Το κλειδί
Ήταν ένα μαύρο, βαρύ, σιδερένιο κλειδί. Το φύλαγε σε μια σκαλιστή μπιζουτιέρα, από εκείνες που κρύβουμε τα βαρύτιμα κοσμήματά μας. Θα στοιχημάτιζε κανείς πως ένα τέτοιο θεόρατο κλειδί δεν είχε φτιαχτεί για να ανοίγει πόρτες σπιτιών, αλλά για να ξεκλειδώνει καστρόπορτες.
Είχαν έρθει απ’ τη Μικρασία το ’22. Ήταν οι δυο τους, η μάνα και η κόρη, μικρό παιδί η τελευταία. Τον άντρα της τον είχαν σφάξει οι Τούρκοι. Εκείνη ήταν χήρα και το κορίτσι ορφανό. Το ελληνικό κράτος τους έδωσε μια ξύλινη παράγκα –πριν ήταν στάνη– στην Ελευσίνα για να μένουν. Στην ίδια γειτονιά είχαν εγκατασταθεί πολλές οικογένειες προσφύγων. Κουβαλούσαν όλοι στις αποσκευές τους τα ίδια βάσανα, τον ίδιο πόνο και την ίδια νοσταλγία με εκείνους. Με πολλές στερήσεις, κάποια χρόνια μετά, έχτισαν ένα πέτρινο, μικρό, δίχωρο σπίτι.
Το σπίτι της Ελευσίνας δεν είχε καμιά σχέση με το αρχοντικό που είχαν αφήσει στη Σμύρνη. Εκείνο ήταν δίπατο, καλοχτισμένο, με φαρδιούς εξώστες, μεγάλη εσωτερική αυλή, κι ένα κατώι γεμάτο πιθάρια με λάδι και κρασί. Σε μια σειρά από ξύλινα, ευρύχωρα παγκάλια αποθήκευαν όλα τα γεννήματα της γης, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι, σύκα, αμύγδαλα, καρύδια… Όλα τα είχαν σε αφθονία. Τίποτα δεν τους έλειπε τότε.
Η μάνα πίστευε πως είχαν φύγει για λίγο και πως μια μέρα θα ξαναγυρνούσαν. Γι’ αυτό φύλαγε καλά το κλειδί, όταν με το καλό θα επέστρεφαν, ν’ ανοίξει το σπίτι για να μπουν μέσα.
Μα τα χρόνια κυλούσαν. Η σκέψη της μάνας λίγο-λίγο βάραινε. Όταν κατάλαβε πως είχαν κλείσει για πάντα οι δρόμοι του γυρισμού, άρχισε να μαραζώνει. Μια μέρα κάλεσε την κόρη της και της παρέδωσε το κλειδί, κι ας καταλάβαινε πως ήταν πια τελείως άχρηστο. Για εκείνη ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Ήταν ο συνδετικός κρίκος που την ένωνε με το παρελθόν και με τον τόπο της.
Ένα ξημέρωμα η κόρη τη βρήκε πεθαμένη στο κρεβάτι. Ήταν μόλις τριάντα οχτώ χρονών… γριά. Την είχε γεράσει και την είχε τσακίσει ο καημός.
Όταν την κήδευαν, η κόρη σκέφτηκε ν’ αποθέσει μέσα στον τάφο δίπλα της το κλειδί. Την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Το κράτησε. Έταξε, πάνω στο σκαμμένο χώμα που σε λίγο θα σκέπαζε τη μάνα της να πάει εκείνη μια μέρα στη Σμύρνη, να βρει το πατρικό τους σπίτι. Αυτό θα έδινε χαρά στη μάνα, εκεί ψηλά που πήγαινε.
Πολλά χρόνια μετά, παντρεμένη πια και με δυο παιδιά, κίνησαν οικογενειακώς και πήγαν στην Τουρκία. Τάχα για τουρισμό. Μα εκείνη πήγαινε για να εκπληρώσει το τάμα. Η ίδια δε θυμόταν καθόλου τον τόπο. Όμως η μάνα της διηγούταν τόσα πολλά γι’ αυτόν. Ανακαλώντας στο μυαλό της τις περιγραφές της μάνας, βρέθηκαν έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν όπως ακριβώς της το είχε ζωγραφίσει με τις ατέλειωτες αφηγήσεις της. Έστεκε ακόμα περήφανο και καλοδιατηρημένο. Στην τσέπη της βάραινε το κλειδί. Στην καρδιά της βάραινε η νοσταλγία της μάνας της.
Εκείνη μιλούσε τσάτρα πάτρα τα τούρκικα. Της τα είχε μάθει η μάνα. Όταν πρωτοήρθαν, μιλούσαν καλά και τα ελληνικά και τα τούρκικα. Κάποτε ζούσαν δίπλα-δίπλα οι δυο λαοί, μονιασμένοι. Δεν είχαν να μοιράσουν τίποτα. Οι ηγέτες έσπειραν το μίσος και τους χώρισαν.
Σίμωσε στη βαριά, καρυδένια πόρτα, σήκωσε το μπρούντζινο ρόπτρο και χτύπησε. Τους άνοιξε μια Τουρκάλα με ένα πολύχρωμο τσεμπέρι στο κεφάλι και με φαρδιές φουστάνες. Κάθισαν γύρω από ένα παμπάλαιο καρυδένιο τραπέζι. Στην κορυφή του τραπεζιού περίσσευε μια άδεια καρέκλα. Τους κέρασε καφέ και μπακλαβά.
Σε μια στιγμή σήκωσε τα μάτια της και είδε στην κορυφή του τραπεζιού τη μάνα της. Καθόταν εκεί, στην καρέκλα της, χαμογελαστή.
Βιογραφικό Βασίλης Γεργατσούλης