Το συρτάρι με τα φίδια
«Έχιδνα λεγόταν το χωριό. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω τι σημαίνει», είπε εκείνη.
«Και πώς έφτασες εκεί;» Τη ρώτησε. Καθώς περίμενε την απάντηση, έσκυψε στο πάτωμα για να μαζέψει το παντελόνι του. Το φόρεσε στα γρήγορα, κι αυτό και το πουκάμισο, λέξη δεν ήθελε να χάσει, ούτε κόμμα από όλα αυτά που του έλεγε. Ποτέ του δεν είχε συναντήσει άλλη γυναίκα που να περνάει από τον οργασμό στη διήγηση χωρίς ενδιάμεση στάση. Ήταν ξεκάθαρο: εκείνη είχε ανάγκη να του τα πει, κι εκείνος είχε ανάγκη να την ακούσει.
Η «οδαλίσκη» του έμεινε ξαπλωμένη, απορροφημένη από τη διήγηση, ζούσε ξανά την ιστορία της. Σκέπασε τα πόδια της με το σεντόνι, δεν έκανε καμία προσπάθεια να ντυθεί. Φύσηξε τον καπνό του στο πρόσωπό της, έμοιαζε με σταρ της δεκαετίας του τριάντα. Με κατακόκκινο κραγιόν, άθικτο παρ’ όλα τα ατέλειωτα φιλιά. Όμορφη, πόσο όμορφη… Εκείνη δέχτηκε τον καπνό και του έσκασε κι ένα γελάκι, συνωμοτικό.
Ξάπλωσε δίπλα της με τα ρούχα, σε κατάσταση ετοιμότητας να φύγει από λεπτό σε λεπτό, εκείνη μονίμως έτοιμη να κάνει έναν άντρα χαρούμενο, ο καθένας στον ρόλο του, παράταιροι κι όμως ταιριαστοί μέσα σ’ αυτό το φτηνιάρικο ξενοδοχείο με τον κακό φωτισμό. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του, είχε σκάρτα δέκα λεπτά.
«Ήρθε στην αυλή μου και με μάζεψε, σαν να ήταν η εποχή της συγκομιδής. Στα δεκαοκτώ μου, έμενα με τους γονείς μου σ’ ένα χωριό λίγο έξω από τη Νάπολη. Τρεις μέρες έμεινε εκεί, για δουλειές ήρθε και έμεινε σε ένα μικρό δωμάτιο που νοικιάζαμε στους ξένους. Δεν είπαμε πολλά. Ήρθε το βράδυ και χώθηκε στο κρεβάτι μου χωρίς να με ρωτήσει. Με άρπαξε και πίεσε το σώμα του πάνω στο δικό μου, σαν να ήθελε να μου δείξει ότι αυτός είναι ο αρχηγός. Νόμιζα ότι ανέβασα πυρετό, πως έβγαιναν ατμοί από το σώμα μου. Κόλλησα πάνω του και δεν τον άφηνα να φύγει. Τίποτα δεν έλεγε, τίποτα δεν με ρώτησε εκεί ανάμεσα στα φιλιά.
“Θα σε πάρω μαζί μου, μακριά. Στη χώρα μου”, μου είπε τελικά. Αυτό είπε, αυτό θα κάναμε, ούτε που το σκέφτηκα να πω όχι. Φόρτωσα πέντε αλλαξιές μες τη νύχτα και φύγαμε. Όσο ήμασταν μαζί στο καράβι, ονειρεύτηκα την Ελλάδα. Την Αθήνα, τις πόλεις, τα θέατρα, τις κουβέντες για την τέχνη, το κρεβάτι του, το κρασί που θα πίναμε όλη μέρα. Θα μέναμε σε μια ηλιόλουστη πόλη, αυτό είχα ανάγκη να πιστέψω. Πως τίποτα δεν θα θύμιζε το χωριό μου και τις τρύπες στη σκεπή μας».
Η Ναπολιτάνα έσκυψε για να πάρει μια τζούρα από το τσιγάρο του και μετά τον κοίταξε. Τον τοποθέτησε στο ηλικιακό κουτάκι σαράντα με σαράντα εφτά. Καλοβαλμένος, ωραίος, όχι κλασικά ωραίος, αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αναρωτήθηκε πώς να ήταν η γυναίκα του. Και γιατί ένας άντρας να κάνει τον κόπο να έρθει σ’ ένα τέτοιο βρώμικο ξενοδοχείο, να πληρώνει για να πάρει αυτό που φυτρώνει δωρεάν στην αυλή του.
Ο ήχος από τα πρωινά λεωφορεία ακούστηκε απ’ έξω. Κίνηση. Ζωή.
«Ίσως, αν δεν προλάβαινα να το φτιάξω τόσο όμορφο στο κεφάλι μου, το πώς θα ήταν η ζωή μου εδώ, σ’ αυτή την πόλη,, σ’ αυτό τον … ιδιαίτερο δρόμο, να μη με πείραζε τόσο. Πρόλαβα, όμως. Κι αυτός πρόλαβε μέσα σε δυο-τρεις ώρες να χαλάσει όλα του τα λεφτά στα ζάρια. Στο σαλόνι του πλοίου, με δυο-τρεις νταλικέρηδες που με κοίταζαν σαν ξερολούκουμο. Κάποια στιγμή φτάσαμε στο λιμάνι, στην Πάτρα. Κατεβήκαμε από το καράβι και χωθήκαμε στην καρότσα ενός περαστικού φορτηγού. Στάζαμε από τον ιδρώτα. Μου κρατούσε το χέρι και στις στροφές με έσφιγγε σφιχτά, μην πεταχτούμε από την καρότσα.
Και η πόλη που μου έταξε; Πού είναι; Αυτό είναι. Αναρωτιόμουν. Το τοπίο τραχύ, έμοιαζε να θυμώνει με όλα. Κάναμε ώρες να φτάσουμε στο χωριό του.
Και ο δρόμοι; Δρόμοι στενοί, μισοφαγωμένοι, γεμάτοι πέτρες και δίπλα, μια ανάσα η θάλασσα. Μια θάλασσα… Ω η θάλασσα να αστράφτει, ήταν το μόνο που αγάπησα.
Πρωί ξεκινήσαμε, απόγευμα φτάσαμε στο χωριό. Μαζεύτηκαν όλοι να με δουν, να δουν το έκθεμα. Όλο το χωριό στην πλατεία. Ήταν μια ησυχία… Παράξενη ησυχία, δεν μου άρεσε, δεν είχα καλό προαίσθημα. Κανείς δεν μιλούσε, μόνο με κοίταζαν. Άντρες, γυναίκες.
Κι αυτός, ναι, αυτός που έχασε όλα του τα λεφτά στα ζάρια. Αυτός. Ίσα που πρόλαβε να μου κάνει έρωτα το πρώτο βράδυ, εκεί, σε ένα πεζούλι στην αυλή του. Με τη μάνα του και την αδερφή του έμενε. «Πάμε μέσα! Θα μας δούνε!», ήθελα να του πω, αλλά δεν πρόλαβα. Έτρεμα και μόνο που με πλησίαζε, άχνα δεν έβγαινε από το στόμα μου. Σίγουρα μας είδαν, μας άκουσαν.
Μπήκαμε μέσα, κοιμηθήκαμε σε κάτι που έμοιαζε με κρεβάτι, σε έναν χώρο που έμοιαζε με δωμάτιο.
Το πρωί δεν τον βρήκα δίπλα μου. Πού είναι; Αναρωτήθηκα. Και τι στο καλό κάνω εδώ πέρα μόνη μου; Κατέβηκα στην κουζίνα και βρήκα εκεί την αδερφή του και τη μάνα του. Στην αρχή προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που τις θύμωνε. Κοίταζαν το λευκό κομπινεζόν που φορούσα, κάρφωναν τα μάτια στους γοφούς μου και κουνούσαν τα χέρια τους.
Τα χείλη τους έδιναν την εντύπωση ότι κάποιος τα κόλλησε μεταξύ τους και πως κάτι κακό θα συνέβαινε αν ξεκολλούσαν. Η αδερφή του μου πέταξε ένα μαύρο μαντήλι, σε μέγεθος σεντονιού και μου έκανε σήμα να τυλιχτώ μ’ αυτό. Ρώτησα πού ήταν ο καλός μου. Ακόμα να πάρω απάντηση. Ως και το νερό που ήπια, ένιωθα ότι έχει μέσα χώμα. Γύρισα στο δωμάτιό μου και πήγα να κλείσω την πόρτα. Με ακολούθησαν, άνοιξαν διάπλατα την πόρτα και άνοιξαν τη μικρή μου βαλίτσα. Πέρλες και σουτιέν και ρούχα πλουμιστά προσπάθησαν να πάρουν μια ανάσα, αλλά δεν πρόλαβαν. Η μάνα του και η αδερφή του τα τύλιξαν σ’ ένα βρώμικο σεντόνι, πήραν μαζί και τη βαλίτσα και τα έβγαλαν στην αυλή. Δεν κατάφερα να τους τα πάρω από τα χέρια.
Στο μεταξύ ήρθαν κι άλλες δύο γειτόνισσες, μαυροντυμένες κι αυτές, που άρχισαν να ψάλλουν κάτι ακατάληπτες λέξεις. Ψίθυροι που τους άκουγα σαν κραυγές, με ξεκούφαιναν και μάτια στυλιάρια, χτυπούσαν όπως χτυπούσαν τα λιόδεντρα για να πέσουν οι ελιές.
Μία από αυτές τα έριξε όλα σε ένα μεγάλο βαρέλι και περιέχυσε βενζίνη από πάνω τους. Κι εγώ καθόμουν σε μια γωνία στην αυλή, πάνω σε μια πέτρα και ιδέα δεν είχα γιατί μου έκαιγαν τα ρούχα. Τα ρούχα μου! Στην πυρά.
Φωτιά. Αυτές έκαιγαν τα ρούχα μου και μαζί κάθε μέρα της ζωής μου, κάθε πρωί που με περίμενε και κάθε τι που αγάπησα, κι όλα τα δέντρα στην αυλή μου.
Καύση. Και ποια η διαφορά από την καύση νεκρών; Από το να με έκαιγαν ζωντανή;
Κάποιο έθιμο πρέπει να ήταν; Τελετουργικό; Άφηνα πίσω μου τι; Και τι με περίμενε; Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ και πολύ, ανάσα δεν μπορούσα να πάρω από τον καπνό. Άρχισα να βήχω, να βήχω ασταμάτητα, οι πνεύμονές μου κόντευαν να τιναχτούν έξω κι αυτές με κοίταζαν. Εκεί, τυλιγμένη με το μαύρο σάλι, το κομπινεζόν από κάτω, απορώ πώς τους ξέφυγε και δεν το έκαψαν κι αυτό. Αυτές σαν ιέρειες αρχαίας τραγωδίας κι εγώ σε μιαν άκρη, παράταιρη στον κόσμο τους, με τη γεύση του καλού μου (ποιου καλού μου;) ακόμα στα χείλη μου κι αυτή την αίσθηση του καπνού στους πνεύμονες, και μόνο μία ερώτηση: «τι στο καλό κάνω εδώ;»
Μετά την τελετή, κάπως ηρέμησαν οι γυναίκες. Δεν υπήρχαν και όλα αυτά τα παρδαλά ρούχα να τις σκανδαλίζουν, τα πράγματα ήταν πιο απλά τώρα.
«Θα κοπιάσετε για καφέ;» ρώτησαν τις γειτόνισσες. Τις κάλεσαν μέσα για καφέ, σαν να γύριζαν από κηδεία. Κι εγώ γύρισα στο δωμάτιό μου και τον περίμενα. Είχαν και την ευγενή καλοσύνη να μου παραχωρήσουν δυο-τρία μαύρα φουστάνια, ίσα-ίσα για σκοπούς ομοιομορφίας. Για να δένω με το περιβάλλον.
Ούτε τεφτέρι δεν είχα να μετρήσω τις μέρες. Κάθε βράδυ έβλεπα το ίδιο όνειρο: ότι προσπαθούσα να φτιάξω ψωμί, έπαιρνα το αλεύρι, έριχνα νερό, το ζύμωνα και την ώρα που άνοιγα το συρτάρι για να πάρω το μαχαίρι να το χαράξω, το συρτάρι ήταν γεμάτο φίδια. Χρωματιστά, σαν τα ρούχα μου, να τυλίγονται μες τα δάκτυλά μου. Να με σφίγγουν. Κι εγώ να μην μπορώ να ουρλιάξω, να πεθαίνω και να μην πεθαίνω. Το ίδιο όνειρο με περίμενε κάθε βράδυ, ούτε μία φορά δεν με ξέχασε.
Τις νύχτες έβλεπα εφιάλτες, και τις μέρες πάλευα να καταστρώσω σχέδια διαφυγής, αλλά όλα τα σχέδια προσέκρουαν σε εμπόδια, ατέλειωτα εμπόδια. Δεν υπήρχε τρόπος. Δεν υπήρχαν λεφτά, τηλέφωνο, επικοινωνία. Ήμουν σε ένα χωριό στη μέση του πουθενά, ξεχασμένη και παρατημένη από όλους. Και θύμωνα πιο πολύ με μένα. Ήξερα όμως ότι με κάποιον τρόπο θα τη γλίτωνα, αλλά αυτός ο τρόπος έμοιαζε πολύ μακρινός.
Άνθρωποι δεν περνούσαν συχνά από το χωριό. Και οι μέρες περνούσαν κι αυτός δεν έλεγε να φανεί. Και εκεί ανάμεσα στα πόδια ένιωθα να φλέγομαι. Και πώς θα είναι η ζωή μου από δω και πέρα; Αναρωτιόμουν. Με τα χρόνια οι χυμοί στο σώμα μου θα στέρευαν και θα γινόμουν σαν κι αυτές. Ίδια με τη μάνα του, τις αδερφές του, τις θειάδες, όλες αυτές με τα κολλημένα χείλη. Κι αυτός; Πότε θα έρθει; Και πώς στο καλό θα φύγω από δω μέσα;»
Η Ναπολιτάνα σηκώθηκε για να πιει λίγο νερό από το μίνι ψυγείο. Το στόμα της ξεραινόταν κάθε φορά που θυμόταν την ιστορία. Η ιστορία της δρούσε σαν το ρουφηχτήρι που έχει ο οδοντίατρος, σταγόνα δεν της άφηνε.
«Και; Πώς έφυγες τελικά;» τη ρώτησε. Άναψε κι άλλο τσιγάρο.
«Το πανηγύρι με έσωσε. Ή σώζομαι, ή θάβομαι σ’ αυτό το χωριό, αυτό σκεφτόμουν. Μ’ αυτό πορεύτηκα και ήμουν έτοιμη να τα παίξω όλα για όλα. Γινόταν ένα πανηγύρι στο διπλανό χωριό. Είδα την αφίσα κολλημένη σε ένα δέντρο στην πλατεία του χωριού που έμενα και σκέφτηκα ότι αυτή είναι η σωτηρία μου. Με τα πόδια πήγα στο διπλανό χωριό, ώρες μου πήρε, πώς δεν με έφαγαν τα σκυλιά στον δρόμο, είναι άξιο απορίας. Θαύμα ίσως. Με τα πόδια ματωμένα από τα αγκάθια έφτασα στο χωριό. Περίμενα να τελειώσει το πανηγύρι και να τα μαζέψουν.
Τα ξημερώματα, άρπαξα έναν μουσικό από το χέρι και του είπα πως τραγουδάω. Πως χορεύω. Πως… δεν ξέρω και εγώ τι, η ζωή μου κρεμιόταν από αυτόν, έπρεπε να με πάρει. Δεν θυμάμαι τι του είπα. Πως παίζω ένα σωρό όργανα, πως δεν θα βρει καλύτερη. Δεν του έδωσα περιθώριο να πει όχι. Χώθηκα μέσα στο βανάκι τους και διασχίσαμε τα βουνά. Στροφές ατέλειωτες, αλλά ήταν τόσο ωραίο το αεράκι…
Πρωί φτάσαμε στην Αθήνα. Δεν έμοιαζε και πολύ με αυτήν που έφτιαξα στο κεφάλι μου. Κι εγώ δεν είχα ιδέα από χορό, ούτε και νότα πλησίαζα, πιο φάλτσα δεν πρέπει να είχαν ακούσει… Και το μετά είναι μια άλλη ιστορία…»
Κοίταξε το ρολόι του. Βιαζόταν. Άργησε. «Την άλλη βδομάδα; Ίδια ώρα;» τη ρώτησε.
Του έγνεψε καταφατικά και έκλεισε την πόρτα. Κάθε φορά που έφευγε, ένα περίεργο κενό, ούτε ερωτευμένη να ήταν.
Άνοιξε λίγο το παράθυρο να ξεμυρίσει από την κάπνα. Πρωινό αεράκι. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε ένα κόκκινο κομπινεζόν. Γυαλιστερό. Παραγγελιά. Ο επόμενος πελάτης δεν ήταν σαν κι αυτόν, αυτός ήταν ο αγαπημένος της. Αυτός, σκάλες ανώτερος από όλους τους άλλους άντρες. Ήθελε να του μιλάει. Να του λέει την ιστορία της, τις ιστορίες της. Να ήταν όλοι σαν κι αυτόν…
Έφτιαξε και τα μαλλιά της και κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη. Αναρωτήθηκε τι θα κάνει όταν θα σταματήσει να περνάει η μπογιά της. Όταν το στήθος της πάρει την κάτω βόλτα. Και αν θα μάθει ποτέ τι απέγινε εκείνος. Ο αγαπητικός των τεσσάρων ημερών, αυτός που την έφερε σ’ αυτή τη χώρα. Κι αν τα φέρει η τύχη και έρθει ως πελάτης σ’ αυτό το ξενοδοχείο; Θα τη γνωρίσει; Με όλες αυτές τις μπογιές στο πρόσωπο και τα βαμμένα μαλλιά;
Δύο ώρες κενό. Προλάβαινε να βγει έξω να πάρει έναν καφέ στο χέρι και ίσως κι ένα κρουασάν φρέσκο. Μεγαλεία!
Ο επόμενος πελάτης ήταν στις οκτώ.