Λευκό μελάνι
Σήμερα ήρθε οργανωμένος. Μαζί με τις λευκές μαργαρίτες, έφερε και ένα μπλε σπαστό καρεκλάκι, από αυτά που παίρνουν στην παραλία. Έχει και πλάτη, ακόμα και θέση για τον καφέ. Σήμερα θα τα πω, άλλο δεν πάει, αυτό σκέφτεται. Ανοίγει το θερμός, το βάζει στην τρύπα που έχει το καρεκλάκι και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ούτε και σήμερα μοιάζει εύκολο, κι ας μην είναι μόνος του, εδώ πέρα που όλοι έχουν χάσει κάποιον αγαπημένο. Τίποτα δεν μπορεί να τον παρηγορήσει, ούτε και σήμερα. Παρ’ όλα αυτά από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς, και αν δεν τα πει, θα αρρωστήσει.
«Κάθε βράδυ… Κάθε βράδυ ανελλιπώς, μπαμπά. Κάθε βράδυ βλέπω το ίδιο όνειρο: ξεκινάω για το νοσοκομείο. Έχω κολλήσει στην κίνηση, ιδρώνω, παρατάω το αμάξι όπου να ‘ναι, τρέχω, φτάνω στο νοσοκομείο ασθμαίνοντας. Παίρνω το ασανσέρ, κλείνομαι μέσα, γίνεται διακοπή ρεύματος, πίσσα σκοτάδι, εγκλωβίζομαι. Το ασανσέρ κλυδωνίζεται. Κουβαλάω τη φιάλη οξυγόνου για σένα. Ίσα που αναπνέω μέχρι να μου ανοίξουν και φτάνω πάντα δέκα λεπτά πιο αργά. Πάντα πιο αργά. Δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά είναι πάρα πολλά.
“Δεν την προλάβατε”, μου λέει η νοσοκόμα. Αυτή η εκνευριστική νοσοκόμα, τη θυμάσαι; Με την εφιαλτική ελιά πάνω από το στόμα, και με κοιτάει με βλέμμα-πριόνι. Είχατε κάτι καλύτερο να κάνετε; Θλιβερό το λευκό της νοσοκόμας, δεν βρίσκεις, μπαμπά; Σας έψαχνε, έτσι μου φάνηκε. Δεν έπρεπε να την αφήσετε μόνη. Τέτοια λέει, κι άλλα, χωρίς να μιλάει. Κι εγώ ονειρεύομαι πως ξεχνάω όσα μου έμαθες και της χώνω μια μπουνιά στα μούτρα, της σπάω τη μύτη. Σαν να φταίει αυτή για όλα. Σαν να μου φταίει αυτή η νοσοκόμα, που εσύ αρρώστησες. Σαν να της επιρρίπτω ευθύνες που ήρθαμε εδώ, που έγιναν όλα έτσι… που δεν σε πρόλαβα».
Πίνει μια γουλιά από τον καφέ, καίγεται λίγο. Κοιτάει γύρω, ελπίζει να μην τον ακούει κανείς. Ησυχία σήμερα, ευτυχώς.
«Νομίζω, είμαι σίγουρος δηλαδή, πως φταίει η νοσοκομίλα», συνεχίζει. «Και ο θάνατος, που περιφέρεται μες στα δωμάτια, στους διαδρόμους και απλά περιμένει να τον φωνάξουν, σαν να κρατάει νουμεράκι στην τράπεζα και περιμένει υπομονετικά τη σειρά του».
Νιώθει την ανάγκη να του εξηγήσει. Πάντα αυτός ο άνθρωπος τού δημιουργούσε τύψεις για όλα.
«Δεν ήταν εύκολο, μπαμπά, καταλαβαίνεις έστω και λίγο; Δεν ήταν εύκολο για κανέναν. Ούτε για σένα, ούτε και για μένα. Ώρες, μέρες, νύχτες να κάθομαι δίπλα σου και να περιμένω να μιλήσεις, να κουνηθείς. Να κοιτάω την πόλη από ψηλά, στον έβδομο, σ’ εκείνο το τεράστιο, σούπερ εξοπλισμένο νοσοκομείο που μας πρότειναν. “Ζωντανή πόλη! Χαρούμενη…”, έτσι έλεγε στους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Αστείο δεν είναι;
Έπρεπε να γίνουν ένα σωρό εξετάσεις, κι άλλες εξετάσεις. Ατέλειωτες μέρες. Μετά ο γιατρός έπρεπε να λείψει στο εξωτερικό, και κάθε μέρα εγώ γερνούσα μαζί σου, σε μια πόλη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη δική μας. Γερνούσα, μπαμπά, νόμιζα ότι σάπιζα, ήταν τόσο περίεργο… Μέχρι που την είδα. Ξέρω, δεν περιμένω να με καταλάβεις. Για σένα αυτά είναι χαζομάρες, όλη σου τη ζωή περίμενες να γυρίσει η μαμά, μέχρι που στέγνωσες στα ενδότερα και τα αποκήρυξες όλα αυτά. “Έρωτες και αηδίες, απάτη…”, έτσι έλεγες. “Παραμυθιαζόμαστε ότι κάποιος μας νοιάζεται”…»
Δεν μιλάει για λίγο. Παρατηρεί μια μαυροφορεμένη γυναίκα που φροντίζει έναν διπλανό τάφο. Πετάει τα ξερόχορτα, καθαρίζει.
«Μπορεί και να έχεις δίκιο. Αλλά εγώ είχα ανάγκη αυτό το παραμύθι, με καταλαβαίνεις; Να νιώσω καλύτερα, να πάρω κάτι, κάτι, για να έχω να σου δώσω. Κάτι για να πέσει έστω και λίγο η στάθμη της μοναξιάς. Μοναξιά… Ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα από έναν άνθρωπο στο νοσοκομείο μέρα και νύχτα πρέπει να έχει κάτι να του δώσει, πώς θα γίνει; Και ο ασθενής, πάλι, πρέπει να μιλάει και λίγο. Εσύ… εσύ δεν μιλούσες καθόλου, είχε αραχνιάσει η φωνή μου τόσες βδομάδες, μόνος».
Θυμάται την Άγκνες. Τη βλέπει συνέχεια μπροστά του, και τις μέρες και τις νύχτες. Και στον ύπνο του και στον ξύπνιο του.
«Ξέρεις πότε τη γνώρισα; Την Άγκνες; Την τρίτη βδομάδα που ήμασταν σε εκείνη την πόλη. Τότε, που περιμέναμε να βγουν οι εξετάσεις. Πολύ με εκνεύριζε αυτή η πόλη. Όλα ήταν όμορφα: τα σπίτια, τα πάρκα, οι δρόμοι καθαροί, κι όμως μου έβγαζε μόνο λύπη. Ήθελα να φύγω, να ξεχάσω, να προσποιηθώ ότι δεν πέρασα ποτέ από εκείνη την αδιανόητα μουντή πόλη.
Η Άγκνες, λοιπόν, περπατούσε εκεί, στο λιμάνι. Λιμάνι, ξέρεις, αυτή η μπόχα, η μυρωδιά και οι λεκέδες στην άσφαλτο. Ήταν κοντά στα πλοία που πηγαινοέρχονταν, έβγαζαν τα καυσαέριά τους, παρήγαγαν ένα σωρό θορύβους. Κόσμος πολύς να βιάζεται, κι αυτή, σαν από άλλο έργο, στον δικό της ρυθμό, αλαβάστρινη, κατάλευκη, περιφερόταν σαν να βρισκόταν δίπλα από μια ήσυχη, καθάρια λίμνη. Μόλις την είδα, μου συνέβη κάτι πολύ πρωτόγνωρο. Καταλήφθηκα από μια μανία να την σκιτσάρω. Πάση θυσία.
Ήμουν πολύ τυχερός. Παρόλο που δεν με είχε δει, σαν να το κατάλαβε ότι πόζαρε με έναν τελείως μεταφυσικό τρόπο. Έμεινε ακίνητη και κοίταζε πέρα, μακριά, ίσως και να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι.
Έψαξα στο τσαντάκι μου για μολύβι, στυλό, οτιδήποτε. Και χαρτί. Θα μπορούσα να την σκιτσάρω ακόμα και σε ένα διαφημιστικό για πίτσα, φτάνει να κλείδωνα μέσα στο σκίτσο τον τρόπο που κοίταζε το λιμάνι. Έμοιαζε έτοιμη να φύγει ή γυρνούσε από κάπου αγαπημένα; Τη ζόριζε ο αποχωρισμός; Πάντως, σταμάτησε για λίγο και κάθισε σε ένα παγκάκι.
Κάθισα δίπλα της κι άρχισα να τη σκιτσάρω με το μολύβι. Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς τραβούσα τις πρώτες, αδρές γραμμές. Το κατάλαβε ότι αυτήν ζωγράφιζα. Χαμογέλασε στα όρια του φιλάρεσκου. “Όχι, όχι μαύρο, θέλω χρώμα”, μου είπε. Έκανε σαν να με ξέρει. Λίγες κουβέντες ανταλλάξαμε.
Με πήγε σπίτι της. Η κρεβατοκάμαρά της έβλεπε στο λιμάνι. Μου πόζαρε γυμνή, εγώ ελάχιστα μιλούσα, αυτή έκανε παιχνίδι. Το σπίτι της ήταν ατελιέ, τι σύμπτωση, παντού πίνακες μισοτελειωμένοι. “Τους ξεκινάω και μετά βαριέμαι”, μου εξήγησε. Αναρωτήθηκα αν ήμουν κι εγώ τόσο αναλώσιμος. Ο χρόνος στην κλεψύδρα έτρεχε, έπρεπε να έρθω και σε σένα, μπαμπά. Μπαμπά μου».
Δυσκολεύεται να συνεχίσει. Κι όμως, ξέρει πως πρέπει να το βγάλει από μέσα του, να καθαρίσει από τη σκέψη. Το μυαλό του μοιάζει με ντουλάπα σε αλλαγή της σεζόν. Χρειάζεται επειγόντως ξαλάφρωμα, ξεσκαρτάρισμα, να φύγουν πράγματα, να αδειάσει η ντουλάπα. Πολλά είναι αυτά που τον στενεύουν.
«Μη μου θυμώνεις. Ξέρω πόσο λίγο μετράνε… Μετρούσαν, δηλαδή, όλα αυτά για σένα. Πάντως για μένα ήταν κάτι αυτή η γυναίκα. Την είχα ανάγκη. Ήταν πολύ διαφορετική από όλες όσες γνώρισα. Ούτε μία πρωτοβουλία δεν πήρα, αυτή μου ζητούσε κι εγώ εκτελούσα. Ήταν ένας πίνακας εν κινήσει. Έπαιρνα τις μπογιές και τις έσταζα στο σώμα της. Μα πώς έγραφε πάνω της το μαύρο, το λευκό… Λερώναμε τα σεντόνια με τις μπογιές, κι αυτή γελούσε. Μα έχεις ιδέα πόσο με ξεκούραζε το γέλιο της;»
Δεν νιώθει άνετα. Παίρνει στα χέρια του μία από τις μαργαρίτες και στριφογυρίζει το κοτσάνι της. Όσο προχωράει η ώρα, όσο βαθαίνει η εξομολόγηση, τα λόγια βρίσκουν βαρίδια, κολλάνε μες το στόμα.
«Εντάξει, το ξέρω, άρχισα να κάνω απουσίες. Δίπλα σου έπρεπε να είμαι όλη την ώρα, αλλά αρρώσταινα, η πλάτη μου άρχισε να πιάνεται σε εκείνη την καρέκλα, ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα. Γι’ αυτό στο λέω, ήταν κάτι για μένα αυτή η γυναίκα.
Μόνο μαζί της ανάσαινα, ζούσα. Το μόνο που με κρατούσε τότε ήταν οι στιγμές που την άγγιζα. Και δυο τρεις στιγμές, που κοιτούσαμε από το παράθυρο τα πλοία να πηγαίνουν και να έρχονται… Υπήρχε κίνηση, ζωή, κι εγώ ξέμεινα εκεί, κόλλησα εκεί, μαζί της, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου για να έρθω. Και κάθε φορά που ερχόμουν, αυτή η νοσοκόμα με κοίταζε με το βλέμμα δικαστού: Πάλι αργήσατε; Μα τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό που σας κρατάει μακριά του; Είναι ο πατέρας σας! Πεθαίνει, δεν το βλέπετε;»
Θυμάται πάλι αυτή τη νοσοκόμα, που θα ήταν ιδανική για να προσληφθεί στο Καθαρτήριο των ψυχών με αυτό το ύφος. Αυτή, τσαρίνα, να ζυγίζει και να ορίζει την κόλαση και τον παράδεισο.
«Νιώθω βάρος, μπαμπά. Βάρος και τύψεις. Βάρος μέσα μου που δεν ήμουν εκεί. Ξέρω, δεν θα άλλαζε κάτι, αλλά όλο και γυρνάω εκεί. Αυτά τα δέκα λεπτά. Ποιος είναι πιο δυνατός; Ο έρωτας ή ο θάνατος; Από το κονταροχτύπημα φάνηκε ο χαμένος. Αλλά γιατί νιώθω να πεθαίνω κάθε μέρα;»
Πίνει άλλη μια γουλιά από τον καφέ, δεν καίει τώρα πια. Δεν μιλάει για λίγο. Αφήνει τη σιωπή να κάνει τη δουλειά της, μέχρι που να μην την αντέξει άλλο. Μετά από αρκετή ώρα, πιάνει πάλι το νήμα της αφήγησης.
«Έκανα μέρες να τη δω. Σαν να μου έφταιγε αυτή που δεν ήμουν εκεί. Γιατί είχα πολλά να σου πω και αναβολή στην αναβολή, φτάσαμε εδώ, να σου μιλάω και να μην ξέρω αν μ’ ακούς. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορώ να μη σου μιλάω.
Ναι, δεν ήθελα να τη δω. Είχα τόση λύπη και θυμό μέσα μου εκείνες τις πρώτες μέρες, που πέρασα μέρες μακριά της. Είχα να τρέξω και με τα χαρτιά και τα πρακτικά για να σε φέρουμε εδώ, στην πόλη σου… Εδώ έλεγες πως θα ήθελες να «ξεκουραστείς»… Όταν πια ξεθύμανα, στο μεταξύ είχαν κανονιστεί και όλα τα διαδικαστικά, θα γυρνάγαμε πίσω, σκέφτηκα να τη δω για τελευταία φορά.
Πήγα από το σπίτι της. Δεν ήταν εκεί. Περίμενα πολλή ώρα, το τηλέφωνό της το είχε κλειστό. Αναρωτήθηκα τι να απέγινε. Μετακόμισε; Ήταν κι αυτή ένα περιπλανώμενο τσίρκο που τα μάζεψε; Η αποστολή της τελείωσε; Αυτό ήταν; Μόνο για να με κρατάει μακριά σου; Ούτε αυτήν πρόλαβα να τη χαιρετήσω. Ούτε αυτήν, ούτε εσένα. Δύο στα δύο οι απώλειες, μπαμπά, τρομερό σκορ».
Σηκώνεται και κοιτάει το ρολόι του. Αφήνει τις μαργαρίτες στο πέτρινο βάζο, ανάβει και το καντηλάκι. Διπλώνει και το σπαστό καρεκλάκι. Πάλι αυτή η μυρωδιά από λιβάνι στη μύτη του.
Ακούει θόρυβο, λυπημένες καμπάνες και ψιθύρους. Κοιτάζει γύρω του. Πέντε διαδρόμους πιο κάτω θα πρέπει να είναι η κηδεία. Κόσμος πολύς. Τους θυμάται αυτούς τους ήχους. Τα βήματα. Αμήχανα βήματα, άηχα, σαν να περπατάνε σκιές. Ο ήχος, ή η απουσία ήχου, καλύτερα, είναι που τον ταράζει πιο πολύ; Η σιωπή την ώρα που πέφτουν τα λουλούδια. Τα λουλούδια… ποτέ του δεν πίστευε ότι θα του προκαλούσαν τόση αναγούλα τα λουλούδια. Ο ήχος από το χώμα που πέφτει εκείνη τη στιγμή.
Αισθάνεται τις άκρες των δακτύλων των χεριών του του να συνδέονται με έναν τεράστιο αγωγό γεμάτο θλίψη. Από τον κεντρικό αγωγό της θλίψης, διαχέεται στο σώμα του ένα πυκνόρρευστο μελάνι, που παγώνει όλα τα κύτταρα. Μελάνι, το, ουδέτερου γένους; Ή μήπως θηλυκού γένους, η μελάνη; Θυμάται τη σινική μελάνη στις ζωγραφιές που έφτιαχνε στο σχολείο. Δίπλα σε ένα κορίτσι που το έλεγαν Ματίνα. Γι’ αυτήν πήγαινε σχολείο, μόνο για να τη βλέπει. Μόνο αυτήν ήθελε να ζωγραφίζει. Από τότε είχε αυτή τη μανία.
Δέντρα και ρόμβοι και καρδιές, πάντα γι’ αυτήν. Κι αυτή να ζωγραφίζει καρδιές πάντα για κάποιον άλλον. Μία ο Νίκος, ή ο Ανέστης από τη δίπλα τάξη, ο Θοδωρής από το βόλεϊ. Α, και ένας από τις διακοπές της, μυστήριος. Αυτού ήθελε πιο πολύ να στραπατσάρει το μούτρο του.
Μελάνη. Θυμήθηκε τη μέρα που χύθηκε η μελάνη στα ρούχα της, πώς έσταζε στα πόδια της. Μικρές σταγόνες μελάνης, σκούρο μπλε αίμα στα πόδια της, γλίστρησαν μέχρι τα παπούτσια. Έτρεξε αυτός γρήγορα να φέρει χαρτί. Έσκυψε να της σκουπίσει τα πόδια, κι αυτή τον άφησε να την καθαρίσει, σαν να ήταν ό,τι πιο φυσιολογικό, σαν να ήταν η σχέση τους ίδια με αυτήν του υπηρέτη και της κυρίας. Μόνο γαργαλιόταν λίγο, και γελούσε, γελούσε κι αυτός, λίγο από αμηχανία, λίγο από έξαψη που την άγγιζε…
Αυτό το πορτοκαλί φανάρι, τον έχει στοιχειώσει. Πάντα τον άφηνε να πιστεύει ότι μπορεί να την έχει. Πάντα τον είχε στο πορτοκαλί. Ποτέ πράσινο, για κόκκινο ούτε λόγος. Αυτό το πορτοκαλί φανάρι έκανε όλη του τη ζωή να περάσει σαν νερό μέσα από τα χέρια του, χωρίς να κάνει τίποτα αξιοσημείωτο. Πάντα σε ετοιμότητα, εκεί, μεταξύ γκαζιού και φρένου.
Μελάνη. Οι εικόνες μπερδεύονται μέσα του, η σινική μελάνη τις διαπερνάει. Παχύρευστη Μελάνη, δεν τον αφήνει να σκεφτεί τίποτα άλλο. Παγώνει… όλα τα παγώνει. Όλα τα όμορφα πρωινά, όλα τα δάση της σκέψης, όλες τις φωτογραφίες από τόπους κι ανθρώπους που στοιβάζονταν μέσα του, όλα τα ταξίδια και όλες τις λιακάδες.
Κι αυτό το κορίτσι, η Ματίνα… Τι να απέγινε; Αναρωτιέται. Σε όλες τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, πάντα έψαχνε τη Ματίνα. Ακόμα και η Άγκνες, που ζωγράφιζε πάνω της, είχε κάτι από τη Ματίνα.
Ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Θέλει να ξεχαστεί.
Παρατηρεί τους ανθρώπους που είναι στην ταφή. Η ματιά του σταματάει σ’ ένα κορίτσι, πάλι ίδιο με τη Ματίνα. Ένα κορίτσι που δεν γίνεται να μην την κοιτάξει, είναι τόσο παράταιρη εδώ μέσα. Με αυτή τη λιτή ομορφιά της εφηβείας που φεύγει, μισή κορίτσι, μισή γυναίκα. Δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαοκτώ. Όλοι φοράνε μαύρο, κι αυτή φοράει μαύρα, δεν έχει να κάνει με το χρώμα. Πώς το καταφέρνει αυτό, αλήθεια; Βουτηγμένη στα μαύρα πατόκορφα και είναι σαν να φοράει άσπρα. Τελείως αταίριαστη, κι αυτή η αταιριαστότητα είναι τόσο ανακουφιστική!
Έχει μια άλλη ουσία αυτό το κορίτσι, δεν είναι σε θέση να την κρύψει. Δεν ξέρει αν την αφορά κιόλας. Είναι ερωτευμένη, με Ε κεφαλαίο. Την προδίδει το βλέμμα, η αύρα, όλα. Σίγουρα την πίεσαν να είναι εδώ. Ερωτευμένη. Στην κηδεία. Είναι εδώ, αλλά δεν είναι φυσικά. Όλα της φαίνονται μακρινά, τίποτα δεν την αγγίζει. Είναι άτρωτη και ανυπεράσπιστη μαζί. Δεν μπορεί να κρυφτεί, σαν να έχει δέκα φωτοστέφανα μαζί πάνω από το κεφάλι της. Η ενέργεια, αυτό που φέρνει στον χώρο είναι κάτι το ασύλληπτο.
Τη βλέπει και σκέφτεται ότι θα έπρεπε να υπάρχουν μεγάφωνα, ή κάποιος να πάρει μια ντουντούκα και να την απελευθερώσει από όλη αυτή τη λύπη που λυσσομανάει γύρω της. Να τη στείλει στα λιβάδια, να γδυθεί και να κυλιστεί με τον φίλο της στη χλόη. «Παρακαλείται η ερωτευμένη να αποχωρήσει από την κηδεία… Οι μη έχοντες εργασία..» ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Τι κάθεται και σκέφτεται; Και πόσο τη ζηλεύει… πώς θα ζούσε χωρίς αυτή τη φρεσκάδα που φέρνει ο έρωτας…. Πόσο έχει μπουχτίσει από το πένθος, νιώθει να τον γερνάει.
Πόσοι μήνες έχουν περάσει από τότε που έφυγε ο μπαμπάς; Τα θυμάται αυτά τα βλέμματα δικών του ανθρώπων και ξένων, τα χέρια από πάγο. Τα μαύρα. Μα είναι χρώμα αυτό; Το μαύρο συνδέεται άραγε με την εσωτερική ασφυξία; Πώς το έλεγαν οι αρχαίοι; Μέλαινα χολή. Μελάνι. Δεν θα γινόταν όταν χαιρετιούνται οι άνθρωποι για τελευταία φορά, το μελάνι να είναι λευκό; Να αστράφτει, όπως τα σπίτια στα νησιά. Πάλλευκα. Άσπρα θα έπρεπε να φοράει κανείς στις κηδείες. Άσπρα, ο άνθρωπος που φεύγει γίνεται άσπρο σύννεφο.
Περιμένει να φύγουν όλοι, να μεγαλώσει κι άλλο η μοναξιά του. Αφήνει με μαλακές κινήσεις τις μαργαρίτες στο μάρμαρο, κλείνει το σπαστό καρεκλάκι και φεύγει. Στον δρόμο αναρωτιέται τι να απέγινε στα αλήθεια η Ματίνα, και αν ήρθε η ώρα να την ψάξει. Και αν αφήνει κι αυτή τα πάντα μισοτελειωμένα, σαν την Άγκνες. Κι αν θα σταματήσει ποτέ αυτή η κατάρα του να αφήνει όλες του τις ιστορίες μισοτελειωμένες. Ή μήπως μισοξεκινημένες;
Στο μετρό, κοιτάζει την κυρία απέναντί του, με το λευκό φόρεμα. Τόσο μακρύ, που σέρνεται στο πάτωμα. Εκείνη κοιτάζει κάπου μακριά. Ίσως και να είναι η Ματίνα.