Scroll Top

Ευθύμιος Λέντζας | Πετριχώρ 

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Πετριχώρ 

Είναι μια καλή νοσοκόμα. Κοντά μαλλιά, σγουρά και μαύρα, μια μύτη μικροσκοπική. Με το χαμόγελο έρχεται, έχει μια αύρα, την καταλαβαίνω από την πόρτα. Μού αλλάζει τον ορό, παίρνει το αίμα μου. Έχεις ωραίες φλέβες, μού λέει. Είναι η μόνη νοσοκόμα που, όταν μού κάνει τις αντιπηκτικές ενέσεις στην κοιλιά, έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Θα περάσω αργότερα πάλι, λέει.

Όπως το έχω υπολογίσει, το κρεβάτι μου απέχει περίπου τέσσερα μέτρα από το παράθυρο. Στο δωμάτιο είμαστε δύο νοσηλευόμενοι. Τον άντρα που έχει το κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο, τον αποκαλούν καθηγητή. Εκτός των άλλων, ο καθηγητής έχει θέματα και με την πίεση. Εγώ δεν έχω θέμα με την πίεση, κάτι με το αίμα μου λένε δεν πάει καλά. Πολλές φορές, ο καθηγητής, μού δίνει την εντύπωση, πως καταβάλει προσπάθεια να δείχνει συνεχώς σοβαρός. Έχει και αυτά τα γυαλιά, λες και είναι κολλημένα στο πρόσωπο. Αν μού απευθύνει το λόγο, καλώς, αλλιώς ούτε κουβέντα.

Με τοποθετούν σε εμβρυακή θέση, πιέζοντας το σώμα μου· υπακούω στις οδηγίες των γιατρών. Μουδιάζω. Ξέρω τι κάνουν πίσω από την πλάτη μου. Δεν υπάρχουν χαρούμενες σκέψεις. Έχουν περάσει τέσσερις ώρες από την παρακέντηση, και θέλω άλλες δύο για να μπορώ να μετακινηθώ λιγάκι. Είμαι ανήσυχος. Φοβάμαι. Ακινησία, είπαν οι γιατροί. Το υγρό από την σπονδυλική στήλη ήταν καθαρό. Είσαι τυχερός, μού είπε ο ειδικευόμενος το πρωί, υπάρχουν περιπτώσεις που το υγρό βγαίνει κατάμαυρο.

Το μεγαλύτερο διάστημα τής ημέρας το καλύπτει η σιωπή, για να το κάνω ενδιαφέρον λιγάκι, τη βαφτίζω με χρώματα. Άλλες φορές την ονομάζω λευκή, άλλες πράσινη, γκριζόμαυρη, θαλασσιά κοκ. Ψάχνω κάθε τι που μπορεί να μού φανεί οικείο. Να δώσω μια αίσθηση ανακούφισης στον ατελείωτο χρόνο. Διαλέγω το παράθυρο (ανοιχτό), την εικόνα με το Χριστό στο μικρό κάδρο που βρίσκεται απέναντί μου (σε έναν κατά τα άλλα αδιάφορο τοίχο), διαλέγω την καλοσύνη τής νοσοκόμας. Τις φορές που μού λέει, είσαι τόσο νέος αγόρι μου. Τις φορές που μού λέει, όλα θα πάνε καλά. Με ρωτάει αν ζαλίζομαι και μού μετράει το οξυγόνο με εκείνο το μικρό μαραφέτι που τοποθετεί στον δείκτη του χεριού μου. Ύστερα φεύγει πάλι, ύστερα επιστρέφει, μια σειρά από αλλεπάλληλα κύματα, αυτά τα πηγαινέλα. Τίποτα δεν είναι διαφορετικό.

Είπα, πως το κρεβάτι μου απέχει από το παράθυρο περίπου τέσσερα μέτρα, αλλά πόσο ακριβές είναι αυτό; Πόσο αληθές είναι άραγε το γεγονός πως στο δωμάτιο είμαστε δύο, και αυτός ο δεύτερος, προσπαθεί συνεχώς να φαίνεται σοβαρός;

Μια ομάδα ανθρώπων είναι στον διάδρομο. Τους ακούω. Πλησιάζουν. Φέρνουν ένα κορίτσι στο διπλανό δωμάτιο. Μια νεαρή ασθενής. Η φωνή της είναι αρκετά παιδική, ίσως έφηβη. Μιλάει στη μάνα της. Είναι αυτό το θέμα με το κεφάλι. Το κορίτσι ξεσπάει σε κλάματα. Μού φαίνεται πως ο ουρανός το πάει για βροχή. Κάτι αλλάζει στην ατμόσφαιρα. Ο καθηγητής διαβάζει εφημερίδα με την πλάτη γυρισμένη στη μεριά μου. Έρχεται η κυρία για την καθαριότητα, τής δίνω ένα σακουλάκι από τελειωμένα μπισκότα. Θα βρέξει, μού λέει, σίγουρα θα βρέξει. Η άρθρωσή της είναι βαριά, καθώς τονίζει τα σύμφωνα από τη λέξη ‘’σίγουρα’’. Το κορίτσι από το διπλανό δωμάτιο συνεχίζει το κλάμα, λιγάκι πιο χαμηλόφωνα τώρα. Οικειοποιούμαι το κλάμα. Ερεθισμένα ρουθούνια. Επιτέλους βροχή.

Η νοσοκόμα πάλι. Μού δίνει ένα χάπι για το στομάχι. Ξέρεις, τη ρωτάω, αυτή η μυρωδιά, όταν σκάει στο χώμα η βροχή, ξέρεις πως λέγεται; Ησύχασε τώρα, μού λέει. Χαϊδεύει το κεφάλι μου και φεύγει. Κλείνω τα μάτια. Ακούγοντας τη βροχή να πέφτει, προσπαθώ να κρατηθώ ξύπνιος. Να ήμουνα, σκέφτομαι, από μια γωνιά και να παρατηρούσα το νερό να τρέχει από τα λούκια, να χύνεται στα φρεάτια ολοζώντανο, να πάει βαθιά στη γη, να εξαφανίζεται.

Έχω ένα περίεργο προαίσθημα: κρατήσου, λέω στον εαυτό μου – κρατήσου!

Βιογραφικό Ευθύμιος Λέντζας

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου