Ντρίταν
Το χωριό σβήνει μέσα στη θάλασσα, σε ένα θαμπό γαλάζιο. Το διάλεξα για να είμαι κοντά στο σχολείο. Επτά και μισή ξυπνάω. Τραβάω λίγο την κουρτίνα και κοιτάζω το απέναντι σπίτι. Ένα ημιφωτισμένο παράθυρο όπου κάθε πρωί ένα μικροκαμωμένο παιδί με παρακολουθεί στενά και με ένταση. Μετά καβαλάω το ποδήλατο και σε δέκα λεπτά έχω προσαράξει στην αυλή του σχολείου, δίπλα στον κήπο με τα αρωματικά φυτά. Όταν επιστρέφω, το παιδί είναι πάλι εκεί και με περιμένει. Ή μήπως είναι το αδέλφι του; Δεν ξέρω. Ξέρω ότι είναι Αλβανοί. Το λένε στο χωριό. Και το γράφουν και στους τοίχους του γηπέδου. “Ουστ από δω!” Εγώ ξέρω από Αλβανούς. Στο προηγούμενο χωριό, ένα σωρό οικογένειες. Φιλότιμοι, εργατικοί και πολύ περήφανοι. Τα παιδιά τους, άλλη φάση, ξερόλες. Ετούτοι όμως είναι αλλιώς. Μια παγωνιά βγαίνει από το σπίτι τους. Μια μιζέρια. Σα να μην υπάρχει ζωή. Τα παιδιά δεν παίζουν στο σοκάκι. Ο πατέρας καθαρίζει τους δρόμους, η μητέρα λάντζα στα ξενοδοχεία.
Τα απογεύματα τριγυρνάω στο μουχλιασμένο τοπίο με τα θαλασσοπούλια να κρώζουν και τα λευκά κρινάκια να ανατριχιάζουν. Χθες, ένα τρίξιμο από βότσαλα, γυρνάω απότομα και βλέπω το παιδί εκεί που σκάνε τα κύματα να κλωτσάει την άμμο. Κατσουφιασμένο. Μα γιατί δεν το στέλνουν σχολείο;
Η επόμενη φορά που το βλέπω είναι στην τάξη. Δύο μέρες μετά. Πρώτο θρανίο δεξιά, δίπλα στην πόρτα. Ούτε βιβλία ούτε τετράδια. Δεν με κοιτάζει καν. Το βλέμμα χαμηλωμένο, γεμάτο οργή. «Έχουμε καινούριον στην τάξη», λέει ο Αστρίτ, ο διπλανός του, ένας αγαθός και ανεξίκακος γίγαντας δεκατριών χρονών. «Τον λένε Ντρίταν Μεχμέτι». «Βιβλία και τετράδια;» τον ρωτώ. «Δεν είναι καλό αυτό το σχολείο. Θα πάω σε άλλο». Δεν σχολιάζω, παρά μιλώ με τον διευθυντή και μου εξηγεί: όλοι οι φίλοι του είναι στο πέρα χωριό, και πάνε στο άλλο σχολείο.
Ο Ντρίταν μπαινοβγαίνει στην τάξη σαν επισκέπτης. Καχεκτικός, με κοκκαλιάρικο κορμί και νευρικές κινήσεις. Σκουρόχρωμος και αγριεμένος. Δεν θέλει να βλέπει τίποτα δίπλα του. Ένα μικρό περιφερόμενο φάντασμα. Σκουντουφλάει εδώ κι εκεί σαν τυφλό. Καθόλου περίεργο. Πώς να βγει απ’ τα σκοτάδια του; Τα φώτα στην τάξη αναβοσβήνουν κατά βούληση. Μπορεί να είναι συνεχώς ανοιχτά, πράγμα απίθανο, ή συνεχώς σβηστά, το πιο συνηθισμένο. Ή μπορεί να αναβοσβήνουν σαν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για να μας ταρακουνήσουν λίγο. Είναι φώτα με συναισθήματα. Είναι «έξυπνα φώτα», λέει ο διευθυντής. Οι αίθουσες είναι εξοπλισμένες με ανιχνευτές κίνησης που ελέγχουν τη λειτουργία. Με μια ζωντανή φωτομέτρηση στην αίθουσα, οι ευλογημένοι μαθητές έχουν και οπτική ευχέρεια και ουδεμία επαφή με τους «ιοφόρους» διακόπτες. Ε, ναι. Πώς τώρα εγώ να αμφισβητήσω τον διευθυντή; Και πώς να τον πείσω; Γιατί μόλις μπει αυτός στην τάξη, όλα τα διαολεμένα φώτα ανάβουν μεμιάς. Ορίστε, μου λέει, ορίστε! Και σπάω το κεφάλι μου να βρω μια λύση.
Και η λύση είναι μπροστά στα μάτια μου: Χρίζω τον Ντρίταν επίσημο «φωτιστή» της τάξης. Μόλις σβήσουν τα φώτα, φωνάζω: Φωτιστή! Κι αυτός απλώνει το χέρι του στον διακόπτη και τα ανάβει. Φωτιστής σημαίνει ανώτερος και από τον απουσιολόγο. Είναι κάτι σπουδαίο, πολύ σπουδαίο. Το παιδί χαμογελάει. Γέρνει στον ώμο του Αστρίτ και κάτι του ψιθυρίζει. «Ντρίτε θα πει φως στα αλβανικά και Ντρίταν φωτεινός», μας λέει ο διπλανός. Όλη η τάξη χειροκροτεί ενθουσιασμένη. Από την επομένη, βιβλίο και τετράδιο όλα ανοιχτά μπροστά. Και με σφιγμένα χείλη ο Ντρίταν σκαλίζει στο δικό του φως τα κολλυβογράμματά του.