Γέρων καθηγητής σε πλατεία
«Το γένος των ανθρώπων κακόν, κακόν το είδος μας. Τίποτε δεν θα πάθει ο πλανήτης, εάν λείψει ο άνθρωπος», έλεγε ο γέρων καθηγητής με φωνή αργή αλλά σταθερή, σκαλίζοντας με τη μύτη του μπαστουνιού του την ένωση δύο πλακών του πεζοδρομίου, λες για να ανακαλύψει το πολύτιμο χώμα που ασφυκτιούσε από κάτω. «Τίποτε δεν θα συμβεί στην φύση, εάν λείψει ο άνθρωπος, μήτε κακό, μήτε καλό. Η φύσις δεν γνωρίζει ηθικές ποιότητες τέτοιες που καλλιέργησαν οι άνθρωποι για να τις παραβαίνουν με ευχαρίστηση κατά τα συμφέροντά τους, επιτρέποντας κατά το δοκούν την εκμετάλλευση και την αδικία. Θα συνεχίσει η φύσις την πορεία της με ανεξήγητη σοφία, θα καλύψει το κενό της αλυσίδος με νέα είδη, πρωτότυπους και εκλεκτούς συνδυασμούς, επιτυχεστέρους μάλλον». Έτσι έλεγε ο γέρων καθηγητής, συνταξιούχος από πολλά έτη.
Κάθε πρωί ερχόταν στην πλατεία, στην είσοδο του μικρού πάρκου. Στεκόταν συχνά μπροστά στους αστέγους της πόλης μας που έβρισκαν απάγκιο στα απόμακρα παγκάκια και τους κοιτούσε με ένα πλατύ χαμόγελο αποδοχής και εγκαρτέρησης. Τους κοιτούσε με αγάπη αλλά και απορία. «Τι με κοιτάς;» τον ρώτησε αγριεμένος ο άστεγος της πλατείας, αγκαλιάζοντας τις σακούλες με τα πράγματά του που περιέφερε όλο το εικοσιτετράωρο από παγκάκι σε παγκάκι και το βράδυ κούρνιαζε πάνω τους στην είσοδο ενός γκρεμισμένου σπιτιού. «Τι με κοιτάς;» ρώτησε αγριεμένος, για δεύτερη φορά, ο άστεγος της πλατείας. «Σε κοιτάζω γιατί κάποιος πρέπει να σε δει», είπε ο γέρων καθηγητής και έφυγε ήρεμα με ένα ρόδινο χαμόγελο. Πριν φύγει έβγαλε από την τσέπη του μια σοκολάτα και μια φυσαρμόνικα και τα άφησε με τρυφερότητα πάνω στις ξέχειλες από βρώμικα ρούχα σακούλες του αστέγου.
5-6 Ιουλίου 2024