Τα πρόσφατα χρόνια έχει εμφανιστεί μια νέα γενιά κυπρίων λογοτεχνών, κυρίως γυναικών, που έχουν κατακτήσει στην πεζογραφία μια διακριτή θέση. Με διακρίσεις, βιβλιοκριτικές αλλά και αναγνωστικές. Αυτό οφείλεται τόσο στη συγγραφική δεξιοτεχνία τους όσο και στη διαμόρφωση ενός αφηγηματικού ύφους, το οποίο λειτουργεί ως συνδετικός ιστός που συγκροτεί μια βάση για περαιτέρω συζήτηση για το πώς και το γιατί της σύγχρονης κυπριακής πεζογραφίας. Συστατικό στοιχείο της αφηγηματικής τους είναι η χρήση της κυπριακής διαλέκτου. Η συζήτηση, συχνά έντονη, εστιάστηκε στο αν η διάλεκτος της Κύπρου έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει συλλογισμούς, να οργανώσει πολυπρόσωπες και πολυεπίπεδες ιστορίες. Επανέρχεται στη συζήτηση ένα ζήτημα που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα. Γενικότερα για τις διαλέκτους. Αναδύεται τακτικά, μετά από κάποιες περιόδους ύφεσης, στην επιφάνεια. Αναμενόμενο, γιατί η γραφή, όπως όλες πολιτισμικές εκφάνσεις δεν ακολουθούν μιαν ντετερμινιστική, γραμμική εξέλιξη. Θα έλεγα ότι αν κάποιος γρατσουνίσει την επιφάνεια της λογοτεχνικής γραφής, θα εντοπίσει γλωσσικά μοτίβα που ανακυκλώνουν παλαιές αντιλήψεις και γλωσσικές πρακτικές, οι οποίες εγχέονται σε νέα αφηγηματικά καλούπια.
Αφόρμηση γι’αυτή την εισαγωγή έλαβα από το βιβλίο της Βασιλικής Σελιώτη, (Λογοτεχνία και τραύμα. Το 1974 στην κυπριακή και ελλαδική λογοτεχνία. Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021). Πρόκειται για μια μελέτη της μνήμης αλλά και του τραύματος, που λειτουργούν ως πηγή για λογοτεχνική δημιουργία. Επέλεξα για τίτλο του κειμένου τη μνημονική φράση που διασώζει ο Πέτρος Θεοχαρίδης (Οδοιπορικό στο Γερόλακκο, εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, Απρίλιος 2003). Ο Ελληνοκύπριος πρόσφυγας επισκέπτεται το παλιό του σπίτι, στο οποίο πλέον ζει μια οικογένεια Τουρκοκυπρίων. Ο νοικοκύρης ξεβιδώνει μια λάμπα, την ίδια που βρήκε όταν μπήκε στο σπίτι πριν από είκοσι οκτώ χρόνια. Συνοδεύει την παράδοσή της με την προτροπή να την πάρει ο Ελληνοκύπριος στον καινούριο τόπο. «όποτε την ανάβω μου κόβεται η ανάσα», σχολιάζει.
Ένα ταπεινό, υλικό αντικείμενο, συνήθως αναλώσιμο, μετασχηματίζεται σε καιόμενη βάτο για τον Τουρκοκύπριο. Γίνεται και η γέφυρα για τη διασταυρούμενη μνήμη. Είναι η λάμπα που φωτίζει το τραύμα, το οποίο δεν είναι μονομερές. Υπάρχει και η άλλη πλευρά, ο Τουρκοκύπριος, που κουβαλάει το δικό του φορτίο.
Έχω την εντύπωση ότι το ίδιο κάνει και η συγγραφέας με το βιβλίο της. Μας προσφέρει μια λάμπα για να κατανοήσουμε τον τρόπο που η λογοτεχνία-κυπριακή και ελλαδική-προσεγγίζει το «1974» ως πηγή για την αναφορά στη μνήμη και το τραύμα, μέσα από τις ιστορίες ζωής απλών ανθρώπων ή ενόπλων, που βρέθηκαν στο σταυροδρόμι της τουρκικής εισβολής και όσων ακολούθησαν.
Η Κύπρος, η εισβολή στην Κύπρο, η προσφυγοποίηση των Ελληνοκυπρίων-αλλά και των Τουρκοκυπρίων, οι ευθύνες της χουντικής διακυβέρνησης με την ανευθυνότητα που επέδειξε το 1974, οι αγνοούμενοι και οι εξόριστοι, η ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου), οι αγριότητες και οι ομαδικοί τάφοι γίνονται προζύμι για την επιστροφή του ρηγματικού «1974» ως λογοτεχνική αφήγηση και ως ανατοποθέτηση της σχέσης με το τραύμα. Η λογοτεχνία, παραφράζοντας τα λόγια του ιστορικού Βασίλη Κρεμμυδά, χρησιμοποιείται ως προσφορότερος τρόπος από τη συγγραφή ιστορικών δοκιμίων, ώστε να αναμετρηθούν οι αναγνώστες/τριες με το τραύμα και να αναδιαπραγματευτούν τη σχέση τους με τη μνήμη.
Διαχρονική η συγκεκριμένη λειτουργία. Ο μύθος πάντα αναλαμβάνει τον ρόλο να μεταφέρει την κοινωνική και πολιτισμική εμπειρία στους ακροατές. Το ίδιο πράττει και η γραφή. Η ανάγνωση της μελέτης, συνεπώς, είναι κι ένα ταξίδι στη μνήμη και το τραύμα, όπως χρησιμοποιήθηκε από τους Κύπριους και Ελλαδίτες ποιητές και πεζογράφους.
Ποια είναι η στάση των δημιουργών έναντι του τραύματος; Αποκτά διαβαθμίσεις ανάλογα με τη χρονική εγγύτητα στα γεγονότα, τη μορφή έκφρασης (ποίηση, ημερολόγιο, μαρτυρολόγιο, διήγημα, μυθιστόρημα) και την καταγωγή (Κύπρος, Ελλάδα). «Τα ποιήματα αυτά είναι απόσταγμα δακρύων(…) Ένιωθα γράφοντας ότι δεν κάνω ποίηση αλλά ότι έδινα μια μαρτυρία», γράφει ο Άνθος Λυκαύγης. Οι δημιουργοί αφήνουν τον πόνο, την οργή και την απογοήτευση να εμποτίσουν τους στίχους τους (Ρίτσος, Βάρναλης, Μόντης, Χαραλαμπίδης). Ωστόσο, Οι Κύπριοι δεν διστάζουν να αναφερθούν και σε θέματα που αφορούν τους βιασμούς και την «απάθεια» των ίδιων των Κυπρίων απέναντι στις γυναίκες (Κυριάκος Πλησής, οι παρθένες που δεν χάρηκαν τον έρωτα).
Ακόμη πιο επώδυνα, αναδεικνύονται οι διαφορετικές προσλήψεις του «1974» μέσα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως ενοχλητικοί παρίες, ενώ κάποιοι από αυτούς που δεν βίωσαν το τραύμα εκφράζουν τη μύχια επιθυμία να επωφεληθούν τουριστικά τα μέρη τους από τη νέα κυπριακή γεωγραφία (Ρήνα Κατσελλή).
Είναι ενδιαφέρουσα η οπτική της κυπρόθεμης Ελλαδικής πεζογραφίας (Βαλτινός, Γκουρογιάννης), στην οποία εγγράφεται το ελλαδικό τραύμα για το «1974». Όμως, θα περιοριστώ στην ελληνοκυπριακή πεζογραφική δημιουργία, η οποία ανατέμνει το τραύμα αφήνοντας χώρο για τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις αλλά και για τα «ου φωνητά». Τέτοιο θέμα είναι η διπλή ταυτότητα και οι πολιτισμικές επιμειξίες μέσα στο νησί ανάμεσα στις δύο κοινότητες, όσο και αν αυτές δεν εξωθούνται στον χώρο του μιαρού. Η Σωτηρίου (Η Αϊσέ πάει διακοπές) το χειρίζεται με έξοχο τρόπο το θέμα. Επιπλέον, ακολουθώντας διαφορετικό δρόμο, συγκλίνει με όσα γράφει η Κατσελλή σχεδόν πενήντα χρόνια πριν. «Θα κλείσω την πατρίδα μέσα στην καρδιά μου και θα γίνω πολίτης της Γης» Το τραύμα διάχυτο στο ατομικό και συλλογικό σώμα και η συγγραφέας αποφασίζει να μετατρέψει την πατρίδα της σε συγγραφική μνήμη.
Τον ίδιο δρόμο, έστω και με παραλλαγές, ακολουθεί και η Σωτηρίου, όπως και άλλες, μεταγενέστερες λογοτεχνικές φωνές της Κύπρου. Η χρησιμοποίηση της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνική διαλέκτου είναι η συνέχιση μιας πλούσιας αφηγηματικής παράδοσης, η οποία πλέον μετασχηματίζεται σε έναν τόπο αντίστασης σε όσα υπονομεύουν την ίδια την αναπαράσταση του τόπου. Οι κύπριες συγγραφείς των τελευταίων χρόνων εγχέουν την έγνοια για τον τόπο τους μέσα στη γλώσσα. Που μετασχηματίζεται σε σύμβολο μιας πολιτισμικής συνέχειας.