Scroll Top

Η «φεμινίστρια» Λιλίκα Νάκου | της Φανής Κεχαγιά

Υπεύθυνη στήλης | Φανή Κεχαγιά

Η Λιλίκα (πραγματικό όνομα Ιουλία) Νάκου υπήρξε μια από τις σημαντικότερες φεμινίστριες συγγραφείς και δημοσιογράφους του 20ού αιώνα. Με την πένα και τη δράση της έδωσε φωνή στις γυναίκες που ζούσαν στο περιθώριο, καταγράφοντας με ευαισθησία τις αδικίες μιας πατριαρχικής κοινωνίας που περιόριζε τη γυναικεία ύπαρξη. Η λογοτεχνική και δημοσιογραφική της παρακαταθήκη αναδεικνύει μια γυναίκα επαναστάτρια, τολμηρή, αφοσιωμένη στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη.

Γεννημένη το 1904 στην Πλάκα, η Νάκου μεγάλωσε σε περιβάλλον που της εξασφάλισε ευρωπαϊκή παιδεία, καλλιέργησε τα πνευματικά της ενδιαφέροντα και διαμόρφωσε ευρύτερα την κοινωνική της συνείδηση. Ο πατέρας της, Λουκάς Νάκος, διακεκριμένος νομικός και πολιτικός, διετέλεσε βουλευτής Αττικοβοιωτίας και υπουργός γεωργίας με την παράταξη του Βενιζέλου, υπήρξε συνεργάτης του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, στενός φίλος του Γάλλου συγγραφέα Ανρί Μαρμπύς και, στη δίκη του Ναυπλίου για τα «Αθεϊκά» του Βόλου, ήταν ο κυριότερος συνήγορος υπεράσπισης των Δελμούζου, Σαράτση και Ζάχου. Η μητέρα της Λιλίκας, Ελένη Παπαδοπούλου, ήταν αδελφή της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Δηλαδή η Νάκου προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια με πλούσια παράδοση στη λογοτεχνία. Μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ. Μετά τον χωρισμό των γονιών της, μετακόμισε με τη μητέρα της στη Γενεύη. Σε ηλικία 16 ετών, γνωρίστηκε και ερωτεύτηκαν με τον δημοσιογράφο και ιστορικό φίλο του πατέρα της Γιώργο Βεντήρη, ο οποίος επηρέασε τη μετέπειτα πορεία της και καθοδήγησε τα πρώτα της βήματα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία.

Το 1917 ξεκίνησε τις σπουδές της στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Λόγω ρήξης των σχέσεων με τον πατέρα της, αντιμετώπισαν με τη μητέρα της σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και η Λιλίκα Νάκου αναγκάστηκε για λόγους βιοπορισμού να εργαστεί ως πιανίστρια και σερβιτόρα. Την ίδια εποχή, στην πανσιόν όπου διέμενε στη Γενεύη, γνώρισε τον Γάλλο συγγραφέα Ρομαίν Ρολάν που έγινε φίλος και δάσκαλός της. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έφυγε με τη μητέρα της για το Παρίσι, σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόνη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Ανρί Μαρμπύς (που σχετιζόταν με τον σοσιαλιστή πατέρα της που την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι) και εργάστηκε ως αναγνώστρια (lectrice) σε μεγάλους γαλλικούς εκδοτικούς οίκους. Την ίδια εποχή, γνωρίστηκε και συναναστράφηκε με εξέχουσες προσωπικότητες της γαλλικής διανόησης και της πολιτικής όπως ο Αντρέ Ζιντ και ο Μιγκέλ Ουναμούνο, που την επηρέασαν βαθιά. Παράλληλα, με προτροπή του Βεντήρη, έγραψε τα πρώτα της διηγήματα, που δημοσιεύτηκαν σε γαλλικά περιοδικά (Monde, Clarté, Europe) και εφημερίδες (Les Nouvelles Littéraires). Ένα από τα διηγήματα αυτής της περιόδου, το «Η Φωτεινή», μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Πρωία. Από το 1924 ως το 1928, προφασιζόμενη ασθένεια, έζησε στο Νταβός της Ελβετίας με τον Γιώργο Βεντήρη, ο οποίος έπασχε από φυματίωση και νοσηλευόταν σε σανατόριο. Το ζευγάρι δεχόταν τακτικά επισκέψεις από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Στην Ελλάδα η Λιλίκα Νάκου επιστρέφει στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και, λόγω οικονομικών προβλημάτων, εργάζεται από το 1934 ως δασκάλα ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο πατέρας της. Δύο χρόνια αργότερα, η Νάκου εγκαταλείπει τη διδασκαλία και αφοσιώνεται στη δημοσιογραφία. Συνεργάζεται με τις εφημερίδες Ακρόπολις και Έθνος (ανταποκρίτρια και στο εξωτερικό), καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κ.ά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, χάνει τη μητέρα της από πείνα, η ίδια πέφτει σε οικονομική εξαθλίωση, σώζεται από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό και εργάζεται εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της Ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση, μεταβαίνει ξανά την Ελβετία και ταξιδεύει στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου. Αντιμετωπίζει προβλήματα με την υγεία της και, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, μεταβαίνει συχνά στην Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους. Η Λιλίκα Νάκου πεθαίνει σε ηλικία 84 ετών στην οικία της στους Αμπελόκηπους, στις 25 Μαΐου 1989, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δώρισε την προσωπική της βιβλιοθήκη στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς.

Το λογοτεχνικό έργο της Λιλίκας Νάκου τοποθετείται στον χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή της στηρίζεται σε προσωπικά της βιώματα, κινείται στο πλαίσιο του κοινωνικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού και γίνεται φωνή για τις γυναίκες. Όπως αναφέρθηκε, η εμφάνιση της Νάκου στη λογοτεχνία πραγματοποιείται στο Παρίσι με τη δημοσίευση διηγημάτων της σε γαλλικά λογοτεχνικά περιοδικά. Στην Ελλάδα γίνεται γνωστή το 1932 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η ξεπάρθενη, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τον Νίκο Καζαντζάκη και εντάσσεται στον λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης κ.ά.), μέσω του οποίου έρχεται σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά της στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά στον χώρο της γαλλικής και ρωσικής λογοτεχνίας – θαύμαζε ιδιαίτερα τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι.

Με τη συλλογή Η ξεπάρθενη, η Νάκου δημιουργεί αίσθηση στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους ως λογοτέχνιδα νεοεμφανιζόμενη, επηρεασμένη από το φεμινιστικό κίνημα γραφής. Η ξεπάρθενη ανέδειξε τη γυναικεία σεξουαλικότητα και ανεξαρτησία, γι’ αυτό και θεωρείται έργο πρωτοπόρο στο κίνημα του φεμινισμού. Η ηρωίδα του βιβλίου, μια μητέρα που μεγαλώνει μόνη της το παιδί της, αμφισβητεί τις κοινωνικές επιταγές και επιλέγει έναν δρόμο αυτοδιάθεσης. Με αυτό το έργο, η Νάκου κατατάσσεται στις πρωτοπόρες φεμινίστριες συγγραφείς της εποχής της, αφού υιοθεί έναν πρώιμο φεμινιστικό λόγο, ωστόσο συνδυασμένο με παραδοσιακά στοιχεία – στο τέλος η ηρωίδα παραδέχεται ότι «το κέντρο της ζωής μου, ο σκοπός της ύπαρξής μου είναι η αγάπη του παιδιού μου».

Ένα ακόμη σπουδαίο έργο της είναι το μυθιστόρημα Η κυρία Ντορεμί, που κυκλοφόρησε το 1955. Η υπόθεση διαδραματίζεται προπολεμικά, πιθανότατα κατά τη δεκαετία του 1930 με πρωταγωνίστρια την εικοσιτριάχρονη Κατερίνα Μακρή, μια νεαρή καθηγήτρια μουσικής, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με τις συντηρητικές αντιλήψεις της ελληνικής επαρχίας. Η Κατερίνα –πιθανόν το alter ego της ίδιας της Νάκου–, βιώνοντας την απόρριψη και την καταπίεση, αμφισβητεί τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία τολμώντας να αγαπήσει έναν μαθητή της. Το έργο αναδεικνύει την κοινωνική αδικία, τη στενομυαλιά και την καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες, αλλά και την ανάγκη για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Τα προσωπικά βιώματα της Νάκου φαίνεται πως είναι πηγή έμπνευσης του μυθιστορήματος, αφού η ίδια εργάστηκε ως δασκάλα ωδικής. Το βιβλίο γυρίστηκε σε σειρά από την ΕΡΤ (προβλήθηκε το 1983-84, με πρωταγωνίστρια την Ελένη Ανουσάκη). Στην κρατική τηλεόραση, στη δεκαετία του ’80, προβάλλεται ακόμη ένα έργο της Λιλίκας Νάκου, το Για μια καινούργια ζωή, που διασκεύασε τηλεοπτικά ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας.

Ωστόσο, η Λιλίκα Νάκου δεν μένει στη λογοτεχνία. Η δημοσιογραφία ήταν πάντα το μεράκι της και, όταν μετά την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά (1936) απολύεται από τη δημόσια εκπαίδευση λόγω της αντιφασιστικής ιδεολογίας της, πιάνει δουλειά στη λαϊκή εφημερίδα Προπύλαια, όπου αισθάνεται πλέον ελεύθερη να εκφραστεί, να συμπεριφερθεί, να συζητήσει για τις ιδέες της, να ζήσει «σε μια ατμόσφαιρα που έπαλλε από τα γεγονότα όλου του κόσμου». Από τη δεκαετία του ’30, λοιπόν, αφοσιώνεται και στη δημοσιογραφία, καταγράφοντας με ρεαλισμό και τόλμη τις κοινωνικές αδικίες. Ιδιαίτερα ρηξικέλευθη ήταν η έρευνά της για τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών στα Βούρλα, στο τεράστιο οργανωμένο μπορντέλο της Δραπετσώνας με τις 72 (τουλάχιστον) πόρνες, που βίωναν σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσης και εγκλεισμού. Το μπορντέλο των Βούρλων ήταν μια μεγάλη κερδοσκοπική επιχείρηση, νόμιμη σε όλα της, στην οποία συμμετείχαν πολιτικοί, επιχειρηματίες και ο δήμος του Πειραιά – μάλιστα, ο Αγώνας της Γυναίκας κατηγορούσε ευθέως τον δήμο του Πειραιά για τη συμμετοχή του στην «επιχείρηση» των Βούρλων, αποκαλώντας τον «σωματέμπορο». Περιγράφοντας τις ιστορίες αυτών των γυναικών, τις συνθήκες διαβίωσής τους και τη βία που υφίσταντο από πελάτες και διαχειριστές του χώρου, με τις ανταποκρίσεις της η Νάκου έδωσε φωνή σε αυτές τις γυναίκες που ζούσαν φυλακισμένες σε έναν κόσμο εκμετάλλευσης και εξευτελισμού. Ένας από αυτούς που τη βοήθησαν να διεισδύσει σε αυτόν τον σκοτεινό κόσμο ήταν ο Νίκος Καββαδίας, που της έδωσε πληροφορίες για το λιμάνι του Πειραιά, για τα πλωτά μπορντέλα και τις γυναίκες που εκδίδονταν υπό άθλιες συνθήκες. Η Νάκου δεν παρουσίασε αυτές τις γυναίκες ως παραβατικές ή εκφυλισμένες, αλλά ως θύματα μιας κοινωνίας που τις εξώθησε σε αυτή τη ζωή, καταδεικνύοντας πως δεν ήταν η ηθική τους που έπρεπε να αμφισβητηθεί, αλλά το κοινωνικό σύστημα που τις εξώθησε εκεί: «Δεν ήταν, βέβαια, διεστραμμένα πλάσματα. Ήταν πλάσματα δυστυχισμένα, θύματα, όχι τόσο της κακής τους μοίρας, αλλά της κακής σειράς των πραγμάτων». Κυρίως όμως ήταν αντικείμενα άγριας εκμετάλλευσης: «Οι γυναίκες αυτές δεν είναι εκφυλισμένες. Είναι προ παντός δυστυχισμένες. Εργάζονται από ανάγκη». Η Λιλίκα Νάκου δημοσίευσε τις προσωπικές τους ιστορίες, με τα λόγια που τις αφηγήθηκαν οι ίδιες, προβάλλοντας έτσι την ανθρώπινη και τραγική πλευρά τους, αλλά το ενδιαφέρον της δεν σταμάτησε στον Πειραιά. Έδωσε φωνή και στις κοπέλες που ζούσαν και δούλευαν σε «σπίτια», με μέγαιρες «θείες», οι οποίες τις εκμεταλλεύονταν, σ’ αυτές που έκαναν πεζοδρόμιο στο κέντρο της Αθήνας και σ’ εκείνες που δούλευαν στα ακριβά μπορντέλα της οδού Μάρνη και της Μιχαήλ Βόδα. Γράφει σε κάποιο ρεπορτάζ της: «Μα εγώ, εκτός από την εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων και ανθρώπων, ήθελα προπαντός να δω, αν ήταν δυνατόν, την ανθρώπινη ψυχή».

Η Νάκου αγωνίστηκε ευρύτερα για τα δικαιώματα των γυναικών. Ως μέλος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (του πρώτου φεμινιστικού σωματείου στην Ελλάδα, που από την ίδρυσή του, το 1920, λειτουργεί συνεχώς ως σήμερα, με διακοπή στις δύο δικτατορίες, του Μεταξά και των συνταγματαρχών), έγραψε δεκάδες άρθρα για την εργαζόμενη γυναίκα, την ανισότητα στους μισθούς, την εκμετάλλευση των παιδιών και την προίκα –θεσμό που χαρακτήριζε «αίσχος του αστικού πολιτισμού». Παρότι σκανδάλιζε τη συντηρητική κοινωνία, παρέμενε αμετακίνητη στις απόψεις της, χρησιμοποιώντας την πένα της ως όπλο για την κοινωνική αλλαγή, ισχυριζόμενη: «Η ιστορία της σκλαβιάς της γυναίκας στην αστική οικογένεια και στη δουλειά είναι μια ιστορία ατέλειωτη. Το μόνο που μας μένει είναι ενωμένες να παλέψουμε, όσο μπορούμε, για να μορφώσουμε τις άλλες γυναίκες. Μόνο με τη δουλειά και τη μόρφωση θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και τι ακόμα πρέπει να κάνουμε». Σε γενικές γραμμές, η Νάκου τάχτηκε στην υπηρεσία του ανθρώπου, αντιτάχτηκε στην πατριαρχική κοινωνία και την αστική καταπίεση, καταπολέμησε την αδικία και την εκμετάλλευση, αλλά ποτέ δεν στρατεύτηκε πολιτικά. Στα έργα της ζητούμενο ήταν πάντα η δικαιοσύνη, κοινωνική ειρήνη και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Το 1935 εκδόθηκε το πρώτο αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα Παραστρατημένοι το οποίο οι κριτικοί υποδέχτηκαν με εγκωμιαστικά σχόλια, καθώς έθιγε ζητήματα που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου. Το βιβλίο αναφέρεται στη διάπλαση, μαθητεία και αγωγή της ηρωίδας Αλεξάνδρας, η οποία αναζητά την ταυτότητά της μέσα από μια διαδικασία αυτοπροσδιορισμού και συνειδητοποίησης του φύλου της. Το βιβλίο έκανε πολλές εκδόσεις στην Ελλάδα, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στο εξωτερικό με τον τίτλο Αλεξάντρα. Στη συνέχεια, η Νάκου καταπιάστηκε με τη μυθιστορηματική βιογραφία και δημοσίευσε στο περιοδικό Νέα Εστία τη βιογραφία του Έντγκαρ Άλαν Πόε (σε 12 συνεχή τεύχη, από 1/1/36 μέχρι 15/6/36). Το 1936 στις εφημερίδες Ακρόπολις και Έθνος δημοσιεύει μυθιστορηματικές βιογραφίες ξένων πνευματικών δημιουργών (Μολιέρος, Ρουσσώ, Ντανούντσιο, Ντοστογιέφσκι κ.ά.) ή ηρωικών προσώπων της ελληνικής ιστορίας (Μόσχω Τζαβέλα κ.ά.), αλλά και ταξιδιωτικές εντυπώσεις και κοινωνικές έρευνες. Κατά την περίοδο του πνευματικού σκοταδισμού της δικτατορίας Μεταξά, ταξίδευε συνέχεια στο εξωτερικό ως ανταποκρίτρια ελληνικών εφημερίδων και, για ένα διάστημα, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.

Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, επέστρεψε στην Ελλάδα, έχασε τη δουλειά της, ξεπούλησε τα έπιπλα του σπιτιού της και πουλούσε τσιγάρα στους δρόμους της Αθήνας για να επιβιώσει. Ως εθελόντρια νοσοκόμος στη Ριζάρειο, που είχε μετατραπεί από τον Ερυθρό Σταυρό σε πρόχειρο νοσοκομείο για την περίθαλψη των παιδιών, συγκινημένη από το δράμα των παιδιών που πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα και το κρύο, αποφάσισε να γράψει διηγήματα για τα παιδιά της Κατοχής στα γαλλικά, πολλά από τα οποία στάλθηκαν κρυφά στην Ελβετία και δημοσιεύτηκαν, με αποτέλεσμα να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη και να αποσταλεί βοήθεια (τρόφιμα και κιβώτια με γάλα) για τα εξαθλιωμένα Ελληνόπουλα. Το 1944, τα 17 διηγήματα που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν σε τόμο με τίτλο Η κόλαση των παιδιών και αφιέρωση «στη μνήμη των παιδιών που θέρισε η πείνα στην Ελλάδα τον χειμώνα του 1941-42» (το έργο αργότερα μεταφράστηκε στα γαλλικά και τα αγγλικά και στην Ελβετία εγκρίθηκε από το κράτος ως ελεύθερο ανάγνωσμα για τα παιδιά). Την εποχή αυτή η Νάκου γράφει το ηθογραφικό μυθιστόρημα με τίτλο Ανθρώπινα πεπρωμένα (που θα εκδοθεί το 1955, όπως και το Η κυρία Ντορεμί), το οποίο παρουσιάζει την ελληνική επαρχία του 1915, όπου κυριαρχούν η φτώχεια, ο ανθρώπινος μόχθος, η αμάθεια, η διχόνοια και η έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Το 1947, εγκαταλείπει την Ελλάδα και ζει για μια οκταετία στην Ελβετία όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 1953 εκδίδει το βιβλίο Ναυσικά. Το 1955 επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1959 κυκλοφορεί εκ νέου το Η κόλαση των παιδιών, που θεωρήθηκε ένα από τα καλύτερα δείγματα στρατευμένης λογοτεχνίας και το σημαντικότερο έργο της συγγραφέα, για το κοινωνικό όφελος που απέφερε στη χώρα μας. Το 1960 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της Για μια καινούργια ζωή (συνέχεια του Ανθρώπινα πεπρωμένα) και το 1963 το Οι οραματιστές της Ικαρίας, όπου η Νάκου περιγράφει την ήρεμη και γαλήνια ζωή των ανθρώπων του νησιού, που τηρούν τις παραδόσεις περιφρονώντας το χρήμα και τον μηχανοποιημένο πολιτισμό. Το 1965 εκδίδεται η συλλογή μυθιστορηματικών βιογραφιών Προσωπικότητες που γνώρισα,με εντυπώσεις της Νάκου από τη γνωριμία και συναναστροφή της με επιφανείς Ευρωπαίους διανοούμενους και επιστήμονες (Αϊνστάιν, Κολέτ, Ρολάν, Ζιντ, Ουναμούνο, Άλντους Χάξλεϊ κ.ά.). Το 1967 ανατυπώνεται το μυθιστόρημα Ανθρώπινα πεπρωμένα με τον τίτλο Γη της Βοιωτίας και, γενικώς, τη δεκαετία του 1960 η Νάκου διαβάζεται στην Ελλάδα και από μη συστηματικούς αναγνώστες λογοτεχνίας, με τη φήμη της να εκτινάσσεται.

Το 1978 κυκλοφόρησε το βιβλίο Οι παραγνωρισμένοι (Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, Η ζωγράφος Ερασμία Μπερτσά, Η λαογράφος Ειρήνη Σπανδωνίδου. Η ζωή και το έργο τους. Προσωπικές αναμνήσεις), που εντάσσεται στο είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας. Τη δεκαετία του 1980 εκδόθηκαν: Το χρονικό μιας δημοσιογράφου, τα διηγήματα Η ιστορία της παρθενίας της δεσποινίδας τάδε, και Η ζωή του Σεμελβάις (Η ιστορία ενός γιατρού), για το οποίο τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1983). Την ίδια περίοδο, η τηλεοπτική μεταφορά τριών μυθιστορημάτων της (Η κυρία Ντορεμί, Παραστρατημένοι, Για μια καινούργια ζωή) ανατροφοδότησε μια μαζική συζήτηση για το έργο της. Σε όλα τα έργα της παρουσιάζονται, με ρηξικέλευθο τρόπο, οι ερωτικές σχέσεις, η θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία και η καθυστέρηση της επαρχιακής Ελλάδας. Έζησε τα τελευταία της χρόνια σε άσυλο υπερηλίκων και, λίγο πριν πεθάνει, έγραψε τη μυθιστορηματική βιογραφία Ζαν Ζωρές (Το χελιδόνι της ειρήνης).

Η Λιλίκα Νάκου, είτε ήταν όντως φεμινίστρια είτε όχι, είναι μια εξαιρετικά σημαντική σύγχρονη Ελληνίδα συγγραφέας και εκπρόσωπος της γυναικείας λογοτεχνίας, μια ακούραστη μαχήτρια που πρόβαλλε τα προβλήματα της εποχής της μέσα από το έργο της με ρεαλισμό και ευαισθησία. Το έργο της αποτελεί πολύτιμη κληρονομιά, καθώς μέσα από τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία της κατέγραψε τις κοινωνικές αδικίες απέναντι στις γυναίκες, δίνοντας φωνή σε αυτές. Σήμερα, το όνομά της παραμένει σύμβολο αγώνα, θάρρους και ελεύθερης σκέψης.

ΠΗΓΕΣ

https://www.alfavita.gr/koinonia/241610_lilika-nakoy-i-gallotrafis-kyria-ntoremi

https://www.catisart.gr/lilika-nakoy-karta-mnimis/

https://www.huffingtonpost.gr/entry/e-lilika-nakoe-kai-oi-yenaikes-tes-amartias_gr_63da46a4e4b07c0c7e06df9e

https://users.sch.gr/ipap/Ellinikos_Politismos/logotexnia/Biografies/nakou.htm

https://www.bibliopolio.gr/Νάκου-Λιλίκα

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%AD%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B6%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%82

Βιογραφικό Φανή Κεχαγιά