Μοιάζει η ελληνική κοινωνία να ακούει πράγματα στις μέρες μας, λες και ποτέ πιο πριν δεν τα έχει ξανακούσει. Όμως οι σχετικές «Σπουδές για το Παιδί» (Childhood Studies), που είναι μια ομπρέλα πολλών και διαφορετικών επιστημονικών πεδίων, έχουν αναδείξει και επιχειρηματολογήσει για μια σειρά ζητημάτων γύρω από την έννοια «παιδί» και κυρίως για το βασικό χαρακτηριστικό που του αποδίδεται, αυτό της αθωότητας (και μάλιστα συζητώντας για την «παιδική αθωότητα» κατεβαίνει πάρα πολύ το ηλικιακό όριο: τα περισσότερα που υποστηρίζονται αφορούν παιδιά 7, 8,9 ετών και όχι 15-16χρονα παιδιά όπου πια περνούν σε μια άλλη ηλικιακή κατηγορία, την εφηβεία).
Δεν θα μιλήσω επί παντός επιστητού και θα προσπαθήσω συνοπτικά, μάλιστα αποφεύγοντας τον βαρύ επιστημονικό λόγο, να περιοριστώ στο αντικείμενό μου, τις αφηγήσεις για παιδιά –με την έννοια των λογοτεχνικών αφηγήσεων και, συμπληρωματικά, και των κινηματογραφικών.
Φυσικά, η λογοτεχνία δεν είναι ένας πραγματικός κόσμος, παρόλο που η μυθοπλασία θεωρούμε ότι συνδέεται, αντανακλά ή έστω συνδιαλέγεται με την πραγματική ζωή. Συνάδελφος κοινωνιολόγος το διατυπώνει πολύ καλά: «Τόσο τα αφηγήματα όσο και ο κοινωνιολογικός λόγος δεν προσφέρουν μια καταγραφή της ‘αλήθειας’ των παιδιών, αλλά μια ενδεχόμενη ανακατασκευή του ‘κόσμου’ των παιδιών από μια ορισμένη σκοπιά». Παράγεται, λοιπόν, μια ερμηνεία αυτού που μοιάζει να είναι η παιδική ηλικία. Όμως, μπορεί μια τέτοια συζήτηση «να μεταβάλει τις συμβατικές απόψεις των ερευνητών που ασχολούνται με τα παιδιά».
Για τους θεωρητικούς, λοιπόν, που μελετούν το παιδί στη λογοτεχνία και μάλιστα στην Παιδική Λογοτεχνία έχει προ πολλού τεθεί σε άλλες βάσεις η έννοια της παιδικής αθωότητας. Σε διεθνές επίπεδο, μελετητές έχουν δείξει πως αυτή αποτελεί έναν μύθο που κατασκευάστηκε και διαδόθηκε σε σχέση με τη λογοτεχνία που αναπτύχθηκε κατά τον Χρυσό Αιώνα της Παιδικής Λογοτεχνίας (τέλος 19ου-αρχές 20ου). Μιλάμε δηλαδή για την εποχή που, μέσα από τα αριστουργήματα της Παιδικής Λογοτεχνίας, συντελείται η διαμόρφωσή της και στήνονται τα θεμέλιά της. Θυμίζω Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, Πήτερ Παν, Μικρός Λόρδος, Μικρή Πριγκίπισσα, Μυστικός κήπος και πολλά άλλα.
Το πιο γνωστό παράδειγμα μελέτης του μύθου περί παιδικής αθωότητας είναι το βιβλίο της Jacqueline Rose, The Case of Peter Pan or the Impossibility of Children’s Fiction (1984). Η άποψη της Rose είναι ότι η Παιδική Λογοτεχνία του Χρυσού Αιώνα ή εν πάση περιπτώσει το σώμα των κειμένων που συγκαταλέγονται σε αυτήν απευθύνεται όχι στα παιδιά, αλλά στους ενηλίκους ή ότι γράφτηκε έχοντας αυτούς υπόψη. Με ποια έννοια; Οι ενήλικοι, έχοντας απομακρυνθεί οι ίδιοι από την παιδική ηλικία, θέλουν έναν εξωραϊσμένο κόσμο, έναν κόσμο αθωότητας, όπου οι ορμές, τα ένστικτα που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό δεν υπάρχουν. Αυτός ο αγνός κόσμος είναι η παιδική ηλικία. Και αυτή την (εξωπραγματική ή ανύπαρκτη εν τέλει) ηλικία αναζητούν στη Λογοτεχνία για παιδιά. Όμως η λογοτεχνική κατασκευή της παιδικής αθωότητας –όπως φαίνεται- επεκτείνεται και στην πραγματική ζωή.
Την ρηξικέλευθη άποψη της Rose, αναφορικά με την μη αθωότητα της παιδικής ηλικίας (πάντα μέσα στη λογοτεχνική μυθοπλασία), την χρησιμοποιούν ως βάση μελέτες από τις πιο προωθημένες στη διεθνή βιβλιογραφία όπως των Kenneth Kidd, James Kincaid, Michele Ann Abate, Jerry Griswold, Claudia Nelson και πολλών άλλων που κινούνται είτε στο χώρο των Σπουδών Φύλου είτε των Πολιτισμικών Σπουδών είτε των ΜΜΕ. Αντίστοιχα παραδείγματα θα μπορούσα να επικαλεστώ και από την ελληνική επιστημονική έρευνα, ανακαλώντας και μόνο κάποιους τίτλους: Άγ(ρ)ια παιδιά: Οριοθετήσεις της «παιδικής» ηλικίας στο λόγο, Η δαιμονική οθόνη και η παιδική ηλικία. Κινηματογραφικές απεικονίσεις του κακού παιδιού, κ.ά.
Δεν θέλω όμως να μείνουμε στη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία που ενδιαφέρει ίσως μια μικρή μερίδα ανθρώπων, αλλά να περάσουμε στους ίδιους τους δημιουργούς. Ίσως ο πιο προωθημένος και ανατρεπτικός, ειδικά την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε και τόλμησε τις δικές του απεικονίσεις παιδικής ηλικίας, είναι ο πολυβραβευμένος –και με το βραβείο Andersen- εικονογράφος Maurice Sendak του οποίου το πιο γνωστό έργο (καθώς μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη) είναι το Where the Wild Things Are.
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1963, αποτελεί σταθμό στη Λογοτεχνία για παιδιά και επί 60 χρόνια θεωρητικοί και κριτικοί δεν σταματούν να επανέρχονται σε αυτό και με ποικίλες συμβολικές, ψυχολογικές, αισθητικές κ.λπ. ερμηνείες του. Κεντρικό όμως σημείο του βιβλίου -που επικροτούσε και ο ίδιος ο δημιουργός- είναι ότι η παιδική ηλικία είναι μια «άγρια χώρα» όπου βασιλεύουν τα ένστικτα και οι ορμές. Ο ίδιος ο Sendak έχει βιώσει μια δύσκολη παιδική ηλικία -υπό το βάρος των πάμπολλων συγγενών που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα- και την είχε συνδέσει με τη θνητότητα και το θάνατο. Η επιστροφή του στην παιδική ηλικία για να την εικονογραφήσει γίνεται ένας τρόπος διεξόδου των δικών του συναισθημάτων –ως ψυχαναλυόμενος επί μακρόν- αλλά και μια δυνατότητα αποενοχοποίησης των ίδιων των πραγματικών παιδιών για τη δική τους «αγριότητα». Όμως όπως αναφέρει και ένας από τους σπουδαιότερους μελετητές του Sendak, o John Cech, οι απόψεις αυτές για το παιδί ήταν αποτέλεσμα της εποχής που παράχθηκε το βιβλίο. Στην πουριτανική Αμερική –παρά το γεγονός ότι τα «παιδιά» του Μαρκ Τουέιν, ο Τομ Σόγερ και ο Χακλμπέρυ Φινν, ήταν ήδη από το 19ο αιώνα «καλά κακά παιδιά»- όμως το 1963 που πρωτοδημοσιεύτηκε το Where the Wild Things Are επικρατούσε ο μύθος του καλού «Αμερικανού παιδιού». Ο πεντάχρονος Μαξ του Sendak έρχεται να συγκρουστεί με τον μύθο αυτό και επιβάλλει την εικονοκλαστική παρουσία του στο χώρο του παιδικού βιβλίου και όχι μόνο. Όμως ας μην ξεχνούμε ότι τότε ήταν η δεκαετία του ’60 όπου άλλαζαν πάρα πολλά και ανάμεσα σε αυτά και ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν το παιδί και την παιδική ηλικία.
Αλλά και σε άλλα βιβλία για παιδιά, ως αποτέλεσμα ενός ολοένα αυξανόμενου κύματος για «σπάσιμο των ορίων», αρχίζει και εισχωρεί μια (συχνά, αν και υπονοούμενη, ομόφυλη) σωματικότητα και σεξουαλικότητα, όπως συμβαίνει στο Η ιστορία της Λιλής που είχε ίσκιο αγοριού της Anne Bozellec, είτε ένας ομο-ερωτισμός από τους δύο ήρωες ενός παιδικού παραμυθιού, όπως το King & King των Stern Nijland και Linda De Haan. Η αθωότητα γίνεται αναχρονιστική, όταν περνάμε σε ένα άλλο ηλικιακό φάσμα, αυτό της εφηβείας. Η εφηβική λογοτεχνία βρίθει από χαρακτήρες που εμπνέονται από τη σύγκρουση με τα καθιερωμένα, με το κατεστημένο και την επιδίωξη πράξεων απαγορευμένων. Ίσως γιατί η επαναστατικότητα των νέων υπάρχει ή κατασκευάστηκε να υπάρχει στη φύση των νέων (ήδη από τον Επαναστάτη χωρίς αιτία). Επικαλούμαι ως παράδειγμα το εφηβικό μυθιστόρημα με τον τίτλο Λίγο πριν πεθάνω της Τζέννυ Ντάουναμ, που γίνεται συγκλονιστικό, όταν διαβάζουμε ότι το άτομο που μιλά για λίγο πριν το θάνατό της είναι η δεκαεξάχρονη Τέσσα που πάσχει από μια ανίατη μορφή λευχαιμίας. Το κορίτσι αυτό ενώ πεθαίνει, αντί να λουφάξει μέσα στο σπίτι της αντί να προσευχηθεί αντί να γίνει η υπομονετική και πειθήνια ασθενής, κάνει τη λίστα με τα 10 πράγματα που θα ήθελε να δοκιμάσει πριν πεθάνει. Ποια είναι αυτά; Το να κάνει σεξ, το να δοκιμάσει ναρκωτικά, να μεθύσει, να δοκιμάσει τον ίλιγγο της ταχύτητας πάνω σε μοτοσυκλέτα, να οδηγήσει αυτοκίνητο χωρίς να ξέρει, να σπρώξει δυνατά κάποιον στο λεωφορείο, να βρίσει σε δημόσιο χώρο, να κλέψει από σούπερ μάρκετ… Άραγε πίσω από αυτή τη μανιώδη αναζήτηση επικίνδυνων και προκλητικών συμπεριφορών δεν κρύβεται ένα νεαρό κορίτσι που αισθάνεται ότι ζωή σημαίνει να τη ζεις χωρίς περιορισμούς και χωρίς απαγορεύσεις, κόντρα στην κατεστημένη ηθική; Και ταυτόχρονα όλα αυτά συμβαίνουν στην ψυχή ενός βαθύτατα τραυματισμένου και τελεσίδικα απελπισμένου παιδιού –λίγο πριν το θάνατό του- που βαθιά μέσα του ποθεί να αγαπηθεί και να αγαπήσει, συναισθηματικά και σωματικά.
Και ναι μεν ο παιδικός ερωτισμός μεταξύ των λογοτεχνικών χαρακτήρων ή/και προς τους αναγνώστες υπάρχει πολύ περιορισμένα στα παιδικά βιβλία, που συνήθως εκδίδονται όχι από τους πιο γνωστούς εκδοτικούς οίκους, όμως στη λογοτεχνία για ενηλίκους πολύ πιο ανοιχτά γίνεται λόγος για μια παιδική ηλικία κάθε άλλο παρά αθώα. Στους Έλληνες συγγραφείς, η σκληρότητα παιδιών (ειδικά προς τα ζώα) διατρέχει πολλές παλαιότερες ιστορίες και συχνά γίνεται κύριο θέμα (π.χ. διηγήματα του Μιχαήλ Μητσάκη), ενώ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κώστα Ταχτσή που με τα Ρέστα του αφήνει μια σημαντική συλλογή αυτοβιογραφικών διηγημάτων, αν και μετασχηματισμένων αφηγηματικά, με συγκλονιστικές παραδοχές για τη φύση του. Στο διήγημα «Η πρώτη εικόνα» τον ακούμε να εξομολογείται ότι «η πρώτη ερωτική εικόνα που αποτυπώθηκε στη μνήμη μου ανάγεται στον πατέρα μου. Ήταν μια εκδίκηση του βρέφους-άνδρα για τις αδικίες που έβλεπα να γίνονται εις βάρος του φύλου μου από τις γυναίκες». Αλλά και για τον Γιούκιο Μισίμα, στις Εξομολογήσεις μιας μάσκας, η αρχική φράση του βιβλίου του ότι θυμάται πράγματα που τα είχε δει την ώρα της γέννησής του αν συνδυασθεί με τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα, μάλλον δείχνουν ένα παιδί που ταλαντεύεται και ταλανίζεται από την ίδια τη φύση του: για τον χωρίς ανταπόκριση παιδικό του έρωτα προς τον Ομί, θα πει ότι «για μένα ο έρωτας δεν ήταν παρά ένας διάλογος με μικρά αινίγματα στα οποία δεν υπήρχαν απαντήσεις».
Το σινεμά για ενηλίκους πολύ νωρίς εισάγει το μη αθώο παιδί, ίσως γιατί σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζεται με έναν αέρα προοδευτισμού, και δεν αυτολογοκρίνεται. Ήδη το 1952, στα Απαγορευμένα παιχνίδια του Ρενέ Κλεμάν παρακολουθούμε τα μακάβρια παιχνίδια δύο μικρών παιδιών, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, λίγο μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ταινίες που εκπορεύονται από μια συγκεκριμένη κουλτούρα μας δηλώνουν ότι η πλειοψηφία του λαού (αυτό ισχύει και στην Ελλάδα) αντιλαμβάνεται ως αυτονόητο ότι σε κοινότητες, όπως αυτή των Ρομά, τα παιδιά και δεν είναι αθώα και μπορεί να είναι αθυρόστομα και να προβαίνουν σε ολοκληρωμένες ερωτικές πράξεις αν και ανήλικα. Σε ταινίες όπως το Cadjo Dilo του Tony Gatlif, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με τον τίτλο Υπάρχουν ακόμη γελαστοί τσιγγάνοι, η αδιευκρίνιστης ηλικίας (16-17 ετών;) τσιγγάνα Σαμπίνα -και όχι μόνο αυτή- έχει μια απελευθερωμένη σωματικότητα, χρησιμοποιεί μια γλώσσα «βρώμικη» μέσα στον ερωτισμό της και έχει πίσω της ήδη έναν άντρα που εγκατέλειψε. Την παρουσία των παιδιών εδώ, από την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε η ταινία αλλά και μέχρι σήμερα, κανένας δεν σκέφθηκε να την λογοκρίνει για τον παιδικό/εφηβικό ερωτισμό που αποπνέει, είτε με τη σαγήνη του χορού τους είτε με τα αισθησιακά βρωμόλογα. Η αυθόρμητη και μη επιτηδευμένη σεξουαλικότητα, ο φυσικός ερωτισμός έχουν ομορφιά, αλλά κάποιος θα μπορούσε να διολισθήσει και να τα χαρακτηρίσει ως πορνογραφία. Ιδιαίτερα όταν ζούμε σε εποχές πολιτικής ορθότητας ή πουριτανισμού (που κάθε λίγο επανέρχονται).
Όμως, μιας και μιλάμε για κινηματογράφο, αναπόφευκτα θα κάνουμε μια ελάχιστη στάση στον μεγάλο Ιταλό ποιητή και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Ο Παζολίνι στις ταινίες του (από τον Ακατόνε μέχρι το Θεώρημα) αποφεύγει να μιλήσει ρητά, όμως υπονοεί την ανυπαρξία αθωότητας της εφηβείας, αν και αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να δώσει την οπτική του καταπιεσμένου άλλου που μάλιστα ανήκει στο περιθώριο. Όμως ο ίδιος ο Παζολίνι –ο «δυσοργανικός» διανοούμενος, όπως χαρακτηρίσθηκε για την πολιτική, θρησκευτική, εθνική και σεξουαλική αίρεσή του- αποτελεί το πιο τρανταχτό παράδειγμα, δια της ζωής του, για το ότι αποδεχόταν ως αυτονόητη την μη παιδική αθωότητα: το 1948 ένα αγόρι εξομολογείται ότι είχε σχέσεις μαζί του, με τον τότε νεαρό καθηγητή στο γυμνάσιο Παζολίνι, και αναγκάζεται να μετακομίσει στη Ρώμη για να καταλήξει άνεργος και δυστυχής. Και μολονότι η άγρια δολοφονία του, οι σχέσεις του, το γεγονός ότι o μεγάλος έρωτας της ζωής του (με τον Ninetto Davoli) ξεκίνησε όταν ο Ninetto ήταν 15 χρονών δεν έχουν ξεχαστεί, όμως ολοένα και περισσότερο επισκιάζονται από αυτό που αποτελεί την ουσία του: το μεγαλειώδες έργο του.
Κλείνω την παρένθεση, για να επανέλθω στην εικόνα της παιδικής ηλικίας που κάποτε παρασταίνεται στις κινηματογραφικές αφηγήσεις χωρίς το φωτοστέφανο της αθωότητας. Μιλώ για δύο σπουδαίες ταινίες που βασίζονται σε γνωστά κλασσικά έργα δύο εκ των μεγαλυτέρων λογοτεχνών του 20ου αιώνα. Στο Θάνατο στη Βενετία του Τόμας Μαν, αυτή και μόνο η ιδέα της παιδικής αθωότητας –και εν αγνοία του αγοριού που τη φέρει- είναι που από μόνη της προκαλεί αισθητικά και αισθησιακά τον γηραλέο καθηγητή Άσσενμπαχ. Μόνο που το ελκυστικό αγόρι που τον σαγηνεύει του προκαλεί έναν πόθο εξαγνισμένο, βουτηγμένο μέσα στην ιδέα του κλασσικού πνεύματος: «Τα μάτια του αγκάλιαζαν την ευγενική κορμοστασιά και, μέσα στην έκστασή του, πίστευε πως με τούτο το βλέμμα ένιωθε την ίδια την ομορφιά, τη μορφή σαν σκέψη θεϊκή, τη μοναδική και καθάρια τελειότητα που ζει στο πνεύμα και που ένα δικό της αντίτυπο έχει στηθεί εκεί μπροστά του, ανάλαφρο και αιθέριο σύμβολο λατρείας».
Και αν η ματιά του Άσενμπαχ γεμίζει μόνο τη σκέψη του με ηδονή, αλλά δεν τολμά να προχωρήσει σε κάτι άλλο, στο άλλο αριστουργηματικό έργο, στη Λολίτα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοβ, η παιδική αθωότητα της δωδεκάχρονης ηρωίδας καθίσταται τόσο προκλητική ώστε τελικά ο πατριός της Λολίτας να συνάψει σχέση μαζί της. Αν και το βιβλίο οδήγησε το συγγραφέα σε περιπέτειες δικαστικές, όμως είναι ενδιαφέρουσα η απήχηση που είχε στον κόσμο η έννοια του «νυμφίδιου» –χαρακτηρισμός που δόθηκε στις Λολίτες της εποχής (πρώτη χρονιά έκδοσης του βιβλίου το 1955, μετά κυκλοφόρησε σε πολλές γλώσσες και στα Ελληνικά το 1959, και τότε περίπου ξεκίνησε και η ιδέα της ταινίας του Κιούμπρικ με τη 14χρονη Σίου Λάιον). Το νυμφίδιο θα μπορούσε να θεωρηθεί συνώνυμο του «προκλητικού αθώου» παιδιού. Δανείζομαι από το εισαγωγικό σημείωμα της ελληνικής έκδοσης της Λολίτας το 1961: «Ο Ναμπόκοβ βέβαια δεν ανακάλυψε τα νυμφίδια. Κάθε άλλο. Τα νυμφίδια υπάρχουν στη ζωή μας από καταβολής κόσμου, από την πανάρχαιη εποχή των Θεών του Ολύμπου μέχρι σήμερα και ο νυμφιδισμός, η αντίστοιχη ερωτική – σεξουαλική παραζάλη, είναι αρχαίος όσο ο άνθρωπος. Ο Ναμπόκοβ χρησιμοποίησε τον όρο νυμφίδιο μ’ ένα ειδικό εννοιολογικό περιεχόμενο. Γιατί το νυμφίδιο δεν είναι ένα πλάσμα διαλεχτό οποιασδήποτε αφροδισιακής ηδονής. Είναι κάτι περισσότερο. Είναι το ‘σεξουαλικό δαιμονάκι’ που συνεπαίρνει τον άνθρωπο και τον συγκλονίζει. Και την αισθησιακή δράση που αναπτύσσει αυτό το δαιμονάκι θα δει ο αναγνώστης της Λολίτας…».
Η κοινωνική ευαισθησία σε σχέση με την παιδική ηλικία είναι μεγάλη και ακόμη και σε ιστορίες μυθοπλαστικές υπάρχει ένας υπερβολικά μεγάλος βαθμός εγρήγορσης για τον τρόπο που αναπαρίσταται το παιδί. Όμως η ιδέα της αθωότητας του παιδιού, όπως κατασκευάζεται στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, φαίνεται πως είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα, λιγότερο προκλητική προς το δημιουργό για να την αναπαραστήσει. Ή θα αναζητήσει τρόπους για να την υποσκάψει. Εν κατακλείδι, το τελευταίο που εγώ τουλάχιστον θα ζητούσα από έναν καλλιτέχνη είναι να φτιάξει τέχνη ηθική (πόσο μάλλον σωφρονιστική), καθώς πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να είναι προηγουμένως πολλά άλλα. Αυτά που ζητά το κοινό από τους δημιουργούς/καλλιτέχνες/μυθιστοριογράφους:
Παρηγορείστε με
Διασκεδάστε με
Λυπήστε με
Κάντε με να ονειρευτώ
Κάντε με να γελάσω
Κάντε με ν’ ανατριχιάσω
Κάντε με να κλάψω
Κάντε με να σκεφτώ (Γκυ ντε Μωπασσάν, Μια ζωή, Ωκεανίδα, 1997).
* H Μένη Κανατσούλη, Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας-Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης