«Η επέλαση του τόπου»
Ο χρόνος, η μνήμη και ο τόπος, αξεδιάλυτα ρέουν μαζί στα λογοτεχνικά κείμενα δίνοντας στην κάθε ιστορία το ιδιαίτερο και μοναδικό της σχήμα. Αν, υποθετικά μιλώντας, αποκόπταμε από τα παραπάνω στοιχεία ένα από αυτά, το σίγουρο είναι ότι αυτό θα έφερε μέσα του το αποτύπωμα και των άλλων δύο.
Ο τόπος, και πιο συγκεκριμένα ο γενέθλιος τόπος, εμφανίζεται με αμείωτη ένταση στη λογοτεχνία από τα πρώτα της κιόλας δείγματα. Ο πόθος της συνεχούς επιστροφής στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε -στα πρώτα μας χρόνια, στο πατρικό μας σπίτι, στους παιδικούς φίλους, στους γονείς και στους παππούδες μας, στις αναμνήσεις μας- παίρνει τη μορφή ενός νόστου που δεν φέρει μόνο το άλγος αλλά, κατά την γνώμη μου, και μια παράδοξη ελπίδα «ανα-ζωής».
Όσο προχωρούμε μπροστά, τρώγοντας με τα βήματά μας τον χρόνο, πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά στο τέρμα της διαδρομής, τόσο περισσότερο, κοιτάζοντας προς τα πίσω, νοσταλγούμε την αρχή της. Η επιστροφή στην χαμένη «πατρίδα», στον οικείο εκείνον τόπο από τον οποίο νιώθουμε ότι προερχόμαστε, η επιστροφή στον τόπο του μητρικού μας λόγου, στον ίδιο αυτόν τόπο του λόγου από τον οποίο είμαστε φτιαγμένοι, το ενδεχόμενο αυτής της επιστροφής, έρχεται ως βάλσαμο απέναντι στον απέραντο φόβο για την ξένη «αντι-πατρίδα» που απλώνεται μπροστά μας.
Στόχος μας γίνεται έτσι ο γυρισμός στο σημείο της εκκίνησης, η ανάστροφη πορεία από το χαοτικό άγνωστο, προς το ασφαλές γνωστό, τη μήτρα που μας γέννησε. Προσβλέποντας σε μια εκ νέου συνεύρεση με τον «προ-εαυτό» μας, πορευόμαστε αντίστροφα λαχταρώντας ξανά την γέννα μας, μια συνεχή γέννα, μια επαναλαμβανόμενη, ει δυνατόν, αρχή. Το σημείο εκκίνησης γίνεται προορισμός μας. Τι συμβαίνει όμως όταν κάποιος συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει πια καμία γη για να επιστρέψει;
Ένας τόπος άτοπος παίρνει τότε τη θέση αυτού που ακαταπαύστως αναζητούμε, ή ίσως ένας τόπος τόσο μικρός που χωράει στο σπυρί ενός ρυζιού στη χούφτα μας, ή τόσο μεγάλος που, διαστελλόμενος, ταυτίζει τα όριά του με το αχανές του σύμπαντος. Κι είναι τόσο ραγδαία η επέλαση του ιδεατού αυτού τόπου εντός μας, της ζωοδότρας αυτής νοσταλγίας για την χαμένη πατρίδα-μήτρα μας, που ρέοντας με ορμή τα καταπίνει όλα: τον χρόνο, την μνήμη, τον λόγο, τους ανθρώπους που νομίσαμε πως για πάντα αγαπήσαμε.
«Η γενέθλια γη, άμα τη χάσεις κάτω από τα πέλματά σου και δεν την πατάς πια, παύει να είναι από χώμα, φου της κάνεις και πάει αποδώ, φου και πάει αποκεί, γίνεται σύννεφο (ενδογαλαξιακή σκόνη;), ανοίγεις το στόμα και την καταπίνεις, χλαπ, όπως τον θάνατο αυτού που σε γέννησε, χους εις χουν εις νεφέλην (τι φης; νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;) κι έτσι γίνεται και λέμε μετά πως τους γονείς, τους παππούδες και τους πιο παλιούς προγόνους μας (και τα παιδιά και τα εγγόνια και τα εγγόνια των εγγονών μας;) σαν παραφουσκωμένες μπάμπουσκες τους κουβαλάμε μέσα μας –όλο και πιο συρρικνωμένους, όλο και πιο συμπυκνωμένους καθώς ο καιρός περνά κι η μια μπάμπουσκα τρώει την άλλη».
[Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα της Βίκυς Τσελεπίδου Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;, Νεφέλη, 2017]
* Η Βίκυ Τσελεπίδου (Καβάλα, 1975) σπούδασε νομικά, επικοινωνία και δημιουργική γραφή. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Ελενίτ» (Νεφέλη, 2014) που συμπεριλήφθηκε στις βραχείες λίστες των περιοδικών Αναγνώστης και Κλεψύδρα για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, το μυθιστόρημα «Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;» (Νεφέλη, 2017) το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, τη νουβέλα «Φιλελλήνων» (Νεφέλη, 2018) που επίσης συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα του περιοδικού Αναγνώστης. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους, καθώς και σε ποικίλα περιοδικά και εφημερίδες. Τελευταίο της βιβλίο το μυθιστόρημα «Ο Μεγάλος Σκύλος» (Νεφέλη, 2020).