Με τούτο το κείμενο θα αναφερθώ σε θεατρικά κείμενα του πολυσχιδούς θεατρανθρώπου Αλέξη Σολομού. Ο Σολομός στα χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής γράφει τα θεατρικά έργα «Αλής ο μέγας »(1937-1944, τελική εκδοχή 1953), «Αν έρθει το πλοίο απ΄την Ασία» (1939-1940), «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα» (τραγωδίαν λίαν ευτράπελος) (1940 /εκδίδεται τον Οκτώβριο του 1943 από τον Γλάρο), «Θάνατος και εξαπάτηση του Βακχυλίδη Πορτοκαλέα» (1941) και «Ζήσε Μαη μου» (1941). Επίσης, γράφει τα έργα «Η κόρη του Απλορράβδου»(1942), «ο Φονιάς» (1943), «Κακοβελόνης οισόθεος» (1943), ο «Τελευταίος Ασπροκόρακας » (1943), «Οι περιπέτειες του πρίγκιππα Αχμέτ » (1943), «Δημηγέρτες» (1943), «Ο Καζανόβας και η Ντάμα Κούπα (1944), «Έρωτας και χαβιάρι »(1944), «Το μονοπάτι της λευτεριάς» (1944), «Οι τρεις Μαρίες» (1945), «Εικασία» (1945).
Στο βιβλίο του «Βίος και Παίγνιον» ο Σολομός γράφει περί των έργων του: «Τοπρώτο έργο που έγραψα-όχι πια σαν σχολιαρόπαιδο,αλλά με κάποια επαγγελματική, ας πούμε, υπευθυνότητα ήταν οΑλής ο Μέγας. Δεν θυμάμαι γιατί ακριβώς ο αιμοσταγής Αλή Πασάς των Γιάννινων μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον-σε μια εποχή που το έγκλημα δεν είχε γίνει ακόμα μόδα και που ο Καλλιγούλας του Καμύ ήταν οχτώ χρόνια αγέννητος.(Η γιαννιώτικη τούτη ζοφερή κωμωδία όπως την ονόμαζα, μ΄όλο που κίνησε αργότερα το ενδιαφέρον του Βεάκη και του Γληνού, δεν κατάφερε τελικά να παιχθεί παρά μονάχα στο ραδιόφωνο).Συνέχισα τα δραματικά μου άπαντα με το ιψενοτσεχωφικό «Αν έρθει το πλοίο απ΄την Ασία »(ο τίτλος αντιλαλούσε την πρόσφατη μύησή μου στο Ρωμαικό δίκαιο)-μια αγροτική σάτιρα,τον «Φονιά»-μια έμμετρη διασκευή απ΄το Επος του Διγενή, την «Κόρη του Απλορράβδου»,και την κωμωδία «Ο Καζανόβας και η Νταμα Κούπα», γραμμένη κατά παραγγελία του Χορν, που ήθελε να παίξει τον μεγάλο εραστή.Τα έργα αυτά υποβλήθηκαν στο Θέατρο Τέχνης και σ΄ άλλους θιάσους κι απορρίφθηκαν με πολλά καλά λόγια. Κάπως πιο τυχερή στάθηκε η «τραγωδία λιίαν ευτράπελος «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», διασκευή αχαλίνωτη της ομώνυμης μεσαιωνικής μυθιστορίας. Η αναγνωση έγινε με κάθε επισημότητα στη σκηνή του Ρεξ απ΄τον Μπαστιά που, πριν να ιδρύσει το θέατρό του, ήταν -για δύο φεγγάρια- σκηνοθέτης του θιάσου Κοτοπούλη. Καταιγισμός επαίνων συνοδεύει την ανάγνωση κι η Μαρίκα μου απλώνει τα χέρια αναφωνώντας:«Σαίξπηρ,Σαίξπηρ έλα να σε φιλήσω.» Ο Μυράτ διαφωνώντας μουρμουρίζει:«Σαίξπηρ…Τότε γιατί να μην ανεβάσουμε με την ίδια έξοδα έναν πραγματικό Σαίξπηρ;» Η γνώμη του υπερισχύει κι αντί για το έργο μου ο θίασος ανεβάζει, όχι Σαίξπηρ, αλλά μια ουγγαρέζικη κωμωδιούλα. Ο «Βέλθανδρος» θα μου επιστραφεί με αύξοντα αριθμό 503 και θα μείνει άπαιχτος εσαεί. Αργότερα, θα βγει σε βιβλίο, δαπάναις ένός ελεήμονα φίλου μου κι ο καλοπροαίρετος Ξενόπουλος θα γράψει στ΄Αθηναικά Νέα: «Αυτού του είδους τα θεατρικά έργα, τα παραμυθοδράματα, να πούμε, δεν είναι του γούστου μου. Αλλ ΄αυτό, άμα το άρχισα από περιέργεια, δεν το άφησα παρ΄ αφού το ετελείωσα.»
Η κωμωδία του Σολομού με τίτλο «KAKΟΒΕΛΟΝΗΣ Ο ΙΣΟΘΕΟΣ» διαθέτει πικρό χιούμορ, σαρκασμό και κριτική διάθεση. Το έργο θίγει τη μεγαλομανία, την αρτηριοσκλήρωση και την υποκριτική συμπεριφορά μιας ελληνικής αστικής οικογένειας, που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να διατηρήσει και να να υπηρετήσει το «Όνομα» και τους ένδοξους προγόνους της, ενώ εθελοτυφλεί μπροστά στις επιθυμίες και στις πραγματικές ανάγκες των μελών της.Το παλαιό αντιμάχεται με πείσμα το νέο. Ο νεαρός Νικηφόρος βρίσκεται σε δίλημμα. Θα ακολουθήσει τις συμβουλές των θείων του; Θα συμμορφωθεί με «το βάρος του ονόματος» και θα απαρνηθεί την ερωμένη του ή θα ακούσει την καρδιά του; Με όχημα πάντα το χιούμορ, τα αστεία μπερδέματα και τις παρεξηγήσεις, κάνει κριτική στις απαρχαιωμένες αντιλήψεις και σε ό,τι αντιστέκεται στην ηθική και διανοητική πρόοδο του ανθρώπου. Θίγει τα κακώς κείμενα, είναι χωρατατζής, πνευματώδης και σαφώς θυμίζει τον Αρχαίο μας
Αριστοφάνη που τόσο έχει μελετήσει, παρελθόν και κυρίως στις αναμνήσεις/εμπειρίες των παιδικών χρόνων και την ερμηνεία τους. Μέσα από σύμβολα και αλληγορίες συνδιαλλέγεται με το υλικό από τα πρώιμα χρόνια της ζωής του ανθρώπου, τότε που όλα έμοιαζαν απλά και ανέφελα.
Ο ίδιος ο Σολομός στο σημείωμα του βιβλίου με τα τρία θεατρικά του έργα (Δωδώνη Αθήνα 1991) λέει χαρακτηριστικά (σελ.10) πως ο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» είναι μια «μασκαράτικη παρωδία βαρύγδουπου κοινωνικού δράματος ζωντανεμένη από ανθρώπινες μαριονέττες-μας διδάσκει πως μονάχα οι ξιπασμένοι λογαριάζουν τους εαυτούς τους άσπρους κόρακες, αντί μαύρους σαν όλους τους απλούς ανθρώπους. Ο τελευταίος γόνος της οικογένειας Ασπροκόρακα, ο Νικηφόρος, μεγαλωμένος κάτω από την καταπιεστική δόξα του νεκρού πατέρα του – πού’ χε ανακαλύψει… – επαναστατεί τελικά και, στο πείσμα της αγέρωχης κι αδιάλλαχτης φαμίλιας, παντρεύεται αυτήν … που ποθεί η καρδιά του» Ο γάμος του απογόνου των ένδοξων Ασπροκοράκων με μια….καμπαρετζού είναι μια επανάσταση. Η καρδιά παίρνει τα ηνία, η λογική μπαίνει στην άκρη. Επίσης, στη σελίδα 11(Δωδώνη Αθήνα 1991) υπάρχει ένα σχόλιο του ιστορικού Γιάννη Σιδέρη που αναφέρεται στη δουλειά του Σολομού εμπεριέχει και μια απόπειρα ερμηνείας του θεατρικού του αυτού έργου: «Ο συγγραφέας μας αντιπροσωπεύει την μερίδα εκείνη της ελληνικής νεότηταςπου όσα είχαν λάμψει πριν τα έβρισκαν μαύρα και μισητά. Το βαρύ αυτό αίσθημα (ο Σολομός) το αντίκρυσε με τον μυκτηρισμό και το νίκησε μέσα στην ψυχή του με τη σάτιρα. Είχε το ενάρετο θάρρος, γράφει ο Σιδέρης, να γελάσει εις βάρος τους κι έτσι να ονειροπολήσει εξαγνισμένα το καλύτερο. Το μεταπολεμικό. Με αισιοδοξία. Η χάρη του σατυρικού του οίστρου, το όραμα που υποφώσκει μέσα στον πόνο του, δίνουν στον Τελευταίο Ασπροκόρακα μια θέση μοναδική» Ο Σολομός δεν είναι σοβαρός ή σοβαροφανής , ποιητικός, μεταμοντέρνος ή ανοίκειος. Φαίνεται πως έχει φιλοσοφήσει τα πράγματα και με τη γραφή του κλείνει ζωηρά το μάτι στον αναγνώστη. Στόχος του δεν είναι να γίνει διδακτικός αυστηρός, επικριτικός.Να προβληματίσει τον θεατή βεβαίως, αλλά και να τον διασκεδάσει, υπενθυμίζοντάς του παράλληλα πως η μεταβολή της τύχης είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής. Και τι είναι εν τέλει η ζωή; Eνα μεγάλο παίγνιον, γι αυτό ίσως δεν πρέπει να την παίρνουμε στα σοβαρά. Οι ήρωές του συχνά αδύναμοι, έρμαια, εν μέσω μιας δίνης. Το κωμικό στοιχείο κυριαρχεί και προκαλεί αναταράξεις στην πλοκή.Στο τέλος βέβαια επέρχεται μια ισορροπία.Οπως προαναφέρθηκε,τα πράγματα λειτουργούν αλλιώς στο Βέλθανδρος και Χρυσάντζα όπου δεσπόζει η διάσταση τουπαραμυθιού, μέσα στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν. Το μοτίβο του εμπόδιου- ανέφικτου,η κατεύθυνση καλό-κακό,η περιπέτεια, και η μεταβολή των πραγμάτων είναι μερικά στοιχεία που συναντάμε. Ο έρωτας,η αγάπη είναι κινητήριος δυναμη. Γύρω λοιπόν από το θέμα του έρωτα περιστρέφονται άλλα επιμέρους θέματα. Ακόμα να σημειωθεί πως στα θεατρικά του έργα συνηθίζει να βάζει σκηνικές οδηγίες. Ίσως είναι η ανάγκη του σκηνοθέτει να ορίζει τα πράγματα, να έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του για τον τρόπο απόδοσης του έργου του και -συνειδήτά ή μη-κατευθύνει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Βάζει και πολλούς στίχους-τραγούδια, δείχνει εύγλωττα πως προορίζει τα έργα του να ανέβουν ως μουσικοθεατρικά. Οπότε πρέπει να γραφτεί πρωτότυπη μουσική για τα τραγούδια που πάντα έχουν να κάνουν με κεντρικές ιδέες των έργων. Και οι στίχοι δίνουν εύθυμο τόνο στο εγχείρημα,δημιουργούν το κλίμα εκείνο που προσιδιάζει στην κωμωδία – αναφέρομαι κυρίως στα έργα «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας» και «Κακοβελόνης ο Ισόθεος». Και στο δεύτερο ακόμα πιο πολλή η μουσική και η σάτυρα καλούνται να αλληλεπιδράσουν και να έχουν ένα αρμονικό αποτέλεσμα.
Ο Αλέξης Σολομός σημειώνει στον πρόλογο της έκδοσης του έργου από τις εκδόσεις Δωδώνη(σελ.13-14) πως το έργο γράφτηκε αποσπασματικά σε διάφορους τόπους και χρόνους. Λονδίνο ,Παρίσι,Νέα Υόρκη. Μάλιστα ,ενώ ήταν πάνω σε ένα καράβι στον Ατλαντικό,ξαναέγραψε το έργο από την αρχή.«Έτσι τέλεψε ο Μονόλογος,αφού τον έσυρα σ΄όλους σχεδόν τους τόπους που τον καιρό εκείνο έσυρα και τον εαυτό μου.»Μάλιστα στη συνέχεια διηείται κάτι απίστευτο που όμως του συνέβη:μέσα σε ένα μουσείο γνώρισε μια όμορφη κοπέλα που του συστήθηκε με το όνομ ατης ηρωίδας πουείχε δημιουργήσει,το σπάνιο «Νοέμη». Σαν όνειρο!To έργο αποτελείται από δύο μέρη.Το κύριο πρόσωπο είναι ο Αντρέας Λοτ,που στην αρχή βρίσκεται μέσα σε ένα κελί φυλακής και μιλά από το μεγάφωνο. Ενώ αναρωτιέται πώς βρέθηκε μέσα στο κελί,ορμά από μια σκοτεινή γωνία ένας σκελετώδης άνθρωπος με μακριά μαλλιά και γένια. Ονομάζεται Μος ,έχει χρόνια να μιλήσει σε άνθρωπο κι δεν κάνει όνειρα. Ισχυρίζεται ότι έχει απώλεια μνημης. Έχει γίνει αόρατος στους φύλακες ,έχει ανοίξει μια μυστική δίοδο που οδηγεί στην ελευθερία, έχει συντρίψει τη μοναξιά. Λέει στον Αντρέα να χρησιμοποιήσει την κρυφή τρύπα που έσκαβε τα νύχια του χρόνια αλλά εκείνος αρνείται. Έχει την πίστη ότι οι γονείς και οι αγαπημένοι του φίλοι ,όπως και η γυναίκα που αγαπά θα ενεργήσουν ώστε να τον βγάλουν έξω. Δεν θέλει με τίποτα να πεθάνει. Στις επόμενες σκηνές έχουμε διαλόγους με πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην ζωή τουΑνδρέα. ‘Ίσως το καθένα να συμβολίζει κάτι. Γίνεται αναφορά στα παιδικά χρόνια και γενικότερα στο παρελθόν του ήρωα. Οι αναγνώστες μαθαίνουν περιστατικά που άλλοτε μοιάζουν σημαντικά, άλλοτε ακούγονται ασήμαντα. Ένας διάλογος με τις αναμνήσεις,μια εκτίμηση της προηγούμενης ζωής. Ο λόγος που ο άνθρωπος μπήκε φυλακή δεν είναι ξεκάθαρος. Μπορεί να μην είναι σοβαρός. Μπορεί η φυλακή να αποτελεί σύμβολο.Τα ίδια τα συναισθήματα,οι φαντασίες ,
τα όνειρα και οι σκέψεις συχνά μας δεσμεύουν. Επίσης, έρχεται η στιγμή που οι άνθρωποι συνομιλούν ή έχουν την ανάγκη να συνομιλήσουν με τον εαυτό τους, να κάνουν μια αυτοανάλυση, όσο κι αν αυτό μπορεί να είναι επώδυνο. Είναι δύσκολο να είναι κανείς ειλικρινής με τον ίδιο του τον εαυτό.
Όλα τα πρόσωπα του έργου εμπλέκονται σε ένα γα ι τα νάκι γύρω από το κεντρικό πρόσωπο.Αυστηρά συγκροτημένοι χαρακτήρες δεν υπάρχουν. Είναι μάλλον σύμβολα – ιδέες. Ή… φαντάσματα,θα μπορούσαμε να πούμε. Ο κεντρικός ήρωας Αντρέας Λοτ κλεισμένος μέσα σε ενα κελί κάνει την αυτοκριτική του, τη βουτιά στα άδυτα της ύπαρξής του: ο ίδιος κατέληξε να γίνει ο τύπος του ανθρώπου που μισούσε. Και η συνειδητοποίηση αυτού είναι ό,τι πιο σκληρό για την καρδιά!Εδώ ο Σολομός ασχολείται με το θέμα του Εαυτού. Ποιοι είμαστε,από που ερχόμαστε και για ποιον σκοπό. Πάλι χιούμορ,πνέυμα και λεπτή ειρωνεία-στα πλαίσια μια γενικότερης αποδόμησης σε σχέση με την σοβαροφάνεια και την υποκρισία. ‘Οπως και στον «Κακοβελώνη τον Ισόθεο» εδώ επανέρχεται έντονα το μοτίβο της επιστροφής στο παρελθόν και κυρίως στις αναμνήσεις/εμπειρίες των παιδικών χρόνων και την ερμηνεία τους. Μέσα από σύμβολα και αλληγορίες συνδιαλέγεται με το υλικό από τα πρώιμα χρόνια της ζωής του ανθρώπου, τότε που όλα έμοιαζαν απλά και ανέφελα.
Χαρακτηριστικά των έργων του Σολομού
Οι ήρωες /τα θέματα /οι ιδέες
Στον πρόλογο του βιβλίου του Σολομού «Το πολύχρωμο θέατρο» ο Βάλτερ Πούχνερ σημειώνει «Το συγγραφικό έργο του Σολομού αποτελεί, σε διάφορες εκδοχές και παραλλαγές, αποχρώσεις και προσμείξεις, μια ευτυχή σύμπραξη τέχνης και επιστήμης, καλλιτεχνικής ενόρασης και βιβλιογραφικής αναζήτησης, θεατρικού αισθητηρίου και ορθολογικής αποδεικτικής, χωρίς το ένα να εμποδίζει το άλλο’ αντιθέτως, διαφωτίζονται αμοιβαία. Ετσι,το συγγραφικό του έργο, μοναδικό σε έκταση και ποιότητα, χαρακτηρίζεται από ποικιλία μεθόδων και μια ικανότητα σύνθεσης. Ο Σολομός «σκηνοθετεί »και τα βιβλία του κι εφαρμόζει την πολυφωνία των εκφραστικών μέσων της σκηνής και στις μεθόδους προσέγγισης ενός θέματος προς μελέτη. Και στις μελέτες του αναφέρεται για το σύνολο και την παρουσίασή του. Και τα μελετήματά του είναι παραστάσεις. Έχουν εκείνη την αναπόφευκτη παραστατικότητα που χαρακτηρίζει τους πραγματικούς θεατρανθρώπους.»
Μπορεί η σημείωση αυτή του Πούχνερ να αφορά στα βιβλία του Σολομού γενικότερα, και κυρίως, στα θεωρητικά του βιβλία περί θεάτρου, όμως θα κρατήσω λέξεις-κλειδιά για την ερμηνεία και των θεατρικών του έργων: αποχρώσεις, προσμείξεις, θεατρικό αισθητήριο και παραστατικότητα. «Δένει » τις πλοκές και τους μονολόγους του, υπάρχει μια συνοχή σκηνών, πράγμα που παρατηρείται σε όλα τα θεατρικά του, υπάρχει συνήθως ένας ισχυρός, αλλά παράξενος -συνήθως-κεντρικός ήρωας γύρω από τον οποίο περιπλέκεται όλη η δράση και τα επεισόδια. Ακόμα μπλέκει το φαιδρό με το σοβαρό και καταλήγει σε μία «λύση», αλλά έχοντας δώσει πριν ποικίλες διαστάσεις και έχοντας κάνει ευφάνταστες πραγματικά συνδέσεις.
Σκεφτόμενος κανείς πάνω στα θεατρικά έργα του Σολομού που μελετάμε καταλήγει σε κάποια συμπεράσματα που αφορούν στην υφή της δραματουργίας του. Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί είναι πως συνηθίζει να αναμειγνύει την πραγματικότητα με τη φαντασία. Τον ρεαλισμό με το όνειρο. Ανθρωποι καθημερινοί, οικείοι, της διπλανής πόρτας ,της εποχής του ,αλλά και πλάσματα φανταστικά, που όμως τα βάζει να συνυπάρχουν μέσα στο ίδιο κείμενο και να παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτή η ανάμειξη δίνει στα έργα την γεύση του εξωπραγματικού και θυμίζουν ονειροδράματα. Ενα άλλο στοιχείο είναι αυτό του παραμυθιού. Είναι σαν να προσπαθεί να σου αφηγηθεί θεατρικά μια ιστορία μέσα από την οποία όμως επιθυμεί να σου περάσει και ένα μήνυμα. Με αυτό δεν εννοούμε πως γίνεται αποφθεγματικός ή διδακτικός. Και δεν γίνεται εξάλλου. Εννοούμε όμως πως έχει κατά νου να υποβάλλει ένα μήνυμα στον αναγνώστη/θεατή με την έννοια ότι έχει έναν στοχο να υλοποιήσει επιστρατεύοντας όχι τόσο τον ρεαλισμό, όσο τον σουρρεαλισμό αλλά και τον μηχανισμό του κωμικού. Πέρα από την διασκευή «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα» στα άλλα έργα συναντάμε πολλά κωμικά στοιχεία, καθώς και διάχυτη μια ειρωνεία στα σημεία που συμβάλλει στην ανάδυση μιας άλλοτε περιπαιχτικής, αλλοτε ειρωνικής διάθεσης, χωρίς να λείπει και κάποιος προβληματισμός σχετικά με τη ζωή, την ηθική, τις σχέσεις των ανθρώπων.
Ένα στοιχείο που χρησιμοποιεί είναι η υπερβολή, που σε συνδιασμό με το απροσδόκητο δημιουργούν μηχανισμούς γέλιου.Όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο του «Καλή μου Θάλεια»ή «περί Κωμωδίας»,όταν ο κωμωδιογράφος χτίσει τ΄οχυρό της πλοκής, στρατολογήσει το φανταστικό του θίασο και προσδιορίσει τα πεδία της σύγκρουσης, πρέπει να εξασφαλίσει τον οπλισμό του:τα αιχμηρά και εκρηκτικά στοιχεία του γέλιου. Δίχως τα πολεμοφόδια της ιλαρότητας και τα πυρομαχικά του χωρατού δεν είναι σε θέση να δώσει, πολύ λιγότερο, να κερδίσει , καμία μάχη
Ο ίδιος ο Σολομός στο σημείωμα του βιβλίου με τα τρία θεατρικά του έργα (Δωδώνη Αθήνα 1991) λέει χαρακτηριστικά (σελ.10) πως ο «Τελευταίος Ασπροκόρακας είναι μια «μασκαράτικη παρωδία βαρύγδουπου κοινωνικού δράματος ζωντανεμένη από ανθρώπινες μαριονέττες-μας διδάσκει πως μονάχα οι ξιπασμένοι λογαριάζουν τους εαυτούς τους άσπρους κόρακες,αντί μαύρους σαν όλους τους απλούς ανθρώπους. Δίκην Δον Κάρλος ή νεαρού Μπόργκμαν, ο τελευταίος γόνος της οικογένειας Ασπροκόρακα, ο Νικηφόρος, μεγαλωμένος κάτω από την καταπιεστική δόξα του νεκρού πατέρα του – πούχε ανακαλύψει… – επαναστατεί τελικά και, στο πείσμα της αγέρωχης κι αδιάλλαχτης φαμίλιας, παντρεύεται αυτήν … που ποθεί η καρδιά του»
» Ο γάμος του απογόνου των ένδοξων Ασπροκοράκων με μια….καμπαρετζού είναι μια επανάσταση. Η καρδιά παίρνει τα ηνία, η λογική μπαίνει στην άκρη. Επίσης, στη σελίδα 11(Δωδώνη Αθήνα 1991) υπάρχει ένα σχόλιο του ιστορικού Γιάννη Σιδέρη που αναφέρεται στη δουλειά του Σολομού εμπεριέχει και μια απόπειρα ερμηνείας του θεατρικού του αυτού έργου: «Ο συγγραφέας μας αντιπροσωπεύει την μερίδα εκείνη της ελληνικής νεότηταςπου όσα είχαν λάμψει πριν τα έβρισκαν μαύρα και μισητά.
Το βαρύ αυτό αίσθημα (ο Σολομός) το αντίκρυσε με τον μυκτηρισμό και το νίκησε μέσα στην ψυχή του με τη σάτιρα. Είχε το ενάρετο θάρρος, γράφει ο Σιδέρης, να γελάσει εις βάρος τους κι έτσι να ονειροπολήσει εξαγνισμένα το καλύτερο. Το μεταπολεμικό. Με αισιοδοξία. Η χάρη του σατυρικού του οίστρου, το όραμα που υποφώσκει μέσα στον πόνο του,δίνουν στον Τελευταίο Ασπροκόρακα μια θέση μοναδική»
Ο Σολομός δεν είναι σοβαρός ή σοβαροφανής ,ποιητικός,μεταμοντέρνος ή ανοίκειος.Φαίνεται πως έχει φιλοσοφήσει τα πράγματα και με τη γραφή του κλείνει ζωηρά το μάτι στον αναγνώστη.Στόχος του δεν είναι να γίνει διδακτικός , αυστηρός, επικριτικός .Να προβληματίσει τον θεατή βεβαίως ,αλλά και να τον διασκεδάσει, υπενθυμίζοντάς του παράλληλα πως η μεταβολή της τύχης είναι μέσα στο παιχνίδι τη; ζωής. Και τι είναι εν τέλει η ζωή; Eνα μεγάλο παίγνιον, γι αυτό ίσως δεν πρέπει να την παίρνουμε στα σοβαρά. Οι ήρωές του συχνά αδύναμοι, έρμαια, εν μέσω μιας δίνης. Το κωμικό στοιχείο κυριαρχεί και προκαλεί αναταράξεις στην πλοκή. Στο τέλος βέβαια επέρχεται μια ισορροπία. ‘Οπως προαναφέρθηκε, τα πράγματα λειτουργούν αλλιώς στο Βέλθανδρος και Χρυσάντζα όπου δεσπόζει η διάσταση του παραμυθιού, μέσα στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν. Το μοτίβο του εμπόδιου-ανέφικτου, η κατεύθυνση καλό-κακό, η περιπέτεια, και η μεταβολή των πραγμάτων είναι μερικά στοιχεία που συναντάμε. Ο έρωτας, η αγάπη είναι κινητήριος δυναμη. Γύρω λοιπόν από το θέμα του έρωτα περιστρέφονται άλλα επιμέρους θέματα.
Ακόμα να σημειωθεί πως στα θεατρικά του έργα συνηθίζει να βάζει σκηνικές οδηγίες. Ίσως είναι ανάγκη του σκηνοθέτει να ορίζει τα πράγματα, να έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του για τον τρόπο απόδοσης του έργου του και -συνειδήτά ή μη-κατευθύνει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Βάζει και πολλούς στίχους-τραγούδια, δείχνει εύγλωττα πως προορίζει τα έργα του να ανέβουν ως μουσικοθεατρικά. Οπότε πρέπει να γραφτεί πρωτότυπη μουσική για τα τραγούδια που πάντα έχουν να κάνουν με κεντρικές ιδέες των έργων. Και οι στίχοι δίνουν εύθυμο τόνο στο εγχείρημα, δημιουργούν το κλίμα εκείνο που προσιδιάζει στην κωμωδία – αναφέρομαι κυρίως στα έργα «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας» και «Κακοβελόνης ο Ισόθεος». Και στο δεύτερο ακόμα πιο πολλή η μουσική και η σάτυρα καλούνται να αλληλεπιδράσουν και να έχουν ένα αρμονικό αποτέλεσμα.