Δημήτρης Χριστόπουλος, Δωδεκάτη Φεβρουαρίου, The End, εκδ. ποταμός
Σημείο Μηδέν – Μόνο ένα R.I.P. «…και ξεμπερδεύεις στο άψε σβήσε…»
Γράφοντας για τη νέα συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χριστόπουλου, συναντώ μια αφηγηματική συνέχεια που παραπέμπει περισσότερο σε μυθιστόρημα και μάλιστα, ίσως να αποτελεί και πρόταση για τη μυθιστορηματική αφήγηση. Ένα κείμενο με πλείστες αρετές, το οποίο κατά τη γνώμη μου, μας βρίσκει ως αναγνώστες στην ωριμότερη περίοδο της συγγραφικής του πορείας. Ο χρόνος και ο χώρος συμπυκνώνονται για να υπάρξουν στις ιστορίες του κινηματογραφικά, ενώ οι μικτές αφηγηματικές τεχνικές με τις οποίες χτίζει την πλοκή και την αφήγηση καθιστούν το παρόν πεζογράφημα υποδειγματικό. Η ιστορική αφήγηση συνομιλεί αβίαστα, με τις κινηματογραφικές και τις αφηγηματικές τεχνικές. Συχνά, ακούγονται οι οδηγίες του σκηνοθέτη, δημιουργώντας ένα περιβάλλον, όπου οι ρεαλιστικές εικόνες συνεργάζονται ακόμα και με ποιητικές περιγραφές. Επιπλέον, το μαγικό στοιχείο δεν εγκαταλείπει ούτε σ’ αυτήν τη συλλογή την πένα του Δ. Χριστόπουλου. Πρόκειται λοιπόν για ένα σύνθετο έργο με πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, όπως άλλωστε και όλα τα έργα του Χριστόπουλου. Ο πρόλογος του Κώστα Φέρρη προϊδεάζει πολιτισμικά για το περιεχόμενο της συλλογής, καθώς επιχειρεί, με τη δύναμη των εικόνων και της ανάδρομης αφήγησης, να τη συνδέσει με την ιστορία της γένεσης του κινηματογράφου, αλλά και τη λειτουργία του: «Ναός, Μαυσωλείο, Μουσείο, με το λειτουργικό τους ή τα κινούμενα εκθέματα, η κινηματογραφική αίθουσα είναι ένα Μυστήριο.»
Στο αφηγηματικό σύμπαν του Χριστόπουλου καταγράφονται καρέ καρέ ιστορίες που διαπλέκονται γύρω από μία ημερομηνία που σημάδεψε το ιστορικό κέντρο της πόλης: Τη 12η Φεβρουαρίου του 2012. Οι ιστορικές αναδρομές βαδίζουν χέρι χέρι με τους χαρακτήρες του και χάνονται στα βάθη της ιστορίας της πόλης της Αθήνας και όλα αυτά με τη θλιβερή αφορμή της πύρινης καταστροφής των δύο κτιρίων, όπου στεγάζονταν οι δύο κινηματογραφικές αίθουσες: του Αττικόν και του Απόλλων(α). Πρόκειται για μια πολιτισμική κατάθεση με πολιτικές διαστάσεις, ένα ευρύ «κατηγορώ», που απευθύνεται στα γεγονότα και τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε δύο χρόνια πριν την συγκεκριμένη ημερομηνία που αποτελεί και τη θεματική του βιβλίου. Ένα «κατηγορώ» που εκφράζεται χωρίς να υψώνει το δάχτυλο, αλλά με μια σχεδόν βουβή, θλιμμένη μαρτυρία, εντός της οποίας εμπλέκονται βιωματικά στοιχεία και στοιχεία ιστορικής έρευνας που συγκλονίζουν. Ο Χριστόπουλος καταγράφει την αθέατη πλευρά της ιστορίας επιτρέποντας στον αντικειμενικό της ρόλο να λειτουργήσει υπέρ του δικαίου.
Η αφήγηση, ως προς την εστίαση ποικίλει με έναν αριστοτεχνικό τρόπο, αφού εναλλάσσονται πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, ενώ το είδος αφηγητή δεν είναι πάντα εξωδιηγητικό. Η οπτική γωνία αλλάζει για να εξυπηρετήσει την ιδιαίτερη αφηγηματική στάση του συγγραφέα, αφού καταλήγει, στιγμές, μέχρι και στην εσωτερική εστίαση. Ο συγγραφέας μπορεί να αφηγείται ή να συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του, ωστόσο και πάλι εξω – ενδο –διηγηματικά, αφού τα στιγμιότυπα αυτά περιλαμβάνουν μια απεύθυνση προς τον ίδιο τον συγγραφέα, «Μην κουνάς το κεφάλι, δεν το παίζω έξυπνος, διδάσκω ιστορία στο σχολείο και λέω να χρησιμοποιήσω ως πρωτογενή πηγή τη δική σου περίπτωση…» (σ. 151).
Οι χαρακτήρες του είναι πρόσωπα που συνδέθηκαν συναισθηματικά, αλλά και ουσιαστικά, τόσο με την ιστορία των δύο κτιρίων, όσο και με την ίδια τη στιγμή της καταστροφής τους. Στιγμές, σαν στοπ καρέ, βίοι παράλληλοι, ταινίες σύμβολα, παραλληλισμοί, ανθρώπινες ιστορίες της διπλανής πόρτας, πρόσωπα και γεγονότα που συνδέονται διαχρονικά με την οικονομική διαχείριση του κράτους, κοινωνικά στερεότυπα, κοινωνικές και ταξικές διαφορές, τίτλοι ταινιών, μουσική, περνούν από τα μάτια του αναγνώστη σε μια κινηματογραφική ατμόσφαιρα, δίνοντας πολύ συχνά την αίσθηση του ασπρόμαυρου φίλμ.
Η δωδεκάτη Φεβρουαρίου αποτελεί για το αφηγηματικό σύμπαν έναρξη μιας παρακμής. Περιγράφει την εικόνα μιας μητρόπολης και κατ’ επέκταση μιας χώρας που αλλοτριώνεται, διαφεύγει τραγικά από το πολιτισμικό της κέντρο, μεταμορφώνεται, αρρωσταίνει και αργοπεθαίνει πολιτισμικά. Η θλίψη, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, σκοντάφτουν στο κατώφλι του χρόνου για να συναντήσουν ένα παρελθόν που προβάλει στην αφηγηματική οθόνη του Χριστόπουλου αναζητώντας τη δικαίωση. Συνεργάζονται για την αποκατάσταση της αλήθειας, για να αποδώσουν τιμές σε ανθρώπους και αξίες που θυσιάστηκαν άλλοτε άδικα και άλλοτε από επιλογή, όπως στην περίπτωση της Μαντόνας των Εξαρχείων.
Η Βιολέτα, είναι μια περσόνα, η θεϊκή φωνή της οποίας, σχεδόν ακούγεται σαν αντίλαλος να πλημμυρίζει τον χώρο της αφήγησης, εντός και πέριξ των θρυλικών σινεμά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων. Ένα από τα αερικά που θυσιάστηκαν εκούσια και ακούσια συνδέοντας τη ζωή και τον θάνατό τους με τα δύο αυτά κτίρια. Είναι και η Ζαφειρούλα, η καθαρίστρια του Αττικόν, που συνομιλεί με την Αμαλία Καραπάνου τη σύζυγο του Κωνσταντίνου Καραμανλή καθώς, «…γίνεται κοχύλι και παραμιλά με λόγια άφθαρτα στα μεγάλα φυτά των αιθουσών». Τα φυτά που ως εκ θαύματος λειτούργησαν ως αντιπυρικός μανδύας, σώζοντας τις αίθουσες από την πύρινη λαίλαπα. Είναι ο Βήχος, ο λησμονημένος «Άδωνις» πρωταγωνιστής της προπολεμικής ασπρόμαυρης ταινίας, με τίτλο «Δάφνις και Χλόη» και ο Ταξιάρχης, που πολύ θα ήθελε να είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει σώζοντας τις αίθουσες προβολής, που ανοίγει τα λευκά φτερά του, καθώς εγκαταλείπει το δωμάτιο της εντατικής. Που το σώμα του, βαριά τραυματισμένο, πετά πάνω απ’ την πόλη, αρνείται να την αποχωριστεί και ίπταται ως άγγελος προστάτης.
Παραλληλίζοντας άλλοτε τη ζωή και άλλοτε την καθημερινότητα των χαρακτήρων του, ο Χριστόπουλος προβάλει, σαν ταινίες, στην οθόνη του αναγνώστη τις ζωές τους. Ταυτόχρονα, προσφέρει γνώσεις από την έρευνά του, σε μια επιτυχημένη προσπάθεια να συνδέσει ιστορικά και θεματικά τους χαρακτήρες του με το συγκεκριμένο συμβάν και την ιστορία που κουβαλούν τα δύο αυτά θρυλικά σινεμά. Άνθρωποι που συνέβαλαν τα μάλα στην κινηματογραφική ιστορία, είτε ως δημιουργία είτε ως αποτέλεσμα, συνδέονται θεματικά, διατηρώντας μια συνέχεια η οποία εδραιώνει τη στιβαρότητα της θεματικής του βιβλίου. Ο Σάμης, ταμίας «Από το 1933… της αρχαιότερης αίθουσας προβολής στην Αθήνα.», εβραϊκής καταγωγής, ανάπηρος πολέμου, ο Ιορδάνης, χειριστής μηχανημάτων κινηματογραφικών ταινιών, ο ταχυδρόμος από το εξαιρετικό διήγημα “Il postino”, Ο Εδουάρδος Φιτζέραλντ Λω, η Αιμιλία Σταϊνχάουερ, μεταφράστρια υπότιτλων, ακόμη και ο γνωστός στους κατοίκους του κέντρου – και όχι μόνο – σκύλος σύμβολο, ο Κανέλος, στο ξεχωριστό διήγημα με τίτλο «Η πόλη των σκύλων», ξεδιπλώνουν τον ίδιο πλάγιο, ήσυχο, ανθρώπινα καταγγελτικό πολιτικό λόγο, καθώς ξεδιπλώνονται οι ζωές τους.
Η νέα πραγματικότητα είναι γεγονός. Εγκαθιδρύεται. Ο ρεαλισμός κτυπά την πόρτα της αφηγηματικής ροής, καθώς αφήνει χώρο στο μαγικό στοιχείο, με στόχο ν’ απαλύνει παραμυθικά το αναπόδραστο από το τέλος μιας εποχής. Ο κινηματογράφος προσωποποιείται σ’ ένα καταληκτικό διήγημα με τίτλο “Rest in peace”, όπου η απεύθυνση εμπλέκει τον συγγραφέα σε μια συνομιλία – αναστοχασμό, έναν εσωτερικό μονόλογο, καθώς εναλλάσσεται το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο, για να καταλήξει σε μια θλιβερή διαπίστωση. Ένα τέλος χωρίς τέλος. Δεν υπάρχει «The End» σ’ αυτήν την ιστορία. Μόνο ένα R.I.P. «…και ξεμπερδεύεις στο άψε σβήσε και είσαι μέσα στο πνεύμα της εποχής. Καλό Παράδεισο και τα συναφή δεν έχει στη δική μου περίπτωση. Εγώ είμαι, ανόητοι, αυτοπροσώπως, ο Παράδεισος.
Βασιλικός σταύλος εγεννήθην και πάρκιγκ μοτέλ έσομαι.»