός του υπηρέτη αυτών των εξουσιών, μισό χρόνο πριν τη σύνταξη, είχε πια κουραστεί. Τη γυναίκα του την είχε φάει ο καρκίνος, η κόρη του παντρεύτηκε πάμπλουτο επιχειρηματία στη Μελβούρνη και ερχόταν στην Ελλάδα κάθε τρία χρόνια. Ένας άνθρωπος, πνιγμένος στη μετριότητα και μόνος. Και που ζητούσε να αποχωρήσει σκορπίζοντας πυροτεχνήματα ηθικής και εντιμότητας, ιδιότητες που είναι αμφίβολο αν διέθετε.
Τέλειωσαν το φαγητό, το νεαρό γκαρσόνι με τους κρίκους στα αυτιά και τη μαύρη μπλούζα με τον άγριο πάνθηρα στην πλάτη, μάζεψε τα πιάτα, άφησε στο τραπέζι το καραφάκι και το ποτήρι του Συμεών κι ακούμπησε στην άκρη ένα πλαστικό κυπελάκι με λίγο νερό. «Όσο μπορείτε πιο διακριτικά» ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ευχαριστώντας για το δεκάρικο που του άφησε φιλοδώρημα ο αρχηγός. Ο Πιερτζοβάνης άναψε ένα Ζιτάν, ο Χαλκίδης έστριψε ένα δικό του κι ο αρχηγός έβγαλε από την τσέπη του το κομπολόι με τις λεπτές, ασημένιες χάντρες.
«Θα σας σκοτώσει αυτό το πράγμα» μουρμούρισε κοιτώντας τα τσιγάρα τους κι άρχισε να μιλάει. Ένας μονόλογος τριών λεπτών. Κάτι ανάμεσα σε θεωρία συνομωσίας, λιτή παράκληση και διστακτικό τελεσίγραφο. Κάτι σαν «ή θα το κάνεις ή…» Το παγωμένο του χαμόγελο δεν έκρυβε την απειλή, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Όταν τελείωσε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Πιερτζοβάνη.
«Ο Χρόνης θα σου εξηγήσει τα πάντα. Θέλω την απάντησή σου σε τρεις μέρες»
Έφυγε και τους άφησε μόνους. Το βλέμμα του Χαλκίδη είχε βυθιστεί σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο δίπλα του. Μια παρέα πέντε ανδρών που ύψωναν στον φακό τα χαμογελαστά τους ποτήρια.
«Άραγε πόσοι απ’ αυτούς ζουν σήμερα;» αναρωτήθηκε και κοίταξε τους πελάτες του μαγαζιού. «Δε βλέπω κανέναν τους εδώ» είπε μετά από λίγο και πέταξε το τσιγάρο του στο κυπελάκι.
«Δικηγόρε, έχουμε να βρεθούμε κοντά ένα χρόνο, έτσι δεν είναι; Δεν σου ‘κανε εντύπωση ότι δεν έγινε ντόρος για μερικές δολοφονίες, ότι κανείς δεν σε ενόχλησε για την υπόθεση της Σόνιας; Ότι με βλέπεις μπροστά σου ατσαλάκωτο; Που λέει ο λόγος δηλαδή. Πήρε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο μου και το στριφογύριζε στα δάχτυλά του. Συνέχισε μιλώντας κυρίως στον εαυτό του.
«Τα είπα στον αρχηγό με το νι και με το σίγμα. Δεν είναι όσο βλάκας φαίνεται. Κατάλαβε και τον δικό σου ρόλο στην ιστορία και κυρίως κατάλαβε πως αν η υπόθεση γινόταν πρωτοσέλιδο πολλές καρέκλες και πολλοί προύχοντες θα γίνονταν κομματάκια. Και ο ίδιος φυσικά. Είχαμε και την Ολυμπιάδα και δεν τους έπαιρνε με τίποτα. Είχα κάνει και τη δουλειά άψογα, ούτε ίχνος δεν είχα αφήσει, παρέδωσα ένα φάκελο με όλες τις λεπτομέρειες σ’ ένα συμβολαιογράφο – ξέρεις, το κλισέ ‘αν πάθω τίποτα και τα λοιπά’ – κι έτσι το θάψιμο ήταν εύκολο. Ένας δημοσιογράφος κάτι μυρίστηκε αλλά τον ανάγκασαν να λουφάξει με τους γνωστούς τρόπους. Πώς το είχε πει αυτός ο ιταλός; Για να κάνεις δικτατορία δε χρειάζεσαι τανκς, αρκεί η τηλεόραση. Πήρα άδεια, έβαλα το γιο μου να μου ορκιστεί ότι δε θα ‘κανε καμιά μαλακία και πέρασα λίγους μήνες στη Μάλτα. Παπάρια χώρα αλλά με παρηγόρησε μια Σενεγαλέζα που δεν έλεγε όχι σε δυο τρεις γραμμές κόκα. Γύρισα κύριος, με βάλανε επικεφαλής στο τμήμα των αρχείων, μου αύξησαν το μισθό κι όλα καλά.
Μέχρι που με κάλεσε σπίτι του ο αρχηγός και μου ‘σκασε το παραμύθι που θα σου πω».
Άναψε το τσιγάρο που είχε πάρει απ’ το μπλε πακέτο μου, τον έπιασε βήχας, ΄γαμημένα Ζιτάν΄, μουρμούρισε, το πέταξε κι άρχισε να στρίβει ένα δικό του. Ο Συμεών άδειασε το ποτήρι του και τον παρατήρησε. Το ξυρισμένο του κρανίο, οι ρυτίδες στο μέτωπο, κάτω από τα μάτια και στις άκρες των χειλιών του, το ατημέλητο γένι του, το τρέμουλο των χεριών του – το μόνο που έλειπε από την εικόνα του ήταν η λεζάντα «παραίτηση». Ψαχούλεψε τις τσέπες του μπουφάν που είχε κρεμάσει στην πλάτη της καρέκλας του κι έβγαλε δυο κόλλες χαρτί και γυαλιά πρεσβυωπίας.
«Γερνάμε Πιερτζοβάνη, η μνήμη αδυνατίζει» είπε και άρχισε να μιλάει αργά και καθαρά, ξέροντας ότι τα περισσότερα εγκεφαλικά κύτταρα του συνομιλητή του ήταν διάτρητα από το αλκοόλ.