Scroll Top

Μου έλειπε ο εαυτός μου – του Ευάγγελου Αυδίκου

Υπεύθυνος στήλης | Ευάγγελος Αυδίκος

«Η λέξη στη γλώσσα ανήκει εξ ημισείας σε κάποιον άλλο». Η φράση του Μπαχτίν συμπυκνώνει τον αέναο αγώνα της λογοτεχνίας, που υπάρχει μέσα από τις λέξεις, οι οποίες αναπαρθενεύονται κάθε φορά , παραφράζοντας τον Ελύτη. Με άλλα λόγια, προσαρμόζονται στην αφηγηματική θερμοκρασία του νέου περιβάλλοντος.
Η αφετηρία της στήλης είναι αυτή η διαπίστωση, σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τους αναγνώστες και τα βιβλία. Δεν πιστεύω σε κλειστές και απρόσβλητες αναγνώσεις. Τα βιβλία θα γίνουν το μέσο επικοινωνίας με όσους/ες διαβάζουν. Χωρίς τον αναγνώστη/τρια τα δοκίμια βιώνουν το πολικό ψύχος της αναγνωστικής μοναξιάς.

Georgi Gospodinov  Χρονοκαταφύγιο, μυθιστόρημα , μτφρ.  Αλεξάνδρα Ιωαννίδου. Εκδόσεις Ίκαρος 2021, σελ. 363.

Το σκεφτόμουνα πολύν καιρό να γράψω για το μυθιστόρημα του Georgi Gospodinov.  Τον πρωτογνώρισα, ως μυθιστοριογράφο, στις 16 Δεκεμβρίου 2022, τότε που τιμήθηκε με το “Athens Prize for Literature” ( βραβείο ξένου μυθιστορήματος), με το μυθιστόρημα «Φυσικό μυθιστόρημα» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Ήταν η πρώτη φορά, στη διάρκεια της πανδημίας,  που γινόταν η απονομή των βραβείων, από το περιοδικό Δέκατα, με φυσική παρουσία κι έτσι παραβρέθηκα στην εκδήλωση για να παραλάβω το βραβείο για την «Οδό Οφθαλμιατρείου».

Παράγγειλα τότε το βιβλίο, ήθελα να γνωρίσω τον Βαλκάνιο λογοτέχνη. Να όμως που ο φίλος  βιβλιοπώλης παράκουσε και μου έστειλε το «Χρονοκαταφύγιο». Το διάβασα με περισσή προσοχή, με εξέπληξε η γραφή του και η ποιητικότητα που διέτρεχε κάθε φράση. Ένας εξαιρετικά ικανός γραφιάς, για τον οποίο η σχέση πραγματικότητας και μυθοπλασίας αποκτούσε νέες διαστάσεις, καθώς γινόταν ο δικός του τρόπος να μιλήσει με ξεχωριστό τρόπο , για ένα παρελθόν που ήταν το τραύμα του αλλά και η έμπνευσή του. Για μια παρελθούσα περίοδο όπου η νοσταλγική μνήμη για τα « αιώνια χωράφια με τις φράουλες των παιδικών μου χρόνων», που ακόμα ξεχορταριάζουν οι γονείς του, συνεχίζει να είναι ζώσα και να προκαλεί συζεύξεις στον χρόνο και τον τόπο. Είναι όλα αυτά που διαμορφώνουν τις συνθήκες να μιλήσει για τη δική του διαδρομή, για τη χώρα του, για τον χρόνο και το πώς διαμορφώνεται η σχέση του με αυτόν.

«Όλα τα αληθινά πρόσωπα σε αυτό το μυθιστόρημα είναι επινοημένα, μόνο τα επινοημένα είναι αληθινά». Ο Γκοσποντίνοφ προτάσσει αυτή τη δήλωση ως μότο στα όσα ακολουθούν , η οποία λειτουργεί και ως ερμηνευτικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Διευκολύνει τον αναγνώστη / τρια  να διαβάσει το μυθιστόρημα ως  μια γραφή που κινείται « στα ασαφή όρια μεταξύ μυθοπλασίας και καταγεγραμμένης πραγματικότητας»[1].

Ο συγγραφέας επιχειρεί μια περιδίνηση στον χρόνο, τον δικό του πρωτίστως, όπως βιώνεται μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες και τις αφηγήσεις  των άλλων. Η αφήγηση παίρνει τη μορφή χρονικού γεγονότων βιωμένων και ανάσυρσης αρχειακών στοιχείων για την προσωπική και οικογενειακή περιπέτεια αλλά και της χώρας του. Θέματα που διατρέχουν το κείμενο είναι η μνήμη, το παρελθόν, ο χρόνος και κρίσιμα πολιτικά γεγονότα , τα οποία διαμόρφωσαν τη μνήμη ή επέβαλαν τη λήθη και τη σχέση με τον χρόνο. Ένα τέτοιο γεγονός είναι η ναζιστική εισβολή στην Πολωνία, « την 1η Σεπτεμβρίου 1939 το πρωί είχε φτάσει το τέλος του ανθρώπινου χρόνου», γράφει. Είναι ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα τον συγγραφέα, σε σχέση με ό,τι ακολούθησε αλλά και την αναβίωση των εθνικιστικών κινημάτων σε όλη την Ευρώπη, που αναρριπίζουν τον φόβο του ιστορικού βιώματος.

Η αφήγηση του Γκοσποντίνοφ είναι θραυσματική. Είναι τεμαχισμένη από το τραύμα και την περιδίνηση σε πρόσωπα, αισθήματα και συναισθήματα που ανασύρονται συνειρμικά στην επιφάνεια μέσω των προσώπων , των μυρουδιών και των αντικειμένων, τα οποία συμπυκνώνουν την κλειδωμένη μνήμη. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι η Γερμανοβουλγάρα Χίλντε που συνδέει τη δική της μνήμη με τη φυγή από τη Σόφια, λίγο πριν από την άφιξη του Κόκκινου Στρατού, και την επιβίωση στην ισοπεδωμένη μεταπολεμική Γερμανία. Όλα αυτά αποκτούν νόημα και γίνονται μνήμη του χρόνου αλλά και του τόπου με τη μυρουδιά του ψωμιού που έτρωγε στην παιδική της ηλικία, κάτι που δίνει υπόσταση στο παρελθόν, αλλά και τον τέντζερη που είναι το υλικό αντικείμενο για τη μνήμη της ενηλικίωσής της στην κατεστραμμένη Γερμανία.

Αντεστραμμένο είναι το προσωπικό βίωμα του αφηγητή συγγραφέα. Είναι τα υλικά και πάλι αντικείμενα που δίνουν μορφή στη γεωγραφία μέσα από φαντασιώσεις . Πρόκειται για τα μεταλλικά παιδικά αυτοκινητάκια , που έφερναν οι Βούλγαροι φορτηγατζήδες από τα ταξίδια τους στη δυτική Ευρώπη. Αυτά αποκτούσαν μυθική διάσταση. Γίνονταν συμπυκνωτές ενός άλλου κόσμου, ενός άλλου τόπου, σε αντίθεση με τον δικό του κόσμο που περιοριζόταν στα χάρτινα αυτοκινητάκια , τις εικόνες που εύρισκαν μέσα στις συσκευασίες με τις τσίχλες.

Στο μυθιστόρημα τα πρόσωπα, τα αντικείμενα, οι μνήμες , οι εμπειρίες στροβιλίζονται από μια συνεχή περιδίνηση, στην οποία είναι εμφανής η αγωνία του συγγραφέα να οικοδομήσει έναν κόσμο που δεν είχε το δικαίωμα να θυμάται, ή του στερούσαν τη δυνατότητα να ξέρει.

Το παρελθόν και η μνήμη είναι αυτά που επανέρχονται στην αφήγηση του συγγραφέα. Θα έλεγα ότι λειτουργούν τόσο ως πρόθεση για τη γραφή όσο και ως συνεκτικός ιστός στην κατακερματισμένη μυθοπλαστική ανιστόρηση. « Όταν ανακάλυψα τον Γκαουστίν και την κλινική, βρισκόμουν στην αρχή ενός μυθιστορήματος για το διακριτικό θαύμα του παρελθόντος, για την απατηλή αθωότητά του και για το τι θα γινόταν αν αρχίζαμε να επιστρέφουμε στο παρελθόν για θεραπευτικούς λόγους» (65).

Αυτά σημειώνει ο Γκοσποντίνοφ. Η άποψή του για τους θεραπευτικούς λόγους είναι δίσημη. Αφορά τους ασθενείς με άνοια  αλλά και όλους τους ανθρώπους, είτε είναι μετανάστες είτε βίωσαν τραυματική σχέση με το παρελθόν.    Για τους πρώτους «το παρελθόν είναι η πατρίδα τους, το μέλλον είναι η άγνωστη χώρα» . Με βάση αυτή την παραδοχή, οργανώνονται κλινικές με δωμάτια που παραπέμπουν σε παρελθούσες δεκαετίες, στις οποίες έζησαν οι ασθενείς. Με τον τρόπο αυτό όσοι έχουν προβλήματα άνοιας, αποκτούν τη δυνατότητα να ξαναζήσουν, να ανασύρουν στιγμές της ζωής τους μέσω των αντικειμένων. Ο συγγραφέας επινοεί τον τίτλο του μυθιστορήματος (χρονοντούλαπο) απ’ αυτή τη μετάβαση σε διαφορετικό χρόνο. Ωστόσο, δεν είναι η επιστροφή σε έναν άλλον χρόνο που λειτουργεί ως παρακαμπτήρια διαδικασία για την ανάκτηση της μνήμης. «Το παρελθόν  δεν είναι καθόλου αφηρημένο, είναι φτιαγμένο από πολλά συγκεκριμένα, μικρά πράγματα», σχολιάζει ο συγγραφέας όταν αναφέρεται στην απόφαση του Οδυσσέα να επιστρέψει στην Ιθάκη αρνούμενος τις νέες προκλήσεις στο νησί της Ναυσικάς. Αυτό αναδεικνύει και μια αντιφατικότητα στον υπερτονισμό του χρόνου σε σχέση με τον τόπο. Τα υλικά αντικείμενα είναι τόπος, όπως και τα δωμάτια  που μεταμφιέζονται σε μουσειακούς τόπους μιας συγκεκριμένης δεκαετίας. Αυτή την αλληλεξάρτηση του χρόνου και του τόπου υπογραμμίζει και ο Μπαχτίν[2] , αναφερόμενος σε χρονοτόπο, αλλά και ο Ουελμπέκ.[3]

Ο συγγραφέας γίνεται συνεργάτης του Γκαουστίν που οργανώνει τα δωμάτια της ανάταξης της μνήμης των ασθενών. Γίνεται συλλέκτης του παρελθόντος, βολτάριζε στις στοές του παρελθόντος. Ο ίδιος βλέπει την λογοτεχνική ανάκλαση όσων συμβαίνουν στο βιολογικό και ιατρικό πεδίο. Το τελευταίο τροφοδοτεί τη δική του οπτική και την ίδια στιγμή και τα δύο συνδέονται με την κοινή στόχευση. Ο Γκοσποντίνοφ , ως λογοτέχνης, αγκιστρώνεται από την ιατρική, θεραπευτική διάσταση της άνοιας, μέσω της μετάβασης στο παρελθόν, και μετακινείται στο δικό του πεδίο, το μυθοπλαστικό, ιχνηλατώντας τη δύναμη της λογοτεχνίας στη λειτουργία της ως ιαματικής διαδικασίας για τη συμφιλίωση με το παρελθόν αλλά και τη διερεύνηση της λειτουργίας της.

Έτσι επιλέγει να βολταρίζει στις στοές του παρελθόντος. Η λογοτεχνία γι’ αυτόν γίνεται ένας τρόπος να υπάρχει το παρελθόν (οι γονείς του, οι φίλοι του, οι συμφοιτητές τους, το δικό του παρελθόν) μέσω της λογοτεχνικής ανάπλασης, γιατί έχει την πεποίθηση «ότι δεν μπορούμε να υπάρχουμε όταν δεν υπάρχουμε στη μνήμη κανενός».


[1] Κώστας Καβανόζης, Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Το μυθιστόρημα τεκμηρίων και η λογοτεχνικότητα του αναφορικού λόγου. Εκδόσεις Πατάκη 2022, Αθήνα 2022, σελ. 29-46.

[2] Μιχαήλ Μπαχτίν, Μορφές του χρόνου και του χρονοτόπου στο μυθιστόρημα. Δοκιμές για μια ιστορική ποιητική. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο  2022, 23-24. Πρβ και τις απόψεις του Γιάννη Κιουρτσάκη στην «Εισαγωγή» στο βιβλίο του Μπαχτίν.

[3] «Οι ζωές μας εκτυλίσσονται στον χώρο, ο χρόνος δεν είναι παρά ένα αξεσουάρ, ένα κατάλοιπο».

Μισέλ Ουελμπέκ, Σοπενάουερ παρόντος, δοκίμιο, μτφρ. Γιώργος Καραμπελιάς. Βιβλιοπωλείον  της ΕΣΤΙΑΣ , Αθήνα 2022, σελ. 25.

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος