Scroll Top

Γεράσιμος Βουτσινάς | Eleanor Rigby 

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Eleanor Rigby 

Την είδα απόψε στον ύπνο μου με το κανονικό της όνομα. Φορούσε τη γνωστή ρόμπα και τα μαλλιά της είχαν τη συνηθισμένη τους εμφάνιση: κόκκινα σε στυλ άφρο. Περπατούσα σε κάποιον κατηφορικό χωματόδρομο, φορώντας εργαστηριακή ρόμπα, και κρατούσα στο χέρι έναν δοκιμαστικό σωλήνα τοποθετημένο σε ξύλινη βάση. Δεν είχα ιδέα σε ποιον ανήκε το δείγμα που μετέφερα. Κανείς δεν τραγουδούσε τριγύρω, ακούγονταν όμως έγχορδα που έπαιζαν σε ρυθμό στακάτο. Τότε λοιπόν βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν την αναγνώρισα αμέσως. Η επιδερμίδα της ήταν ολόλευκη σαν να είχε πέσει στο αλεύρι. Με είχε μεγαλώσει χωρίς να είναι μητέρα μου και είχαμε αγαπηθεί σαν να ήταν. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, χαιρετηθήκαμε συγκρατημένα και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Έφταιγε η έκπληξη; Δεν ξέρω. Την είχαν βρει πεσμένη στο πάτωμα της κουζίνας μετά από μέρες. Είχε προσπαθήσει να στηριχτεί στο τραπέζι, γλίστρησε και κατέληξε στα ασπρόμαυρα πλακάκια με σπασμένο γοφό. Φώναξε αλλά δεν ήρθε κανείς. Μη ξέροντας τι να κάνει στράφηκε στο παρελθόν. Εμφανίστηκαν πρόσωπα αγαπημένα. Την κοίταζαν με θλίψη χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα. Μετά από ώρα ανοιγόκλεισε ξανά το στόμα να ζητήσει βοήθεια. Δε βγήκε κανένας ήχος. Κατάλαβε πως είχε έρθει η μεγάλη στιγμή. Προσπάθησε να φτιάξει κάπως το φουστάνι της που είχε ανασηκωθεί από το πέσιμο. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Είδε ένα σμήνος πουλιά να περνούν από πάνω της και να προσγειώνονται στα κλαδιά της τεράστιας βελανιδιάς. Ένας όμορφος νέος με μούσι της έπιασε τότε το χέρι και τη σήκωσε. Ούτε ένας δεν τους είδε να φεύγουν μαζί προς το δέντρο. Σχεδόν αυτόματα, τη στιγμή που με προσπερνούσε, θυμήθηκα τη βραδινή ιεροτελεστία στο σαλόνι τότε που όλα ήταν διαφορετικά. Με κρατούσε στην αγκαλιά της και πηγαίναμε απ’ το ένα ράφι στο άλλο, να καληνυχτίσουμε το αρνάκι, το ψαράκι, το γατάκι. Γύρισα τότε και τη ρώτησα αν έχει βολευτεί στο καινούργιο της σπίτι. Μου απάντησε πως όλα ήταν υπέροχα. Συνέχιζε να φτιάχνει κρέπες με τσάι τα απογεύματα κι όπως πάντα προσπαθούσε να αποστηθίσει τα δασυνόμενα. Όσο ζούσε δεν είχε καταφέρει να τα μάθει απ’ έξω. Ούτε και τώρα βέβαια, όμως δε στενοχωριόταν. Αυτό ήταν το θετικό στη φάση που περνούσε. Τίποτα δεν είχε την ίδια βαρύτητα. Καθώς απομακρυνόταν πρόσεξα πως όντως τα πόδια της δεν άγγιζαν τη γη. Και ότι το τσέλο έπαιζε υπερβολικά δυνατά, καλύπτοντας ελαφρώς τα βιολιά.

Βιογραφικό Γεράσιμος Βουτσινάς

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου