Ελληνική πεζογραφία και Χριστούγεννα
Της Φανής Κεχαγιά
Η λέξη Χριστούγεννα (αγγλιστί Christmas) προέρχεται από την παλιά φράση «Cristes maesse», που μεταφράζεται σε «μάζα του Χριστού», και η επιλογή της ημερομηνίας εορτασμού της γέννησης του Χριστού από τους επικεφαλής της εκκλησίας, τον 4οαιώνα μ.Χ., σχετίζεται με τη ρωμαϊκή γιορτή Σατουρνάλια, που γιορταζόταν από τις 17 έως τις 21 Δεκεμβρίου.
Όταν στην Ελλάδα –ίσως και αλλού– σκεφτόμαστε τα Χριστούγεννα σε λογοτεχνικά κείμενα, η πρώτη σκέψη δεν πηγαίνει στα καθ’ υμάς, αλλά στον Ντίκενς και τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του («Α Christmas Carol», 1843), που επέβαλε, κατά κάποιον τρόπο, τα βικτοριανά Χριστούγεννα στη λογοτεχνία, προσδίδοντας, με τη μετάλλαξη του γερο-Εμπενίζερ Σκρουτζ από μίζερο και φιλάργυρο σε καλόκαρδο και γενναιόδωρο, νέο νόημα στη γιορτή των Χριστουγέννων, το οποίο συνίσταται κυρίως στο ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων μετατρέπει τους κακούς σε σπλαχνικούς ανθρώπους και το κακό σε καλό, εν γένει. Ο Κάρολος Ντίκενς, με τη συγγραφή της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας», συνέλαβε την ιδέα που ονομάστηκε «φιλοσοφία των Χριστουγέννων» και την καθιέρωσε γράφοντας στο εξής, κάθε χρόνο έως το 1967, νέες χριστουγεννιάτικες ιστορίες με τους «καλούς» να επικρατούν και τους «κακούς» να έρχονται αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις των πράξεών τους, δημιουργώντας έτσι ένα παγκόσμιο, στην εξέλιξή του, φαινόμενο-ρεύμα συγγραφής χριστουγεννιάτικων ιστοριών.
Το σίγουρο είναι ότι τα Χριστούγεννα, ως αποθέωση του καλού και της δυτικοτραφούς αποθέωσης της οικογενειακής ευτυχίας και αφθονίας αγαθών, άρχισε να κατακτά τον κόσμο από τα μέσα του 19ου αιώνα – μέχρι τότε, το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων γιορταζόταν σύμφωνα με τις παραδόσεις κάθε τόπου, περισσότερο ως θρησκευτική εορτή –, κάτι που, αναπόφευκτα, επηρέασε και τη λογοτεχνία, με την εμφάνιση του νέου είδους των χριστουγεννιάτικων, κυρίως βικτοριανού κλίματος, ιστοριών.
Βέβαια, παρά την παγκόσμιας εμβέλειας καθιέρωση των αγγλόφωνων έργων, η εντόπια λογοτεχνία κάθε τόπου δίνει το δικό της στίγμα. Η δική μας χριστουγεννιάτικη λογοτεχνία, για παράδειγμα, θεμελιώνεται στο χριστουγεννιάτικο παπαδιαμαντικό σύμπαν, το οποίο δεν είναι αποκλειστικά θρησκευτικό –και σίγουρα δεν έχει τίποτε βικτοριανό–, αλλά κεντρώνεται στα ανθρώπινα πάθη, στη φτώχεια και στον ζόφο, στη θεία δίκη, ενίοτε στον θάνατο και, συχνότερα, στο μυστήριο, που κάποιες φορές είναι μεταφυσικό και κάποιες φτάνει στα όρια του θρίλερ, στην παρηγοριά του ποτού («να πίη ένα ρώμι να ζεσταθή») και, φυσικά, στα στοιχεία της σκιαθίτικης φύσης και στον χειμώνα – φουρτουνιασμένη θάλασσα, βοριάς, χιονισμένα βουνά («σφοδρός άνεμος κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά»).
Για παράδειγμα, στο διήγημα «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη», πρωταγωνιστεί η κακομοιριά και η φτώχεια. Ο ήρωας μαστρο-Παύλος, αντί να εργαστεί, ξημεροβραδιάζεται στο καπηλειό και τρωγοπίνει από τα κεράσματα των άλλων, καταδικάζοντας την οικογένειά του να στερηθεί το φαγητό για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι («Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά διά να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς»). Στο διήγημα «Το Χριστόψωμο» (πρωτοδημοσιεύτηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς, επαναδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1941 –μέχρι τότε είχε παραμείνει ξεχασμένο– από τον Γεώργιο Βαλέτα στο περιοδικό Νέα Εστία), η γριά Καντάκαινα προσπαθεί παραμονή Χριστουγέννων να δολοφονήσει την άτεκνη νύφη της με ένα δηλητηριασμένο χριστόψωμο, το οποίο μοιραία τρώει ο γιος της, με αποτέλεσμα η Καντάκαινα να γίνεται δολοφόνος του παιδιού της. Στο διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο» (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το 1892) η υπόθεση επικεντρώνεται στην προσπάθεια ενός ιερέα και λίγων συντοπιτών του να ταξιδέψουν την παραμονή των Χριστουγέννων με καράβι, παρά τον άσχημο καιρό, στο Κάστρο της Σκιάθου, για να σώσουν δυο συγχωριανούς τους που έχουν αποκλειστεί από το χιόνι. Η ομάδα (17 άτομα μαζί με τον αποφασισμένο ιερέα) ξεκινά χαράματα και, έπειτα από πολύωρη ταλαιπωρία στην τρικυμισμένη θάλασσα, φτάνουν νύχτα στην ακτή και με χίλιες δυσκολίες ανεβαίνουν από το χιονισμένο μονοπάτι στο Κάστρο, όπου βρίσκουν σώους τους δύο αποκλεισμένους που έχουν καταφύγει στο εκκλησάκι μαζί με δύο βοσκούς. Στο προαύλιο της εκκλησίας ανάβουν μεγάλη φωτιά και, ενώ αρχίζει η λειτουργία των Χριστουγέννων, φτάνουν τρεις ναυτικοί τους οποίους οδήγησε στην ακρογιαλιά σαν σωτήριος φάρος η φωτιά. Την επόμενη ημέρα, που η τρικυμία κοπάζει, γιορτάζουν τα Χριστούγεννα και επιστρέφουν στα σπίτια τους με ασφάλεια.
Σε ύφος παπαδιαμαντικό, χαρακτηριστικό είναι το διήγημα του Κώστα Βάρναλη «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη». O Κώστας Βάρναλης, που έγραψε αρκετά διηγήματα με φράσεις και λέξεις του Παπαδιαμάντη, στο συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζει ως ήρωα τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη: «Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸ Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὄτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικόν του δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει! […] Ἐκείνην τὴν χρονιὰν τὰ Χριστούγεννα ἔπεσαν Παρασκευήν. Τόσον τὸ καλύτερον. Θὰ νηστεύσει καὶ πάλιν, ὡς τὸ εἶχε τάμα νὰ νηστεύει διὰ βίου κάθε Παρασκευὴν […]. Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿ ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲ τὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺς ἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους».
Αλλά και πολλοί άλλοι πεζογράφοι μας εμπλούτισαν, με τη δική του πένα ο καθένας, την ελληνική πεζογραφική παραγωγή στο είδος των χριστουγεννιάτικων ιστοριών. Στο διήγημα του Κώστα Κρυστάλλη «Προπέρσινα Χριστούγεννα (Φιλική γραφή από τα Γιάννινα)» (1892), οι φαρμακωμένοι από τον φόβο του Τούρκου Έλληνες δεν τολμούν να πάνε στις κλειστές εκκλησιές, μέχρι που γίνεται το θαύμα: «Πήραμαν τα προνόμια!… Τώρα αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι όλοι ετρέχαμαν κατά τη Μητρόπολη! Εκεί ηύραμαν ολάνοιχτες της εκκλησιάς τες πόρτες κι αναμμένα τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες. Είχε γιομίσει κόσμον η εκκλησιά και μέσα και στην αυλή ακόμα. Οι εικόνες δεν επρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζει απάνου. Ξεσυννέφιασαν και οι όψες των χριστιανών, όπ’ έλαμπαν τώρα χαρούμενες κι αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα. Και μέσ’ από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη: — Θε μου, δώσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνει από ολούθε νικήτρια, δώσε κι εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να φτουράμε της σκλαβιάς τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, ως που να σωθούν καμιά μέρα οι αμαρτίες μας κι ως που να δούμε άστρο ελευθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ’ άστρο».
Στο «Θείον Όραμα» του Ανδρέα Καρκαβίτσα, τη νύχτα των Χριστουγέννων, ο Κώστας Αξιώτης και οι υπόλοιποι ναύτες, καταμεσής της αγριεμένης Μαύρης θάλασσας, ονειρεύονται και νοσταλγούν τη θαλπωρή του σπιτιού τους (« Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, πάγωνε τ’ ακρογιάλια, κρουστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια στα βουνά. Και το πλήρωμα, ναύτες και θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στη θερμάστρα, φρόντιζαν να ζεσταθούν με τη φασκομηλιά και το ψωμοτύρι»). Και εδώ, όπως και στο επίσης χριστουγεννιάτικο «Άνθος του Γιαλού» του Παπαδιαμάντη, υπάρχει η αίσθηση ευλάβειας προς το θαύμα της θείας Ενσάρκωσης, ανακατεμένη με χαρά και πίκρα, καθώς οι δύο ιστορίες είναι εμβαπτισμένες στη νοσταλγία των οικογενειακών γιορτών και κυριαρχεί η θάλασσα που χωρίζει τους ήρωες από το σπίτι και την οικογενειακή εστία, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα επώδυνο στη γιορτή των Χριστουγέννων.
Και ο άλλος «Σκιαθίτης Αλέξανδρος» της λογοτεχνίας μας, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (ξάδελφος του Παπαδιαμάντη) (1850-1929), έγραψε δύο χριστουγεννιάτικα διηγήματα, την «Αλτανού» και την «Ιστορία μιας τυρόπιτας (η οποία εις το τέλος γίνεται φασκόμηλον)», όπου αναδεικνύεται η ξεχωριστή κωμική φλέβα του. Οι υποθέσεις των διηγημάτων διαδραματίζονται σε διαφορετικούς τόπους. Η πρώτη αφήγηση μας ταξιδεύει στη Σκιάθο, όπου ζει η Αλτανού, μια «υψηλή χήρα, σαν λεύκα, με μια μαύρη μανδήλα πάντοτε, και με μια πλέον μαύρη καρδιά», μια φιγούρα τραγική, ανήμπορη να σώσει τον γιο της, τον Μανώλη, από τη μοιραία γοητεία της θάλασσας. Το δεύτερο διήγημα μας μεταφέρει σε δημοφιλή στέκια της παλιάς Αθήνας, στα οποία σύχναζαν εκείνη την εποχή ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίδης και άλλοι φημισμένοι συγγραφείς. Μέσα από καθημερινά επεισόδια της ζωής των δύο ξαδέλφων και φίλων, σκιαγραφείται με πνευματώδη τρόπο το πορτρέτο ενός ανθρώπου που, αν και ολιγαρκής και λιτοδίαιτος, είχε μεγάλη αδυναμία στην παραδοσιακή σκιαθίτικη τυρόπιτα. Ανήμερα Χριστούγεννα, του προτείνουν να δοκιμάσει μια μοντέρνα εκδοχή της, αλλά μπορεί άραγε μια τυρόπιτα να μεταμορφωθεί σε φασκόμηλο;
Στο διήγημα του Χαράλαμπου Βασιλογιώργη «Χριστούγεννα στο Μέτωπο» (Αναγνωστικό Στ΄ Δημοτικού, ΟΕΔΒ, 1939), ο αφηγητής, παραμονή Χριστουγέννων, νοσταλγεί από το μέτωπο («Προφυλακές Ολύτσικα Ηπείρου, 24 Δεκεμβρίου 1912») τα Χριστούγεννα στο σπίτι του: «Πώς πεταγόμαστε τη νύχτα από τον ύπνο, όταν ακούγαμε το γλυκό, χαρμόσυνο ήχο της καμπάνας. Στο δρόμο εκείνο το βράδυ κανένας φόβος∙ ένας ένας, νέοι, γέροι, γριές, παιδιά, χωμένοι στα παλτά τους, τραβούσαν για την εκκλησία∙ αλήθεια, πώς μας άρεσε κι εμάς των παιδιών η εκκλησία εκείνο το βράδυ. Και την άλλη μέρα τι χαρά! Χριστόψωμα, γαλοπούλες, φρούτα∙ παντού εορτάσιμα ρούχα, στα σπίτι, στους δρόμους, παντού. Ούτε σχολείο εκείνες τις ημέρες ούτε τίποτε. Και τώρα, επάνω στον Ολυτσίκα, έχομε το κανόνι για καμπάνα και το ύπαιθρο για εκκλησία».
Η Πηνελόπη Δέλτα έγραψε ένα συγκλονιστικό ιστορικό χριστουγεννιάτικο διήγημα, το «Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα». Πρόκειται για την τραγική ιστορία του Γιάννη Γούναρη που, παρότι σκλάβος στη σκηνή του Βρυώνη, μηνύει στους πολιορκημένους το σχέδιο των πασάδων για κατάληψη του Μεσολογγίου ανήμερα Χριστούγεννα, πληρώνοντας ως κόστος τη σφαγή της οικογένειάς του: «Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης […] Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο. Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δε θα το πάρουν… Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι».
Δημοσιευμένο του 1924 είναι το «Χριστουγεννιάτικο δώρο» του Δημοσθένη Βουτυρά, στο οποίο, μαζεμένοι σε μια φτωχοπαράγκα που μπάζει κρύο από παντού, οι ήρωες μεμψιμοιρούν και προσπαθούν να ξεγελάσουν την πείνα τους, μέχρι που εμφανίζονται «Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!» ως δώρο χριστουγεννιάτικο. To διήγημα του Μιλτιάδη Μαλακάση «Μια γαλοπούλα τα Χριστούγεννα» (δημοσιευμένο στο περιοδικό Μπουκέτο τα Χριστούγεννα του 1930), στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας λόγιος, ο Ευρυσθένης Τσανάκας, και μια γαλοπούλα, την οποία ο Τσανάκας βρήκε ξεκομμένη από το κοπάδι της και τη μετέτρεψε σε χριστουγεννιάτικο έδεσμα, προκάλεσε φιλολογικό καβγά, όταν ο γνωστός λόγιος Γιάννης Βλαχογιάννης αναγνώρισε τον εαυτό του στο πρόσωπο του Ευρυσθένη Τσανάκα και αντέδρασε με ένα βίαιο κείμενο, στο οποίο καταγγέλλει τον Μαλακάση ότι διαστρέβλωσε την αλήθεια σχετικά με το περιστατικό της γαλοπούλας. Στο διήγημα του Παύλου Νιρβάνα «Το φλουρί του φτωχού», το φλουρί της βασιλόπιτας πέφτει ανάμεσα στο κομμάτι του νεαρού γιού της οικογένειας και εκείνο που θα προσφέρουν σε έναν άπορο και η χαρά της προσφοράς ξεπερνά την προσωρινή απογοήτευση του μικρού ήρωα. Στο διήγημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Κάποια Χριστούγεννα» (γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1925 με τη μορφή επιστολής προς στους μικρούς αναγνώστες της Διάπλασης των παίδων), ο Ξενόπουλος αναπολεί, με νοσταλγία και χιούμορ, τα παιδικά του χρόνια και την οικογενειακή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, που γιορτάζονται με τα έθιμα και τις παραδοσιακές συνήθειες του τόπου του, της Ζακύνθου. Το «Χριστούγεννα του 1917» (1933) του Μ. Καραγάτση είναι μια ιστορία για ένα βαπόρι, ένα πλήρωμα, μια συζήτηση περί ηθικής και πολέμου, ένα μωρό και μια κραυγή μέσα στη νύχτα (Είναι τα Χριστούγεννα «η σιωπηρή, η άγραφη ανακωχή του Θεού, που και τα θηρία της ζούγκλας σέβονται ακόμη»).
Ο Φώτης Κόντογλου στο «Χριστούγεννα στη σπηλιά» γράφει ένα διήγημα με ήρωες τσοπαναραίους, μοναχούς και ναυτικούς που βρίσκουν ανήμερα Χριστούγεννα καταφύγιο σε μια σπηλιά, ενώ έξω λυσσομανά ο χειμώνας («Την παραμονή τα Χριστούγεννα […] οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει. […] Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε “την βρώσιν και την πόσιν”»).
Το «Χριστούγεννα των Κλεφτών», διήγημα του Ηπειρώτη Χρήστου Χρηστοβασίλη, είναι ιστορία που τοποθετείται χρονικά γύρω στα 1879-80, όταν ο συγγραφέας, σε ηλικία μόλις 17-18 ετών, εντάσσεται στους Κλέφτες. Η ιστορία εξελίσσεται στα βουνά της Ηπείρου και αναπαριστά τις κακουχίες των Κλεφτών, αλλά και την ανάγκη σύνδεσής τους με τη θρησκεία («Την άλλη πάλε την ημέρα, ξημερόντας τα Χριστούγεννα, ξεκινήσαμε, ελπίζοντας να προφτάσωμε την λειτουργία του Μαναστηριού και να μεταλάβομε, αλλά την ώρα, που γυρίζαμε την ράχη της Γκουντουβάσντας, την λεγομένη “Χέλι” κι είχαμε το Μαναστήρι ως μισή ώρα μακριά κι’ ακούγαμε με χαρά την καμπάνα να χτυπάει γλυκά-γλυκά, μας έπιασε η άγρια χιονοθύελλα, αγριότερη απ’ ό,τι επεθύμησα να γένω εγώ την ημέρα, που αγνάντευα τα Γιάννενα, πριν ξεκινήσομε. Ήταν, “γλυτωσέ μας Θεέ μου!” Αρπαχτήκαμε στη στιγμή ο ένας από τον άλλον και κάναμε την λεγόμενη “αλυσίδα”, γιατί αλλιώτικα ήταν ικανός ο αγέρας, ο τρομερός Βορειάς, να μας πετάξει έναν-έναν σαν πούπουλα κάτω στην Άρτα»).
Πηγή άντλησης χριστουγεννιάτικων ιστοριών γραμμένων από Έλληνες συγγραφείς κυρίως του 20ού αιώνα αποτελεί και η συλλογή Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009), στην οποία περιέχονται 17 διηγήματα (το ένα λαϊκό) με διηγήματα χριστουγεννιάτικα, αλλά και κάποια που εκτυλίσσονται την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Τα αμιγώς χριστουγεννιάτικα διηγήματα της συλλογής είναι τα: «Το μοιρασμένο φλουρί» του Παύλου Νιρβάνα (πρόκειται για «Το φλουρί του φτωχού» που αναφέρθηκε πιο πάνω)· «Πλούτος και ευτυχία» του Γρηγόριου Ξενόπουλου, όπου ένα παιδί αλλάζει την ευχή του, όταν στον ύπνο του καταλαβαίνει πως ο πλούτος δεν είναι το σπουδαιότερο αγαθό· «Μπρος στην Ωραία Πύλη» του Κώστα Παρορίτη, όπου ένας ληστής αποφασίζει μετά τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία να επιστρέψει στον ίσιο δρόμο· «Ο Μανολάκης γυρεύει το Θεό» του Στράτη Μυριβήλη, όπου η ψυχή ενός φτωχού αγοριού που πέθανε από το κρύο έξω από ένα ξενοδοχείο, στο οποίο πραγματοποιείται ο χορός της Φιλανθρωπικής Εταιρείας, γνωρίζει τον παράδεισο των «κατά νόμον δικαίων», που για θεό λατρεύουν τον Μαμωνά («Η σπλαχνιά του κόσμου δεν αντέχει και πολλές μέρες. Με τη συνήθεια και με την παράταση στομώνει η ψυχή. Έτσ’ είναι ο άνθρωπος. Μια, δυο πέντε, δέκα, εκατό, ύστερα καταλαγιάζει κι η ψυχοπόνια για τον άλλον. Ο ξένος πόνος ταχτοποιέται ανάμεσα στ’ άλλα καθέκαστα της καθημερινής ζωής και ο καθένας γυρίζει στα δικά του βάσανα»)· «Τα χριστουγεννιάτικα τσαρούχια» του Γεώργιου Αθανά, όπου ένα αγόρι, που εκπαιδεύεται ως τσαρουχάς, θέλει να επιστρέψει σπίτι του με παπούτσια για δώρο στους γονείς του, στον δρόμο όμως του τα κλέβουν· «Τα Χριστούγεννα του Θανάση Μερτίκα» του Κωστή Μπαστιά, όπου ένας 72χρονος μετανάστης στην Αμερική αναθυμάται την τραγικά μοναχική πορεία της ζωής του στους σιδηροδρόμους και τις φάρμες των ΗΠΑ· «Χριστουγεννιάτικη αγριόπαπια» του Ανδρέα Καραντώνη, όπου στρατιώτες, σε πορεία προς τη Φλώρινα, πυροβολούν μια αγριόπαπια για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, παρακούοντας τη διαταγή του διμοιρίτη τους· «Τα κάλαντα» του Στρατή Τσίρκα, όπου στο Κάιρο του παλιού καιρού τρία παιδιά, που μόλις έχουν πει τα κάλαντα, πέφτουν θύματα ληστείας από μια συμμορία νταήδων· «Το δέντρο» της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, όπου ένα μικρό κορίτσι δέχεται την πρόσκληση ενός ηλικιωμένου ζευγαριού Γερμανών να παρακολουθήσει στο σπίτι τους το –άγνωστο την εποχή εκείνη για τους Έλληνες– έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου· «Ο καλός Φραντζολάκης» του Παντελή Καλιότσου, όπου ένα ανθρωπόμορφο τσουρεκάκι ανανεώνεται μέσα από την προσφορά του και δεν πεθαίνει ποτέ· «Το φωτισμένο παράθυρο» του Ιωάννη Δ. Ιωαννίδη, όπου μια οικογένεια χριστιανών στη Ναζαρέτ τρομάζει από μια απρόσμενη επίσκεψη μέσα στη νύχτα.
Νομίζω πως το –αναμφίβολα ελλιπές– αφιέρωμα μπορεί να κλείσει με ένα μυθιστόρημα, με το τρυφερό και βαθιά μελαγχολικό Το τανγκό των Χριστουγέννων (πρώτη κυκλοφορία, 2003) του Γιάννη Ξανθούλη, του οποίου κεντρικό θέμα αποτελεί ο έρωτας και στο οποίο οι ήρωες βασανίζονται από τα ανικανοποίητα συναισθήματα τους. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα στρατόπεδο στον Έβρο τα Χριστούγεννα του 1970, όπου ένας υπολοχαγός αναγκάζει έναν φαντάρο να του μάθει να χορεύει τανγκό, ώστε να καταφέρει να χορέψει στο χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν με τη γυναίκα του Αντισυνταγματάρχη, με την οποία είναι ερωτευμένος.
Σε μια τόσο γενική και επιφανειακή θεώρηση για κάτι τόσο συγκεκριμένο, όπως οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες στην ελληνική πεζογραφία, από την οποία, αναπόφευκτα, απουσιάζουν πολλές αναφορές, καλό είναι να αποφεύγονται γενικευτικά συμπεράσματα. Δύο ασφαλείς διαπιστώσεις, ωστόσο, μπορούν να διατυπωθούν. Η πρώτη είναι πως η ελληνική πεζογραφία, στο εν λόγω είδος ιστοριών, έχει μείνει ανέγγιχτη από το δυτικό βικτοριανό κλίμα των ιστοριών που γέννησαν το είδος, το οποίο, άλλωστε, ελάχιστη σχέση έχει με την ελληνική πραγματικότητα της ορθοδοξίας και της νησιώτικης αλμύρας· και η δεύτερη, πως η ελληνική πεζογραφική λογοτεχνική παραγωγή που επικεντρώνεται στα Χριστούγεννα δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτε –ούτε σε υψηλή λογοτεχνική αξία ούτε σε ποσότητα– την αντίστοιχη άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Πηγές
Ξανθούλης, Γ., Το τανγκό των Χριστουγέννων, Εκδόσεις Διόπτρα, Αθήνα 2015.
Παπαδιαμάντης, Α., Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2010.
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, Επιμέλεια Δημήτρης Ποσάντζης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2009.
https://ligakaikala.blogspot.com/2014/12/blog-post_24.html
«Χριστούγεννα των Κλεφτών» – Διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη [✩audio-book] – Ανοικτή Βιβλιοθήκη
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες στην λογοτεχνία | τοβιβλίο.net
«Κάποια Χριστούγεννα» – Διήγημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου [✩audio-book] – Ανοικτή Βιβλιοθήκη
«Χριστούγεννα του 1917» – Διήγημα του Μ. Καραγάτση [✩audio-book] – Ανοικτή Βιβλιοθήκη
«Αλτανού» & «Ιστορία μιας τυρόπιτας (η οποία εις το τέλος γίνεται φασκόμηλον)» – Διηγήματα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη [✩audio-book] – Ανοικτή Βιβλιοθήκη
https://www.ebooks4greeks.gr/mesologitika-hristougena-diigima-pinelopi-delta
https://www.tovima.gr/2024/12/19/istoriko-arxeio/karolos-ntikens-i-istoria-tis-xristougenniatikis-istorias/
Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη – Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
Χριστούγεννα στην ελληνική λογοτεχνία
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF_%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%88%CF%89%CE%BC%CE%BF_(%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1)
Στο Χριστό στο Κάστρο – Βικιπαίδεια
https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/item.html?iid=887
Τα Χριστούγεννα στη λογοτεχνία: Χαράλαμπος Βασιλογιώργης «Χριστούγεννα στο Μέτωπο» – 7nea
https://tvxs.gr/apopseis/arthra-gnomis/filologikos-kabgas-gia-mia-galopoyla-toy-nikoy-sarantakoy/
«Μια γαλοπούλα τα Χριστούγεννα» – Διήγημα του Μιλτιάδη Μαλακάση [✩audio-book] – Ανοικτή Βιβλιοθήκη
Φώτης Κόντογλου, “Χριστούγεννα στη σπηλιά”, (διήγημα) – 24γράμματα, Εκδοτικός Οίκος
«Τα Χριστούγεννα του Θανάση Μερτίκα» – Διήγημα του Κωστή Μπαστιά [✩audio-book] – Ανοικτή Βιβλιοθήκη
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/kwsths_mpastias_ta_xristoygenna_toy_thanash_mertika.htm
https://www.el.gr/life/doro-christoygenniatiko-ena-diigima/
Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη, Κώστα Βάρναλη
«Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη» – Διήγημα του Κώστα Βάρναλη [✩audio-book] – Ανοικτή Βιβλιοθήκη