Scroll Top

Γιώργος Αγγελόπουλος | Το παιχνίδι

 

Το παιχνίδι

Εκείνο το βράδυ στο μπαρ κοιταζόμασταν όλη την ώρα. Μιλούσαμε με τα μάτια, μόνο μιλούσαμε και πίναμε, κι όταν κάποια στιγμή τα είχαμε πει όλα, με πλησίασες μεθυσμένη, έκατσες στο πλαϊνό σκαμπό και μου είπες ‘’καλύτερα που δεν γνωριζόμαστε. Τώρα μας χωρίζει μόνο η άγνοια του ενός για τον άλλον. Αν γνωριστούμε θα μας χωρίζουν δεκάδες πράγματα. Τώρα είμαστε απλώς άγνωστοι. Αν γνωριστούμε θα είμαστε εχθροί. Ναι, καλύτερα έτσι’’. Έκατσες σταυροπόδι, έγειρες λίγο το σώμα σου προς τη μπάρα τεντώνοντας αργά προς τα πίσω τους ώμους, χαμήλωσες ελαφρά το κεφάλι κι έσπρωξες με το δεξί σου χέρι τα μαλλιά σου προς τα δεξιά. Από τη μια στιγμή στην άλλη έβλεπα το λαιμό σου και στη θέα του ένιωσα ξαφνική ταραχή. Ήσουν όμορφη. Σε ήθελα. Ήταν σκοτεινά, μα διέκρινα στο λαιμό σου ένα σημάδι. Σε ρώτησα γι’ αυτό. Είπες ‘’είναι αποτύπωμα αγάπης. Σε λίγες μέρες δεν θα φαίνεται τίποτα. Έτσι είναι. Σε λίγες μέρες ποτέ δεν φαίνεται τίποτα. Εμείς μπορεί να το βλέπουμε για χρόνια. Μα εκείνο που χάνεται δεν πάει να πει ότι υπήρχε. Καταλαβαίνεις;’’. Σου είπα ‘’πριν λίγες μέρες έχασα ένα αγαπημένο βιβλίο. Μπορεί να μην το έχω, μα υπάρχει ακόμα κάπου’’. ‘’Το είχες διαβάσει;’’.‘’Δυο φορές’’. ‘’Δεν το χρειαζόσουν άλλο. Γι’ αυτό το έχασες. Και σου ήταν αγαπημένο επειδή μπόρεσε να σου πει πράγματα που ήξερες ήδη. Αλλιώς θα τ’ άφηνες στη μέση. Συγγνώμη που στο λέω, αλλά το αγαπημένο σου βιβλίο δεν υπήρξε ποτέ. Καταλαβαίνεις;’’. ‘’Για σένα τίποτα δεν υπάρχει;’’ σε ρώτησα.‘’ Υπάρχει. Εκείνο που όλοι παίρνουμε γι’ ανύπαρκτο. Απ’ όλα κείνα που είμαστε βέβαιοι  πως υπάρχουν, δεν υπάρχει τίποτα’’. ‘’Και ποιο είν’ αυτό;’’. ‘’Η ψυχή, φίλε μου’’. ‘’Και τι είναι η ψυχή’’. ‘’Δεν μπορεί να πει κανείς ούτε μια λέξη για την ψυχή. Γι’ αυτό κι υπάρχει’’. Έμεινες για λίγο σιωπηλή κι έπειτα είπες ‘’ μη μου δίνεις σημασία… αυτά που λέω, τώρα τα σκέφτομαι. Εσύ ζωγράφος ε;’’. ’’Πώς το ξέρεις;’’. ‘’Απ’ το σημάδι στο λαιμό σου’’. Γέρνω το κεφάλι μου προς τον ώμο για να δω το σημάδι, λες και θα ήτανε ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο. ‘’Τζάμπα προσπαθείς… χωρίς καθρέφτη δεν θα δεις ποτέ το σημάδι σου’’. ‘’Εξάλλου θα σβηστεί σε λίγες μέρες, σωστά;’’. ‘’Σωστά. Όμως εσύ θα συνεχίσεις να ζωγραφίζεις, σωστά;’’. ‘’Σωστά’’. Καπνίσαμε ένα τσιγάρο χωρίς να λέμε τίποτα. Που και που σε κοιτούσα. Σε ήθελα πιο πολύ τώρα. ‘’Σε θέλω’’ σου είπα. ‘’Τι αγαπάς και τι μισείς περισσότερο;’’ ρώτησες. ‘’Αγαπώ τη ζωγραφική και μισώ τους γονείς μου’’. ‘’Είσαι σίγουρος ότι τους μισείς;’’. ‘’Ναι… σε θέλω’’. ‘’Εγώ όχι ακόμα’’. ‘’Πότε;’’. ‘’Όταν θα ξέρω τα πάντα για σένα’’. ‘’Θα πάρει καιρό… κι εγώ σε θέλω τώρα’’. ‘’Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι; ’’με ρώτησες. ‘’Θέλω’’. ‘’Θα μιλήσει ο καθένας ένα λεπτό για τον εαυτό του, μα θα πρέπει στο τέλος να καταφέρουμε, ο ένας να νιώθει πως ξέρει τα πάντα για τον άλλον’’. ‘’Μα πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό;’’. ‘’Γίνεται. Φτάνει να μη χαραμίσεις το λεπτό σου για να μου πεις τι σπούδασες ή πού έχεις ταξιδέψει. Θα πρέπει να μιλήσει η ψυχή σου’’. ‘’Το μόνο πράγμα που υπάρχει’’. ‘’Ακριβώς’’ είπες και χαμογέλασες για πρώτη φορά. ‘’Ξεκίνα πρώτη’’. Άναψες ένα τσιγάρο, πήρες τρεις ρουφηξιές, ήπιες λίγο από το ποτό σου. Ξαφνικά η όψη σου άλλαξε. Για πρώτη φορά μού φαινόσουν ευάλωτη. Με μια θεατρική φωνή, άρχισες να μιλάς: ‘’ Πώς θα περάσουν τόσες ώρες. Ακόμα είναι βράδυ. Κι είναι όλη η νύχτα μπροστά μου. Ακόμα είμαι νέα. Κι είναι όλη η ζωή μπροστά μου. Θεέ μου, πώς θα περάσουν τόσα χρόνια. Πώς θα γεμίσουν έτσι που να μπορώ διαρκώς να ξεχνάω. Αχ, ας ήξερα μόνο τι είναι κείνο που ζητώ να ξεχνάω. Κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ, όπως όλοι οι άνθρωποι. Να βρω κι εγώ μιαν ασχολία. Έστω μία. Να είμαι κι εγώ καλή σε κάτι. Κάτι που θ’ αγαπήσω πραγματικά και θα του δώσω βάθος. Κάτι που θ’ αφιερώσω τη ζωή μου και που θα γεμίζει τις ώρες μου. Που θα γεμίζει εμένα. Μα μήπως δεν έχω προσπαθήσει. Τόσα και τόσα πράγματα. Θέατρο, τραγούδι, ζωγραφική, ποίηση – τόσα και τόσα. Στο τέλος όμως, μου δημιουργείται εκείνη η αίσθηση πως είμαι μέτρια. Μέτρια σε όλα. Καταλαβαίνω ότι εκείνο που πρέπει να κάνω είναι να κυνηγήσω τη ζωή, να είμαι δραστήρια και δημιουργική, το έχω καταλάβει αυτό, μόνο που δυσκολεύομαι να το νιώσω. Προς τι όλα αυτά, για ποιον, γιατί. Γιατί να είμαι καλή σε κάτι, γιατί να είμαι δημιουργική. Κι όσοι το κάνουν, γιατί το κάνουν. Για να κερδίζουν αποδοχή, λέω γω. Να δείχνουν σπουδαίοι. Στην πραγματικότητα δεν νιώθουν τίποτα. Τίποτα δεν κάνουν από γνήσια εσωτερική ανάγκη. Αν οι άνθρωποι ήταν αληθινοί, ξυπνώντας το πρωί, θα επέλεγαν να μείνουν στο κρεβάτι μια δυο ώρες χουζουρεύοντας, ύστερα να παραμείνουν στο κρεβάτι για ακόμα δυο τρεις ώρες πίνοντας δυο καφέδες και καπνίζοντας μισό πακέτο τσιγάρα, να σηκωθούν το απόγευμα και να φάνε ό τι πιο γρήγορο και εύκολο μπορούν, να βγουν λίγο πριν πέσει η μέρα και να περπατήσουν άσκοπα στην πόλη, να κάτσουν τρία τέταρτα να πιουν μόνοι τους έναν καφέ παρατηρώντας τους ανθρώπους, κι όταν βραδιάσει να γυρίσουνε σπίτι τους για να συνεχίσουν να σκέφτονται ό τι τους κατεβαίνει στο μυαλό. Δεν θα τους ενδιάφερε να είναι δημιουργικοί’’. Σταμάτησες να μιλάς. Παρέμενα κι εγώ σιωπηλός. ‘’Λοιπόν; Νιώθεις τώρα σαν να ξέρεις τα πάντα για μένα; Την αλήθεια πες μου’’. ‘’Ναι’’. ‘’Σειρά σου λοιπόν’’. Βυθίστηκα ολόκληρος μέσα στην ψυχή μου μένοντας για λίγη ώρα σιωπηλός. Ύστερα χαμήλωσα το βλέμμα μου και άρχισα να σου μιλάω: ‘’ Είμαι ζωγράφος. Εκείνο που με ξεχωρίζει είναι τα ζωντανά μου χρώματα. Τα μηνύματα που θέλω να περνάω είναι πάντα θολά, ακόμα και για μένα. Πάντα όμως κυριαρχεί μια πανδαισία χρωμάτων. Δεν ήμουν πάντοτε ζωγράφος. Παλιά ήμουν καμβάς. Και πολύ παλιά, προτού ακόμα εμφανιστεί η μνήμη μου, ήμουν ένας λευκός καμβάς. Σε αυτόν τον καμβά κάποιοι ερασιτέχνες ζωγράφοι έκαναν την πρακτική τους, χρησιμοποιώντας μόνο το μαύρο. Άπλωναν μαύρη μπογιά επάνω στον καμβά, άλλοτε την αφαιρούσαν, έπειτα ξανάριχναν, δημιουργώντας διάφορα σχήματα, πάντα όμως χρησιμοποιώντας το μαύρο. Κι εγώ που βρισκόμουν μέσα σ’ εκείνον τον καμβά, είχα συνδέσει τον κόσμο με κάτι που έμοιαζε με χάος. Καθώς μεγάλωνα γινόταν όλο και πιο ισχυρό ένα ένστιχτο που μου έλεγε ότι ο κόσμος δεν είναι αυτό το χάος και πως κάπου υπάρχει κρυμμένη μιαν ανείπωτη ομορφιά. Όταν αυτό το ένστιχτο έγινε γνώση, ξεπήδησα με ορμή από εκείνον τον καμβά και στάθηκα όρθιος αντικριστά του. Τον έβλεπα τώρα από απόσταση, είχα ελευθερωθεί, μπορούσα να παρέμβω και να ζωγραφίσω ό τι θέλω. Από τότε ανακάλυψα πολλά χρώματα και το μόνο που ζητούσα ήταν να δοκιμάζω όλους αυτούς τους συνδυασμούς χρωμάτων επάνω στον καμβά. Είμαι ζωγράφος. Κι όλοι λένε ότι ξεχωρίζω για τα ζωντανά μου χρώματα. Κανείς όμως δεν ξέρει ότι τα χρώματα αυτά τα χρωστώ στο χάος του παρελθόντος και σ’ εκείνους τους ερασιτέχνες ζωγράφους που για χρόνια πειραματίζονταν επάνω μου με το μαύρο. Ίσως αν δεν υπήρχαν εκείνοι οι ζωγράφοι να μην είχα ψάξει ποτέ μου τα χρώματα. Να μου είχαν δοθεί έτοιμα απ’ την αρχή, να μην εκτιμούσα τώρα την αξία τους. Να μην έβγαιναν έτσι ζωντανά τα χρώματά μου. Ευγνωμοσύνη λοιπόν στους ζωγράφους εκείνους’’. Σταμάτησα να μιλώ. Χαμήλωσα το βλέμμα έχοντας μια σοβαρή έκφραση. Εσύ έσβησες το τσιγάρο, σηκώθηκες, έβαλες την τσάντα στον ώμο και ήπιες μια γουλιά από το ποτό σου. Ύστερα έπιασες το χέρι μου και μου είπες ‘’πάμε’’.

Βιογραφικό Γιώργος Αγγελόπουλος