Έγκλημα στην Εύβοια
Είχα κάποτε μια φίλη που την έλεγαν Λέυλα. Ήταν πραγματικά πανέμορφη, μελαχρινή, σπαθάτη με μελαψό δέρμα και μακριά μαλλιά στο χρώμα του χαλκού. Από μικρή ήθελα να έχω λίγη από τη μαγική αύρα, που έκανε άντρες και γυναίκες να κοιτάνε εκείνη και μόνον εκείνη όταν περπατούσαμε μαζί στους δρόμους της γειτονιάς που μεγαλώσαμε. Ήθελα να έχω τα γεμάτα χάρη δάχτυλά της που χάιδευαν άλλοτε τρυφερά και απαλά τους γοφούς της και άλλοτε προκλητικά όταν την είδα πρώτη φορά να χορεύει στην πατρίδα της, τον Λίβανο.
Η Λέυλα ήταν ο μόνος μου σύνδεσμος με τον έξω κόσμο – έξω από την γειτονιά κι έξω από την Ελλάδα. Αγαπούσα το σπίτι της που μύριζε οικογένεια, αγαπούσα τα φαγητά της μαμάς της που ήταν πάντα πιο νόστιμα από τα δικά μας, αγαπούσα τα ρούχα της που ήταν πιο γουστόζικα από τα δικά μου κι έτσι –χωρίς να το καταλάβω− έγινα η σκιά της. Έκανα ό,τι μου ζητούσε χωρίς να ρωτάω γιατί και χωρίς κανέναν δισταγμό. Ήμουν κάτι σαν επίσημη κυρία της αυλής της, ένα είδος dame de compagnie, αν και στην περίπτωσή μου ήμουν περισσότερο ένα μικρό κορίτσι που υπηρετούσε το ίνδαλμά του. Και μέσα μου, βαθιά μέσα μου, αλλά χωρίς αυτό να επηρεάζει τις πράξεις και τα αισθήματά μου για κείνην, ήθελα να’μαι εγώ η Λέυλα, που τα είχε όλα. Μια μέρα της το εξομολογήθηκα. Και για να με παρηγορήσει –πονόψυχη όπως ήταν πάντα− μου είπε: «Καλύτερα συνηθισμένος άνθρωπος στον τόπο σου, παρά ξεχωριστός στα ξένα».
Εκείνη τη χρονιά, με πήρε μαζί της στον Λίβανο. Ήμασταν κι οι δυο σχεδόν εικοσάρες κι η Λέυλα είχε να επισκεφτεί την πατρίδα της χρόνια – από τον εμφύλιο του 1975. Δεν είχα ξαναταξιδέψει στο εξωτερικό κι απ’τα ταξίδια που έκανα κατόπιν κανένα δεν με μάγεψε όσο εκείνο.
Περπατούσαμε κατά μήκος της οδού Χάμρα, πιασμένες χέρι-χέρι, χαζεύοντας τα αμέτρητα καφενεία που ευωδίαζαν καφέ με κάρδαμο και βαρύ τουμπεκί του ναργιλέ, συνεπαρμένες από τη θέα των αρρενωπών αγοριών που τοποθετούσαν τα καρβουνάκια στο καπάκι του λουλά, αργά και προσεκτικά σαν μέρος μιας μυστικής ιεροτελεστίας.
Δεξιά κι αριστερά αυτού του εμπορικού δρόμου, βλέπαμε τις κούκλες στις βιτρίνες ντυμένες με τις χρυσοκέντητες ολομέταξες κελεμπίες που ήταν σαν ν’ανταγωνίζονταν η μια την άλλη σε χρώματα και σχέδια. Ήταν σαν να’παιρναν ζωή μέσα απ’το καθηλωμένο μας βλέμμα, σαν να μεταμορφώνονταν σε πραγματικές γυναίκες που λικνίζονταν φορώντας τα μαγικά ρούχα και μας συνόδευαν κατά μήκος της Χάμρα μέχρι την Κορνίς, δίπλα στην θάλασσα, κουρδίζοντας όλες μας τις αισθήσεις.
Ακούγαμε το θρόισμα από το άγριο μετάξι των φορεμάτων τους, μυρίζαμε την γαργαλιστική μυρωδιά των φρεσκοψημένων ξηρών καρπών, και γευόμασταν στα χείλη μας την αρμύρα που η απαλή θαλασσινή αύρα φυσούσε πάνω στα πρόσωπά μας στο τέλος της πρωινής μας βόλτας. Στο τέλος, οι πολύχρωμες μικρές θεές μας κερνούσαν μια μπουκιά από τα γλυκά της Βηρυτού κι εξαφανίζονταν να ξελογιάσουν τους επόμενους περαστικούς τουρίστες.
Όλα τα έβλεπα μέσα από τα μάτια της Λέυλα. Μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού που νοσταλγούσε τον τόπο του και πονούσε γι’αυτόν, που καμάρωνε κι ενθουσιαζόταν στην παραμικρή ανάμνηση. Ακόμα και κείνην την ώρα, όταν σταθήκαμε μπροστά στο μισογκρεμισμένο και ερειπωμένο σπίτι της, ήθελα να’μαι εγώ η Λέυλα που έκλαιγε με βουβό δάκρυ.
Το πιο συγκλονιστικό όμως, το πιο αξιοπερίεργο κι αλησμόνητο ήταν ότι όταν περπατούσαμε μαζί, όλοι κοιτούσαν με θαυμασμό εμένα και μόνον εμένα. Η Λέυλα μου εξήγησε : «Είναι το χρώμα του δέρματος. Είναι διαφορετικό. Το μεγαλύτερο προσόν ή το μεγαλύτερο μειονέκτημα σε μια ξένη χώρα».
Γυρίσαμε στην Ελλάδα ενθουσιασμένες με το ταξίδι μας στον Λίβανο. Στην αρχή μιλούσαμε διαρκώς γι’ αυτή τη χώρα, με λεπτομέρειες και με υπερβολές. Αγαπούσα την Λέυλα όσο ποτέ άλλοτε γι’αυτό το αξέχαστο δώρο που μου είχε κάνει.
Το ίδιο καλοκαίρι ξέσπασε η μπόρα. Η Λέυλα έπρεπε να φύγει από το σπίτι, από τη γειτονιά, από την Αθήνα. Ο πατέρας της είχε πέσει έξω με τη δουλειά του, πουλούσαν το σπίτι, το αυτοκίνητο, τα κοσμήματα της μητέρας της για να πληρώσουν το χρέος. Απελπίστηκα σαν να συνέβη η καταστροφή στη δική μου οικογένεια. Για χρόνια αργότερα κοιτούσα με μισό μάτι τους γείτονές μας καθώς περνούσα έξω από το παλαιό σπίτι της Λέυλα. Ένιωθα σαν κάποιος να είχε ακυρώσει την παιδική μου ηλικία.
Η επαφή μου μαζί της ήταν πλέον τηλεφωνική. Ζούσε με τους γονείς της στην Εύβοια, δούλευε σ’ένα night club, είχε ένα αγόρι και τα πήγαιναν πολύ καλά. Η Λέυλα είχε πάντα πολλά να διηγηθεί για την καθημερινότητά της. Εγώ ήμουν φοιτήτρια – είχα επιτέλους περάσει στο Πολυτεχνείο− αλλά ένιωθα βαρετή κι έτσι όταν τηλεφωνιόμασταν περισσότερο άκουγα παρά μιλούσα. Άκουγα τις εκμυστηρεύσεις της και τις καθημερινές της αναφορές για το τι έκανε και που πήγε σαν να ήμουν ένα άψυχο ημερολόγιο. Ακόμα ήθελα να’μαι εγώ η Λέυλα, που δούλευε, που είχε αγόρι, που είχε ζωή.
«Τι νέα;» με ρωτούσε καλοσυνάτα πάντα πριν αρχίσει.
«Τα ίδια. Τα δικά σου;» απαντούσα εγώ. Κι άρχιζε εκείνη να μου διηγείται τα νέα της.
Σταδιακά, οι αναφορές στον φίλο της τον Γιάννη ελαττώθηκαν. «Δεν τα πάμε καλά, μαλώνουμε, στενοχωριέμαι» μου’λεγε. Κάποια στιγμή τον άφησε για κάποιον άλλον. Λίγες εβδομάδες αργότερα έγινε το κακό. Ο Γιάννης, εκτός εαυτού από ζήλεια, την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια. «Έγκλημα στην Εύβοια» έγραψαν οι εφημερίδες. Μου τηλεφώνησε η μητέρα της. Δεν άντεξα να πάω στην κηδεία. Ούτε να πάω στο Πολυτεχνείο, ούτε να φάω, ούτε να κοιμηθώ μπορούσα. Το μόνο που ήθελα ήταν να διαβάζω ξανά και ξανά τις εφημερίδες με τις λεπτομέρειες του εγκλήματος και τους δημοσιογράφους να αποκαλούν την Λέυλα «καλλονή». Ακόμη και τότε ζήλευα.
Μετά από τέσσερα χρόνια τελείωσα τις σπουδές. Έκανα άλλες φίλες, πιο συμβατικές, πιο κοντά σε μένα. Σεξουαλική εμπειρία δεν είχα ακόμα. Μέχρι που με τον πρώτο μου μισθό – έκανα ιδιαίτερα σε μαθητές Γυμνασίου − ξαναπήγα στην Βηρυτό. Ταξίδεψα με την Ερατώ, καινούργια φίλη από την καινούργια μου γειτονιά.
Περπατήσαμε στα ίδια μέρη που είχα περπατήσει με την Λέυλα, φάγαμε τα ίδια φαγητά, μυρίσαμε τις ίδιες μυρωδιές. Τη νύχτα πριν επιστέψουμε στην Αθήνα, έκανα πρώτη φορά έρωτα μ’έναν άγνωστο που γνώρισα στο ξενοδοχείο που μέναμε. Ήταν η πρώτη φορά που είχα νιώσει σίγουρη ότι αγαπούσα κάποιον και ήθελα με όλη μου την ψυχή να του κάνω αυτό το δώρο.
«Μα γιατί μ’αγαπάς;» με ρώτησε παραξενεμένος ο Μούντι πριν χωρίσουμε.
«Είναι το χρώμα του δέρματος» του απάντησα μόνο.