Θα τυλίξω όλη τη γη με διηγήματα
Δημοσθένης Βουτυράς
Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ιδιάζουσα περίπτωση στα ελληνικά γράμματα είναι ο διηγηματογράφος Δημοσθένης Βουτυράς. Η «ανορθόδοξη» πορεία του προοικονομήθηκε, θαρρείς, από την ανορθόδοξη είσοδό του στον συγγραφικό κόσμο: αρχές του 1900, δίνει ένα διήγημά του στον Γεράσιμο Βώκο, εκδότη του πειραιώτικου περιοδικού Το Περιοδικόν μας, ο οποίος το διαβάζει και το σκίζει λέγοντας «Δεν είναι δικό σου», καθώς θεωρεί αδύνατο να έχει γράψει ένας νεαρός ένα τόσο καλό διήγημα. Ο Βουτυράς του δίνει ένα δεύτερο –με τον αβανταδόρικο τίτλο «Η κατάρα του ιερέως»–, που τελικά δημοσιεύεται. Έκτοτε, ο Δημοσθένης Βουτυράς ξεκινά να γράφει «ανορθόδοξες» ιστορίες και δεν σταματά μέχρι τον θάνατό του.
Στα διηγήματά του, η πλοκή αναπτύσσεται γοργά και συχνά τα γεγονότα λειτουργούν υπαινικτικά. Κατά τον Μάκη Πανώριο, η μυθολογία του Δημοσθένη Βουτυρά σχεδιάζει «παραμύθια “πραγματικότητας”» και «παραμύθια “φαντασίας”», ρεαλισμού και ονείρου, εξίσου εφιαλτικά και τα δύο. Τα έργα του κινούν το ενδιαφέρον ιδίως των νέων και συγκεντρώνονται σε τόμους που εκδίδονται σε μικρές χρονικές αποστάσεις από το 1920 και ύστερα. Το κοινό βλέπει με συμπάθεια την εικόνα της αποτυχίας και της μοιρολατρίας που προσφέρουν τα διηγήματα του Βουτυρά, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να βρίσκεται κατά τη δεκαετία του 1920-1930 στο κέντρο του λογοτεχνικού ενδιαφέροντος επηρεάζοντας βλαβερά, κατά τον Λίνο Πολίτη, πλήθος νέων λογοτεχνών.
Η παραγωγή του είναι πληθωρική μα ατημέλητη, μια που το γράψιμο ήταν γι’ αυτόν ανάγκη βιολογική – και βιοποριστική. Ο ίδιος ομολογεί με πικρία: «ζητούσαν όλο μικρά διηγήματα, για να δίνουν λίγα χρήματα», σχολιάζοντας το γεγονός πως τα περιοδικά και οι εφημερίδες ζητούσαν μόνο διηγήματα – στον περιοδικό τύπο διοχέτευε και ο Βουτυράς τα διηγήματά του, για να βιοπορίζεται, όπως ο Ξενόπουλος και ο Παπαδιαμάντης. Το πεζογραφικό έργο του είναι σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Βέβαια, βρίσκουμε και διηγήματα που υπάγονται στον ψυχολογικό ρεαλισμό, στο κοινωνικό δράμα, στη φανταστική λογοτεχνία, στη σάτιρα, στην υπαρξιακή κατάσταση και πολλά που εντάσσονται στο αφήγημα τρόμου και μπορούν να χαρακτηριστούν gothic.
Η αναγνώρισή του προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς –πρωτίστως της Αιγύπτου–, ενώ στην Αθήνα έγινε γνωστός μετά το 1920. Οι ήρωες των διηγημάτων του είναι οι αποτυχημένοι της ζωής: χρεοκοπημένοι μικροαστοί, κατώτεροι υπάλληλοι, συνταξιούχοι, άνθρωποι του λαού που, είτε από δική τους ανεπάρκεια είτε από αναποδιές της ζωής, βρέθηκαν στο περιθώριο. Κοντολογίς, οι ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι αποτελούν, σχεδόν αποκλειστικά, το σύμπαν του Βουτυρά. Φτωχοδιάβολοι και πάμπλουτοι φιλάργυροι σκοτώνουν ή οδηγούν τους άλλους στον θάνατο για χρήματα, άλλοι εγκληματούν στο όνομα της κυρίαρχης τάξης και της ηθικής και άλλοι τις παραβιάζουν και δικαιώνονται. Οι περισσότεροι παλεύουν με τα εσωτερικά σκοτάδια τους, τα οποία ο Βουτυράς αποδίδει με ψυχαναλυτική ακρίβεια. Οι ιστορίες του Βουτυρά αναδεικνύουν –συχνά με χιούμορ– μία πλειάδα ανθρώπινων τύπων, ιδωμένων μέσα από τη στιγμή – τις περισσότερες φορές, μέσα από «την κακιά στιγμή».
Κάτι για το οποίο από πολλούς κατηγορήθηκε είναι πως αδιαφόρησε παντελώς για τη γλώσσα της γραφής του. Ποσώς τον ενδιέφεραν τα εκφραστικά πλουμίδια –οι λογοτεχνισμοί κάθε είδους–, οπότε αρκετοί συγκαιρινοί του αρνήθηκαν την παρουσία ύφους στο έργο του, ταυτίζοντας προφανώς το «ύφος» με την καλλιεργημένη και επίμονα επεξεργασμένη έκφραση – λογικό για την εποχή, αν το σκεφτεί κανείς. Παρά ταύτα και παρότι η προχειρότητα στη γραφή είναι διακριτή σε όλο το έργο του, σ’ αυτό το πρόχειρο και απεριποίητο γράψιμο κυριαρχεί το προσωπικό στοιχείο, που από μόνο του συνιστά στοιχείο ύφους.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Βουτυράς αρχίζει τα διηγήματά του: χωρίς προλόγους και περιττολογίες. Οι περιγραφές του εξωτερικού περιβάλλοντος είναι στοιχειώδεις, όπως υποτυπώδεις είναι συχνά και οι υποθέσεις των διηγημάτων του. Το εξωτερικό πλαίσιο των ιστοριών του επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα σχεδόν, ωστόσο παρατηρείται μία ιδιαίτερη εσωτερική συνοχή, λογική συνέπεια και δράση των προσώπων, βαθύ και γνήσιο αίσθημα, δυνατές εικόνες, μεταφορές και παρομοιώσεις τόσο χαρακτηριστικές –παρά την απουσία εκφραστικής τους αρτιότητας–, ώστε να μπορεί κάποιος να εντοπίζει μία μανιέρα που καθιστά τον συγγραφέα αναγνωρίσιμο.
Για όλες αυτές τις αρετές του έργου του, ο Δημοσθένης Βουτυράς, καίτοι παραγνωρισμένος, θεωρείται ένας από τους καλύτερους Έλληνες πεζογράφους. Από το 1901 μέχρι το 1950, που δημοσιεύθηκε το τελευταίο του διήγημα με τίτλο «Αργό ξημέρωμα», δημοσίευσε 30 τόμους διηγημάτων με περισσότερα από 400 διηγήματα. Αν και ενόσω ζούσε ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς συγγραφείς, ιδιαίτερα των νέων, δέχτηκε έντονη κριτική για την μορφή των διηγημάτων του και κατηγορήθηκε για άγνοια των κανόνων συγγραφής. Έντονα επικριτικός ήταν απέναντί του ο Ξενόπουλος, μολονότι στην αρχή είχε εκφραστεί εγκωμιαστικά με αφορμή τον «Λαγκά», και ο Κώστας Παρορίτης που τον επέκρινε «για έλλειψη ενός κοινωνικού κριτηρίου, μιας σταθερής φιλοσοφικής θεωρίας».
Με καταγωγή από την Κέα –όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια–, γεννήθηκε το 1872 στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό. Παρότι καλλίφωνος –έκανε μαθήματα τενόρου και προσπάθησε για μερικά φεγγάρια να εργαστεί ως τέτοιος–, εγκατέλειψε το ταλέντο του λόγω του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του. Μετά τις κρίσεις επιληψίας που παρουσίασε αρκετά νωρίς, οι γονείς του τον έστειλαν στην Αθήνα ως οικότροφο σε ιδιωτικό, όμως εξαιτίας των συχνών επιληπτικών κρίσεων διέκοψε τη φοίτηση. Ο ίδιος επιθυμούσε να σπουδάσει στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, ωστόσο, με τις επιληπτικές κρίσεις, η θάλασσα και τα ταξίδια ήταν απαγορευτικά. Η θέλησή να νικήσει τις συνέπειες της αρρώστιας του τον οδήγησε στη συγγραφική εργασία, όπου διοχέτευσε εντέλει τη λαχτάρα του για «φυγή», που λειτούργησε και ως συμβολικό μοτίβο στο έργο του. Η αυτοκτονία του πατέρα του το 1905, λόγω οικονομικής χρεωκοπίας, τον βύθισε σε θλίψη. Αν και ο νεαρός Δημοσθένης Βουτυράς προσπάθησε αρχικά να συνεχίσει την επιχείρηση, δεν απέφυγε την ολοκληρωτική πτώχευση και έτσι, για να ζήσει, αναγκάστηκε να πουλάει διηγήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά. Επιπλέον, εργάστηκε σε χειρωνακτικές εργασίες, όπου γνώρισε τη ζωή και την ψυχολογία των ανθρώπων του μόχθου και της βιοπάλης.
Ο εκρηκτικός αντισυμβατικός χαρακτήρας του καθορίζει όλη την πορεία του – αλητεύει στον Πειραιά, είναι επιρρεπής σε καβγάδες, επιζητά την ελευθερία και την περιπέτεια. Όσο οι συνομήλικοί του σπουδάζουν, αυτός τριγυρίζει στην πόλη με μια μαγκούρα στο χέρι παίζοντας πετροπόλεμο στις πορείες της δεκαετίας του 1880. Ο Λαμπελέτ λέει στον Βώκο «Τι μάζεψες εδώ αυτό το μορτόπαιδο;» και έκτοτε ο Βουτυράς αποκαλείται συχνά ως «το μορτόπαιδο του Πειραιά» – ένα από τα πολλά προσωνύμιά του. Στην ταραγμένη, πολύβουη και πνιγηρή ατμόσφαιρα των καφενείων, ο Βουτυράς γίνεται σύμβολο: ο προλετάριος συγγραφέας των προλετάριων. Πολύ αργότερα, το 1924, όταν τιμήθηκε με το «Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών», εξομολογήθηκε πως η μεγαλύτερη τιμή που του έγινε ποτέ ήταν όταν τον τίμησε η πόλη που αγάπησε, ο Πειραιάς. Δηλαδή, ο Βουτυράς επεδίωκε πρωτίστως την αναγνώριση του κόσμου του περιθωρίου, τα προβλήματα του οποίου αναδείκνυε.
Είναι επαναστάτης με ακραίες εμπνεύσεις, ένας λούμπεν. Νέος ακόμη, συγκεντρώνει γύρω του αρχικά τους φίλους του και αργότερα κατοίκους της γειτονιάς του και τους εκμυστηρεύεται την ιδέα του: να μετοικήσουν στην Αφρική για να ιδρύσουν ένα ελεύθερο κράτος. Για έναν παράξενο λόγο, τον πιστεύουν και αρχίζουν ομαδικά πλέον σε συγκεντρώσεις στην γειτονιά να οργανώνουν στο σχέδιό τους. Μάλιστα, το 1921 γράφει με τίτλο «Ο Νέος Μωυσής» μια νουβέλα στην οποία ο ήρωας σχεδιάζει τον εποικισμό μιας έκτασης στην Αφρική, όπου μαζί με τους συντρόφους του θα δημιουργούσαν ένα κράτος ελεύθερο χωρίς Βασιλιά, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, χωρίς κοινωνική εξαθλίωση. Ο ίδιος εξομολογείται:
«Είχα μια παράξενη ιδέα, ήθελα να πάω στην Αφρική κι εκεί να ιδρύσω ένα ελεύθερο κράτος. Μια πολιτεία χωρίς Βασιλιά. Θα φεύγαμε πολλά παιδιά από τον Πειραιά. Εγώ τους είχα παρακινήσει όλους. Εκεί θα περνούσαμε “ζωή και κότα”. Και κοίτα να δεις ότι με πίστευαν, ένας μάλιστα παπουτσής πούλησε τα σουβλιά του και τα άλλα του σύνεργα και ετοίμαζε τα μπογαλάκια του».
Επιπλέον, την εποχή του πολέμου στο Τονκίν, ο νεαρός Βουτυράς αποφασίζει με μια παρέα να πάει στην Άπω Ανατολή για να πολεμήσει τους Κινέζους. Στο γαλλικό προξενείο, ζητούν από τους εθελοντές ειδική άδεια των κηδεμόνων και το σχέδιο ναυαγεί, όπως και το σχέδιο για τον εποικισμό στην Αφρική. Στη διάρκεια της Κατοχής, συντάχθηκε με την Αντίσταση, στάση που του κόστισε μετά την απελευθέρωση αφού, μετά τον Πόλεμο, διεκόπη η τιμητική σύνταξή που λάμβανε και η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε δις να τον εκλέξει μέλος της, λόγω της υποστήριξης που προσέφερε στην Αριστερά στη διάρκεια της Κατοχής, κατά την οποία, μάλιστα, κρατούσε ημερολόγιο, μέρος του οποίου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή. Ο Δημοσθένης Βουτυράς απεβίωσε ξεχασμένος και πένητας στις 27 Μαρτίου 1958.
Το 1920, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει για τον Βουτυρά: «Αν ύστερ’ από τη γενεά των θεµελιωτών του νεοελληνικού διηγήµατος, του Βιζυηνού, του Παπαδιαµάντη, του Καρκαβίτσα, παρουσιάστηκε κι ένας µε αληθινό ταλέντο και διαφορετικό, αυτός είναι ο Δηµοσθένης Βουτυράς». Ο Βουτυράς υπήρξε φωτογράφος της εποχής του και του καημού της νεώτερης Ελλάδας, από τους πρώτους λογοτέχνες των αρχών του 20ού αιώνα που έγραψε κοινωνικό διήγημα – μαζί του συντάχθηκε ένας κύκλος, κυρίων νέων, λογοτεχνών. Οι κοινωνικοί θεσμοί –κράτος, θρησκεία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη– και ο πόλεμος έγιναν αντικείμενο κριτικής και σάτιρας στο έργο του, που κάνει τη νεοελληνική πεζογραφία να συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κοινωνικού προβλήματος – χτυπώντας το άδικο και ξεσκεπάζοντας την εκμετάλλευση, ο Βουτυράς προβάλλει την ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος στο Κουκάκι, στην οδό Ανδρούτσου. Έφυγε από τον Πειραιά με πικρία καθώς τέθηκε, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, στο περιθώριο των περισσοτέρων εντύπων. Την επομένη του θανάτου του, ο Κώστας Βάρναλης έγραψε: «Βράχος ταλέντου, εργατικότητας, πίστης και ήθους. Βράχος ριζωμένος στην ελληνική ζωή. Ακατάλυτος κι ασάλευτος. Ασάλευτος και στις αγάπες και στα μίση του στα πάθη και στις αδυναμίες του. Ασάλευτος και στο κουράγιο του… Μόνο το λαό αγαπούσε. Μόνο το λαό μελετούσε. Και το λαό ζωντάνευε κι απαθανάτιζε στα έργα του». Και στα «Αισθητικά Κριτικά Σολωμικά» (Κέδρος, 1958), όσο ακόμη ο Βουτυράς ήταν εν ζωή, ο Βάρναλης καταγγέλλει:
«Διαβάζουμε στις εφημερίδες πως ο Δημοσθένης Βουτυράς, άρρωστος από καιρό, περνάει τα στερνά του μέσα σε τραγική φτώχεια. Τα λογοτεχνικά σωματεία προσπαθούν ν’ αποσπάσουνε για το κορυφαίο μέλος τους μια μικρή σύνταξη, από το Κράτος ή το Δήμο, χωρίς να το πετυχαίνουν!» […] «Σ’ αυτόν τον τόπο, σε καιρούς με περισσότερη ντροπή, δεν μπήκανε στην Ακαδημία ένας Βλαχογιάννης, ένας Γρυπάρης, ένας Μαλακάσης κ’ ένας Σικελιανός (για ν’ αναφέρουμε μονάχα πεθαμένους!), σ’ αυτόν τον τόπο, που αφέθηκε να πεθάνει τότε στην ψάθα ένας Παπαδιαμάντης – σ’ αυτόν τον τόπο σήμερα, που έλειψε και το τελευταίο ίχνος ντροπής, ζητάμε να τιμηθεί ο Βουτυράς και να μην πεθάνει στην ψάθα!» – ωστόσο, ο Βουτυράς πέθανε στην ψάθα.
Ονομάστηκε «άνθρωπος-διήγημα» και ο ίδιος δήλωνε ότι μπορούσε να τυλίξει όλη τη γη με διηγήματα. Διηγήματά του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε ξένες ανθολογίες και περιοδικά, ενώ πολλά άρθρα ξένων ελληνιστών ήταν αφιερωμένα στο έργο του – ο Γερμανός Ντίντριχ δίδασκε το διήγημα του Βουτυρά «Το γκρέμισμα των θεών» στους υποψήφιους συγγραφείς που επιθυμούσαν να μάθουν να γράφουν διηγήματα και στη Γαλλία το διήγημά του «Ο θρήνος των βοδιών» ήρθε πρώτο στις πωλήσεις ξεπερνώντας τους Γάλλους διηγηματογράφους.
Αντιφατικές για τον Βουτυρά είναι οι απόψεις στο ελληνικό λογοτεχνικό ρινγκ. Αρκετοί κριτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως «Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας». Άλλοι βρίσκουν σε διηγήματά του το ύφος του Πόε – ο Θωμάς Γκόρπας γράφει ότι στο έργο του Βουτυρά «υπάρχουν και φαντάσματα κι άλλα μακάβρια και γλυκά» και ο Πάνος Ταγκόπουλος έγραφε το 1923 ότι κάποια διηγήματα του Βουτυρά συγγενεύουν «με την παραδοξολογία και τον φρικιαμό των Ουέλς και Πόε». Ο Απόστολος Σαχίνης χαρακτήρισε τον Βουτυρά ως «τη δαιμονικότερη ίσως μορφή της νεοελληνικής πεζογραφίας». Ο Κώστας Παρορίτης του προσάπτει έλλειψη συνεκτικής σοσιαλιστικής κοσμοθεωρίας και τον εξορίζει από το λογοτεχνικό πεδίο ως μη συγγραφέα.
Σε δεύτερη φάση, η γενιά του ’30 τον αγνοεί επιδεικτικά ως εκφραστή της παρακμής αλλά και λόγω της σοσιαλιστικής του οπτικής, την οποία δεν εντόπιζε ο Παρορίτης(!). O Κ.Θ. Δημαράς τον διαγράφει με συνοπτικές διαδικασίες από τον χώρο των γραμμάτων κι ο Λίνος Πολίτης τον αντιμετωπίζει ως ανούσιο ηθογράφο με βλαπτική επίδραση στα γράμματα. Η αριστερή κριτική υποστηρίζει το έργο του, αν και από διαφορετικές σκοπιές. Το 1948, ο Στρατής Τσίρκας κάνει μια οξυδερκή ανάλυση του έργου του με αναφορά στον μοντερνισμό. Ο Κώστας Βάρναλης και ο Μάρκος Αυγέρης μιλούν με θέρμη κυρίως για την κοινωνική κριτική που ασκεί. Η Μέλπω Αξιώτη και ο Δημήτρης Χατζής τον περιλαμβάνουν στην ανθολογία τους νεοελληνικού διηγήματος Η Αντιγόνη ζει (Antigone lebt), που εκδόθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1960 και επανεκδόθηκε το 1961 – τον υπερασπίζεται κυρίως η Αξιώτη. Το 1965, εκδίδεται μια πολυσέλιδη συλλογή διηγημάτων του σε επιμέλεια Τάκη Αδάμου από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις στη Ρουμανία. Από τη δεκαετία του ’20 ως τα μισά της δεκαετίας του ’50, περιλαμβάνεται στα ελληνικά σχολικά βιβλία του Γυμνασίου κυρίως το διήγημά του «Η μάνα του Γρίζα» –αλλά και κάποια άλλα– και στη μεταπολίτευση επανέρχεται στις σχολικές τάξεις με το «Μακριά απ’ τον κόσμο» και με το «Παραρλάμα» (Λάμπρος Βαρελάς, Η νεοελληνική και μεταφρασμένη λογοτεχνία στην ελλαδική δευτεροβάθμια εκπαίδευση (1884-2001), 2007, 118-119).
Στη δεκαετία του ’60, πάντως, ο Βουτυράς σταδιακά ξεχνιέται. Επανέρχεται στο προσκήνιο στη δεκαετία του ’90, οπότε και αναζωπυρώνεται η συζήτηση για «το πρόβλημα Βουτυρά»: ήταν κακός ηθογράφος ή πρόδρομος του ελληνικού μοντερνισμού; Ο Στυλιανός Αλεξίου, η Βέρα Βασαρδάνη, ο Γιάννης Μπασκόζος, ο Ανρί Τονέ, ο Βάσιας Τσοκόπουλος, μεταξύ άλλων, τον ξανασυστήνουν στο κοινό ως σημαντικό και παραγνωρισμένο δημιουργό, παρά τις αντίθετες φωνές που επιμένουν να τον υποτιμούν. Ο Βάσιας Τσοκόπουλος αναλαμβάνει να εκδώσει τα Άπαντά του και δημοσιεύει τους πρώτους πέντε τόμους, με σημαντικό συνοδευτικό υλικό, οι οποίοι γίνονται ασμένως δεκτοί από την κριτική. Δυστυχώς, η έκδοση σταματά και στο πέρασμα του χρόνου οι τόμοι χάνονται από τα βιβλιοπωλεία, άλλοι εκδότες όμως αναλαμβάνουν πρωτοβουλία και δημοσιεύουν επιλεγμένα κείμενά του. Εκπονούνται διπλωματικές και διδακτορικές εργασίες για το έργο του, εντός και εκτός Ελλάδας. Οι ιστορίες του γίνονται κόμικς και οι μαθητές διαβάζουν το «Παραρλάμα» στο σχολικό βιβλίο της Λογοτεχνίας της Β΄ λυκείου.
Εντέλει, ο gothic και μποέμ Δημοσθένης Βουτυράς, ο αναρχικός –κατά Θωμά Γκόρπα–, ο ακατάλυτος και ασάλευτος –κατά Κώστα Βάρναλη–, το μορτόπαιδο του Πειραιά, ο άνθρωπος-διήγημα, ο Έλληνας Μαξίμ Γκόρκι, Ουέλς και Πόε, ο Θεόφιλος της λογοτεχνίας –κατά Βάσο Βαρίκα–, πέρα από όποια αμφισβήτηση του έργου του και παρά το άδοξο τέλος του, είναι πάντα εδώ, παραμένοντας αυτό που διεκδίκησε εν ζωή: ασυμβίβαστος, ανένταχτος, λούμπεν.
Πηγές
Δασκαλόπουλος, Δ., «Η επιστροφή του Βουτυρά», Τα Νέα, 13/12/1994.
Παγανός, Γ., Η νεοελληνική πεζογραφία, Θεωρία και πράξη, α΄ τόμος, Εκδόσεις Κώδικας, Αθήνα 1999.
Πολίτης, Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993.
Φίλιππος, Φ., «Δημοσθένης Βουτυράς: Ο Θεόφιλος της λογοτεχνίας», Αυγή, 13/04/1995.
Χατζηβασιλείου, Β., «Δημοσθένης Βουτυράς: Ένας πρόδρομος του μοντερνισμού», Ελευθεροτυπία, 26/07/1995.
Vitti, M., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003.
https://bookpress.gr/stiles/san-simera/13282-dimosthenis-voutyras
https://www.istorikathemata.com/2012/05/1872-1958.html
https://www.in.gr/2023/03/27/stories/dimosthenis-voutyras-eyglottia-mias-empsyxis-siopis/
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/1864-to-karavi-tou-thanatou
https://www.olympia.gr/1535895/istoria/dimosthenis-voytyras-o-maxim-gkorki-tis-elladas/
https://www.in.gr/2024/03/27/stories/dimosthenis-voutyras-peisithanati-agriotita/
https://pireorama.blogspot.com/2016/11/dimosuenis-Boutiras.html
https://pireorama.blogspot.com/2012/08/blog-post_17.html
https://eranistria.blogspot.com/2017/02/blog-post_28.html
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%83%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B7%CF%82_Βουτυράς/
https://homouniversalisgr.blogspot.com/2018/03/1872-27-1958html