Ακροπατεί πάνω στην κόκκινη στέγη κρατώντας στην αγκαλιά του κάτι. Κάτι τυλιγμένο με τρυφερότητα και ανάγκη, κάτι προσφιλές και συνάμα μυστικό. Ο νεαρός εραστής διασχίζει το Παρίσι και επιστρέφει στο σπίτι του λίγο πριν το χάραμα, μέσα στο κόκκινο φως της μέρας. Τον πλησίασα φτερουγίζοντας και τιτιβίζοντας φαν το μα, φαν το μα, πού πη γαί νεις; Εκείνος ξαφνιάστηκε και κόντεψε να πέσει, αλλά τα εικοσιπέντε ριζικά του τον συγκράτησαν. Είδα πως μέσα στην αγκαλιά του κρατάει μια καρδιά. Μια καρδιά που το τραγούδι του παλμού της μετράει τον χρόνο. Χρόνο ρευστό που ενώνει το τώρα με το πριν και το μετά, που τον ταξιδεύει από τα περασμένα, τότε που έτρεχε ανέμελος στους κήπους να κυνηγά πουλιά, να κυνηγά κορίτσια, να κυνηγάει την φωτιά που έχει ανάμεσα στα σκέλια, να πηδάει πάνω από τον φράχτη του σπιτιού, να τρέχει στους δρόμους, ελεύθερος. Όπως τώρα που με το πρώτο φως της αυγής πάλι ελεύθερος και τροπαιοφόρος, επιστρέφει χορτασμένος έρωτα, περνώντας από στέγη σε στέγη, από ταράτσα σε ταράτσα, με μια ερωτευμένη καρδιά στην αγκαλιά του.
Επιστρέφει στην κάμαρα του, εκεί κοντά στην Αψίδα του Θριάμβου, στην κάμαρα που στους τοίχους της κρέμονται καρδιές γυναικών. Μόνο που στην τελευταία ταράτσα τον περιμένει η Ελβίρα, με κρυμμένο μαχαίρι.