Ραμμένα στόματα
Καταραμένη, είμαι κόρη του πατέρα μου
… σε αυτό το χωριό, οι γυναίκες έχουν ραμμένες τις γωνίες των χειλιών για να μην κυλίσει η χολή του τρόμου προς το σαγόνι.
Εκθέτουν απλωμένα στα σύρματα ρούχα που ανεμίζουν στο λυσσασμένο πρωινό άνεμο. Τα χρώματα επισκιάζουν το τοπίο με τους ωχροκίτρινους λόφους. Είναι παράξενο, εκείνες πάντα ντύνονται στα μαύρα, καθηλωμένες στο χρόνο ως θυγατέρες κάποτε και μικρομάνες άλλων μανάδων-θυγατέρων.
Σε όλα τα σπίτια τυλιγμένα από τη φτώχεια και το μυστικό υπάρχει ένα έπιπλο που μέσα έχει μόνο λεκιασμένα σεντόνια. Ποτέ δεν πλένονται. Έχουν την ατίμωση της ήττας στο αίμα που προβάλλουν.
Και οι μανάδες-κορίτσια ράβουν άσπρους σάκους για να τα αντικαταστήσουν, προσδοκώντας την ανακωχή της ειρήνης που ποτέ δεν έρχεται.
Οι μάνες, μετά τον τρόμο, παίρνουν τα κορίτσια τους και τα νανουρίζουν αγκαλιά για κάποιο διάστημα, βγάζοντας έναν θρήνο που κάνει κομμάτια το δειλινό. Μετά πιάνουν τη βελόνα και τη μαύρη κλωστή και ράβουν τις γωνίες των χειλιών με έναν σταυρό. Ύστερα τις ξανααγκαλιάζουν με στοργή πολλές φορές. Όταν οι κοιλιές φουσκώνουν, τις αφήνουν μόνες, γιατί εκείνες ξέρουν.
Όλες ξέρουν.
Οι άντρες του χωριού παίζουν έξω τα κυριακάτικα βράδια ραγιουέλα[1]. Πίνουν μπύρα και χτυπιούνται φιλικά στην πλάτη. Κάποτε κάποτε γελούν δυνατά.
Οι γυναίκες-μανάδες-θυγατέρες διπλοαμπαρώνουν την πόρτα πριν εκείνοι επιστρέψουν για να συνεχίσει να είναι η Κυριακή ιερή μέρα.
Δύο φορές το χρόνο οι άντρες φεύγουν και πραγματοποιείται η γιορτή των λέξεων. Κατά τη διάρκεια εκείνης της εβδομάδας, περπατούν μέχρι το συμφωνημένο σημείο, ετοιμάζουν φωτιά, τσαγιέρες και μάτε. [2] Κάπου κάπου ακούγεται ένα γελάκι από ραμμένο στόμα. Ακριβείς, με το δείλι μοιράζουν το μάτε. Η μεγαλύτερη λέει «λουλούδι του φτερού» και προστίθενται ψίθυροι από «μετάξι», «ασουλέχο»[3] «βιβλίο», «κορδέλα», «σοκολάτα», και οι λέξεις πετούν αιωρούμενες πάνω από τις σπίθες της θράκας.
Πάντα κάποια, σχεδόν χωρίς να ανοίξει τα χείλη, διηγείται τον μύθο της ελευθερώτριας.
Γνέφοντας καταφατικά, κεφάλια σχεδόν κολλημένα μεταξύ τους, μουρμουρίζουν εν είδει προσευχής κάθε γραμμή του μύθου και αυτή την ιδιαίτερη εβδομάδα παίζουν την ελπίδα.
Οι άντρες έχουν φύγει με τις δουλειές, συγκομιδές και αγόρια. Μακρινοί συγγενείς ζητούν τα αρσενικά και οι πολιτείες τούς καταπίνουν ακόμα και την ανάμνηση της γέννησής τους σ̕ αυτό το ξεχασμένο χωριό. Ποτέ δεν επιστρέφουν. Ποτέ δεν θυμούνται.
Ο μανιασμένος αέρα, φορτωμένος με οιωνούς, συγκλονίζει το ταραγμένο βράδυ. Τα ραμμένα στόματα μουρμουρίζουν ικεσίες μπροστά σε αχνιστές κατσαρόλες.
Τον βλέπουν να έρχεται επιβλητικός στις πανύψηλες μπότες, η λαμπερή χαίτη χύνεται μέχρι τη μέση, μακριές ψεύτικες βλεφαρίδες ρίχνουν τη σκιά τους πάνω σε βαμμένα βλέφαρα σε ένα πρόσωπο στο οποίο προβάλλει ξεδιάντροπα ένα αραιό μούσι ρίχνοντας μια λουλακί απόχρωση στα χαρακτηριστικά.
Χτυπά τα τακούνια βολτάροντας πάνω κάτω στο μοναδικό δρόμο του χωριού, κοιτάζοντας μισόκλειστα παράθυρα. Οι γυναίκες-μανάδες-κορίτσια ξεμυτίζουν με την ψυχή ξέχειλη και στέλνουν φιλιά από καταραμένες κοιλιές με όλη την τρυφερότητα που τους επιτρέπουν τα ραμμένα στόματα. Ο κάθε άντρας, καθώς ορκίζεται σε ό,τι έχει ιερό αρνείται την πατρότητα. Η κάθε γυναίκα τον αγαπά και τον θεωρεί καρπό της κοιλιάς της.
Εκείνη τη νύχτα ανοίγουν τα συρτάρια με τα λεκιασμένα σεντόνια, σκίζουν ασπροκόκκινες λωρίδες, κόβουν τα ξέφτια και με τις κλωστές αυτές βουλώνουν τα αυτιά. Φαινομενική ηρεμία, παρακάλια για συχώρεση, ο φόβος ρίχνει για πρώτη φορά τις σφαίρες του ενάντια στις ανδρικές φωνές του χωριού.
Τα άλλο πρωί, τα ραμμένα στόματα, σαν να ήταν συνεννοημένα, μαζεύονται στην πλατειούλα του μοναδικού δρόμου. Στη μέση, όλοι οι άνδρες, μαζεμένοι από το ρύο και την ταπείνωση, αποκαλύπτουν τη γύμνια τους στις ματιές γυναικών-μανάδων-κοριτσιών. Για τον νεαρό με τα ψηλά τακούνια, κανείς δεν έμαθε τίποτα, εκτός από εκείνον τον αταβισμό που επιτέλους βγήκε στην επιφάνεια στη δημόσια πλατεία.
Εκείνες, τους παρατηρούν για αρκετή ώρα, μέχρι που εκείνοι αρχίζουν ένας ένας να χαμηλώνουν το κεφάλι και να παίρνουν τον δρόμο προς τον λόφο, απ̕ όπου ποτέ δεν θα επιστρέψουν. Ούτε και η ελευθερώτρια.
Οι γυναίκες παίρνουν τις θυγατέρες τους και τις θυγατέρων των θυγατέρων τους και κόβουν η μία στην άλλη τη ραφή από τις γωνίες των χειλιών για να μάθουν επιτέλους να γελούν.
———————————————————–
[1] Εθνικό σπορ της Χιλής και ένα από τα πολιτιστικά στοιχεία της ταυτότητας του Χιλιανού.
[2] Παραδοσιακό βότανο και ρόφημα της Λατινικής Αμερικής
[3] Πουλί της Λατινικής Αμερικής.
Την μετάφραση από τα Ισπανικά έκανε η Βάσω Χρηστάκου