Scroll Top

Σπονδές Πεζογραφίας της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Ευγενία Μακαριάδη “Το γέλιο των σκύλων”

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Οι βιβλιοπαρουσιάσεις, δεν είναι παρά η αγάπη και το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη λογοτεχνία. Στη στήλη αυτή, πάντα με σεβασμό και εκτίμηση στο έργο ελλήνων λογοτεχνών, η γράφουσα θα καταθέτει τις αναγνώσεις της παρουσιάζοντας συνοπτικά εκδόσεις ελλήνων πεζογράφων.

Ευγενία Μακαριάδη, Το γέλιο των σκύλων, εκδόσεις Βακχικόν

«Όπως ένα παιδί από λάσπη αλλά όχι λάσπη. Και όχι παιδί. Μόνο ανάγκη». (Σ. Μπέκετ)

Η Ευγενία Μακαριάδη μοιάζει ακούραστη. Από το πρώτο της συγγραφική παρουσία έχουν περάσει εικοσιτέσσερα χρόνια, όταν έδωσε για πρώτη φορά το εκδοτικό της παρόν με το κείμενό της (Μύριαμ και Χάνα, εκδ. Λιβάνη 2001), το οποίο ειδολογικά κατατάσσεται ως μυθιστόρημα. Από τη μακρόχρονη σιωπή της γεννιούνται δύο συλλογές διηγημάτων: (Ψευδάνθρακας και άλλες ιστορίες, Βακχικόν 2019) και (Το ράγισμα, εκδόσεις Βακχικόν, 2021). «Το γέλιο των σκύλων», είναι η τρίτη της συλλογή διηγημάτων.

Η Ευγενία Μακαριάδη εμφανίζεται ωριμότερη και νεοτερικότερη, αφού τολμά και επιτυγχάνει να παρουσιάσει ένα αφηγηματικό σύμπαν, το οποίο υπηρετεί το παράλογο. Ψυχώσεις, παιδικά τραύματα, ενδοοικογενειακή βία, βιολογική και κοινωνική ταυτότητα, πένθος, εγκατάλειψη, βία, φόνοι, θάνατος, ακόμα και πολιτικές, κοινωνικές και οικολογικές ανησυχίες, είναι τα θέματα που απασχολούν τους χαρακτήρες της Ευγενίας Μακαριάδη, όπως στο διήγημα με τίτλο: (Αμμόλοφος, σ. 82).

Στις ιστορίες της επικρατεί η αποδόμηση, όπως στην περίπτωση της σύγχρονης Αλίκης (στη χώρα των τραυμάτων), στο ομότιτλο διήγημα της συλλογής,η οποία καταφεύγει στη φαντασία για να αντέξει την οικογενειακή απόρριψη, τη σκληρότητα τον κοινωνικό ρατσισμό, «Είμαι δεκατριών. Γεύμα στον κήπο με συγγενείς, χωρίς εμέ­να στο τραπέζι. Έχω μεγαλώσει, δεν χωρώ σε κουφάλες δέντρων. Αδύνατη, με μακριά, ξανθά μαλλιά, δεν ένιωθα ότι μπορεί να θέλξω κάποιον. Περπατώντας στο δάσος, κάποιος με ρίχνει κά­τω και με σέρνει από τα μαλλιά σαν σακί στο υγρό χώμα. Εγώ τρέμω, η Μπουκιά γαβγίζει, εκείνος ζέχνει κρασί, βρίζει, φαί­νεται ότι με ξέρει, φωνάζει “χαζο-Αλίκη” και ρίχνει το κεφά­λι του ανάμεσα στα μπούτια μου. Mάτωσα. Ήταν θείος μου.» (σ. 34)

Το αφηγηματικό σύμπαν της Ευγενίας Μακαριάδη, λοιπόν, υπηρετεί την αποδόμηση με έναν τρόπο, αφού κινείται μεταξύ ειδολογικών ορίων και τούτο είναι ένα στοιχείο που το καθιστά μεταμοντέρνο. Πρόκειται για εκείνη τη μοντέρνα επαναπινενόηση του τραγικού της ανθρώπινης ύπαρξης, που συναντά κανείς σε έργα του Σ. Μπέκετ ή του Φ. Κάφκα, καθώς, υπαρξιακά, διαχέεται μια αναπόδραστη υπομονή, η οποία φαίνεται πως συνεχίζεται επ’ άπειρον. Εξάλλου η διακειμενικότητα, στέκεται συχνά αρωγός της, καθώς συναντάται συχνά στα κείμενά της. Ο Κιτς, η Χλόη Κουτσούμπελη, ο Πήτερ Παν, ο Ίρβιν Γιάλομ, ακόμα και η εικαστική εκπροσώπηση από τους Έντβανρντ Μούνκ, και του Κλιμτ. Επιπλέον, αναφορές στην αρχαία τραγωδία, όπου πλάσματα όπως οι Ερινύες ξεπηδούν, ακόμα και ο Αλέξανδρος Δουμάς με τους τρεις σωματοφύλακες, συνδράμουν στην οικοδόμηση του αφηγηματικού της σύμπαντος.

Η αφήγηση συχνά πρωτοπρόσωπη, εναλλάσσεται μεταξύ τρίτου και δευτέρου προσώπου για να εντείνει τη δραματικότητα, ενώ η φιλοσοφική και ψυχαναλυτική θεώρηση κατέχουν ξεχωριστή θέση στο αφηγηματικό της σύμπαν. Η γλώσσα απογυμνωμένη από περιττά καλολογικά στοιχεία, αφήνει τα ελάχιστα επίθετα να ενδυναμώσουν τα ρήματα κίνησης που κινούν τη θεατρικότητα των κειμένων της, δημιουργώντας περιγραφές όπου το παράδοξο και το παράλογο συνεργάζονται αρμονικά με τα όρια του μαγικού ρεαλισμού.

Αυτή είναι η γοητεία του σύμπαντος της Μακαριάδη.  Καταφέρνει, μέσα από τον ζόφο μιας ωμής πραγματικότητας να κρατά ερμητικά φυλακισμένο, έναν αγνό ρομαντισμό, μία μαγεία, όπως αυτήν που περιέχεται σ’ έναν ρεαλισμό που καταφεύγει στο μαγικό, στον χώρο του ονείρου και τολμά να δραπετεύει για να αγγίξει την παραδοξότητα.

Οι χαρακτήρες της καθ’ όλα υπαρκτοί περιγράφουν τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, καθώς βυθίζονται στα άδυτα της ύπαρξής τους για να αντλήσουν δύναμη, να συνεχίσουν ή να αποδεσμευθούν απ’ ό,τι του κρατά δέσμιους. Στη σ. 14, στο διήγημα με τίτλο «Η Λίμνη» η ηρωίδα εγκλωβίζεται σε μια μέση κατάσταση, η οποία γέρνει κυρίως προς την άλλη μεριά του σύμπαντος. Εκεί όπου κατοικούν ελεύθερες πια οι ψυχές των αγαπημένων. «Σήμερα θα έρθουν κουρασμένοι. Η μαμά πάντα αργεί, με­γάλο ταξίδι, διάρκειας εφτά χρόνων, μέχρι να φτάσει στο σπί­τι μας, το ίδιο κι ο Τάκης κι η Μαριώ κι η Ζαχαρούλα. Θα τους εκπλήξω, καθόλου επιδόρπιο σήμερα, μόνο εδέσματα./…. Μ’ αγκαλιάζουν, τους αρέσω, θαυμάζουν το βρόμικο και κουρελιασμένο δαντελέ­νιο μου./… Παρότι παίρνει ανάσες κάθε εφτά χρόνια, δεν στα­ματάει να θέλει να στολίζει την πεντάμορφη όπως όταν ήταν παιδί και ερωτευμένη με τον Τάκη κι ο Τάκης με κείνη. Τους βλέπει σαν τώρα να παίζουν κοντά στην όχθη της πεθαμένης λίμνης. Παίζουν το αντρόγυνο και ταΐζει ο ένας τον άλλον λι­χουδιές από λάσπες, χώματα, πέτρες, αράχνες, τσουκνίδες, ψόφια ποντίκια, αυγά βατράχων. Βρομίζονται από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, βρομίζουν κι εκείνο μαζί.»

Η Μακαριάδη επιλέγει για κάθε ιστορία της ένα ανοιχτό τέλος, εγκιβωτίζοντας στην αναγνωστική πρόσληψη τόσες εκδοχές για τη συνέχεια, όσες και οι αναγνώσεις. Ένας ωμός ρεαλισμός οδηγεί μοιραία σε υπαρξιακά δράματα και αναζητά τον δρόμο προς την απελευθέρωση. Ωστόσο, όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «Κάποιες προσπάθειες απεγκλωβισμού», δεν οδηγούν πάντα στην ελευθερία, αντιθέτως άλλες οδηγούν «στην καταστροφή, άλλες στον έρωτα, στη φαντασία, στο όνειρο μα και στο έγκλημα» // «Μαγειρεύω» λέει. Κι εγώ της λέω: «ό,τι πιάνουν τα χερά­κια σου γίνεται θαύμα». «Κι εκείνη λέει: «Σ’ αγαπώ». Κι εγώ της λέω: «Σε θέλω». Αφήνει το ριζότο, σβήνει το μάτι, πολλές φορές αφήνουμε το μάτι ανοιχτό και η μυρωδιά του καμένου μας ξυπνά, ο έρωτας λέει σε πάει σε τόπους ξεχασιάς. «Ναι, αγάπη μου» της λέω κι εκείνη λέει: «Ευτυχώς που δεν έχου­με καεί»/… σκέφτομαι τη δύναμη του έρωτα και λέω από μέσα μου έρωτας, έρωτας, έρωτας, όμως την ίδια δύναμη έχει κι ο θάνατος, θάνατος, θάνατος».

Ο χρόνος στο αφηγηματικό σύμπαν της Μακαριάδη κυλά σπάνια ευθύγραμμα, καθώς τον διακρίνει η ευλυγιστότητα. Είναι εύκαμπτος, και εύθραυστος. Παίζει μεταμηδενιστιστικά με το τραγικό παρόν και όλη της η δύναμη αφορά την προσπάθεια να απομηδενίσει κάθε είδους βεβαιότητα του τραγικού παρόντος. Ο χρόνος σπάει, ακολουθεί κβαντικούς νόμους και διασκορπίζεται σε παράλληλα σύμπαντα, συναντά το άπειρο, το επέκεινα και μεταμορφώνεται, καθώς οι χαρακτήρες εξαϋλώνονται, διαλύονται, καταβυθίζονται σε μία κάθαρση που προσομοιάζει στην τραγικότητα και στην κάθαρση όπως ορίζεται στην αρχαία τραγωδία.

Στο διήγημα «Πλατάνια», ο χρόνος κατακερματίζεται ημερολογιακά, μα και άχρονα και αόριστα σε μια αέναη βασανιστική επανάληψη, κάθε πρωί, μέρα τη μέρα. «Σηκώνεσαι ώρα εφτά κάθε πρωί. Πλένεις εμετούς, κάτου­ρα, αλλάζεις χεσμένες πάνες. Πετάς τη μάσκα και τα γάντια σου, κάνεις χλιαρό ντους. Όσο εκείνος μουγκρίζει, το νερό πέ­φτει ιαματικά στο σώμα σου, όπως τα νερά στους καταρρά­κτες Πόζαρ, κάτω από τα πλατάνια. Τώρα, ετοιμάζεις πρωι­νό, πρώτα το δικό σου. Τρως ήρεμα· χαμογελάς στον λεπτό σωλήνα του ονείρου. Νιώθεις όμορφα. Ο λεπτός σωλήνας γε­λάει δυνατά και φωνάζει: «Έκανες τα χάπια αχταρμά». Νιώ­θεις όμορφα. Εγκατέλειπον ημάς. Έλεος.»

Παρόλο που δεν υφίσταται ο όρος επιβράδυνση στα κείμενα της Μακαριάδη, αφού η μικρή φόρμα, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, σπάνια τη χρειάζεται, σε κάποια, με όχημα τους ελεύθερους διαλόγους, η λειτουργία της επιτάχυνσης στήνει ένα θεατρικό σκηνικό. Ωστόσο, η λειτουργία της επιτάχυνσης δεν εξυπηρετεί μόνο την οικονομία της αφήγησης, αλλά είναι η ίδια η επιταχυντική τεχνική που ξετυλίγει την πλοκή και εξελίσσει τον αφηγηματικό ρου της κάθε ιστορίας.

«Πώς είσαι σήμερα, Σέβη;»
«Αγωνιούσα να έλθω».
«Το Σέβη;»
«Σ’ το ’πα, από Σεβαστή».
«Ναι, σωστά. Θέλω να μου απαντήσεις νηφάλια. Έχεις μα¬χαίρι στα χέρια, ποιον θα ’θελες να σκοτώσεις;»
«Στο όνειρό μου;»
«Ή στο όνειρό σου ή και ξύπνια».
«Όλους, γιατρέ. Όλους».
«Όταν λες όλους;»
«Πρώτα τον σκύλο με το κορίτσι μαζί. Στα δεκάξι του έβγαι¬νε έξω μεσάνυχτα με τον Μπαξ να την ακολουθεί. Την έψαχνα κλαίγοντας».
«Ο Μπαξ;»
«Ο σκύλος της».

Θα έλεγε κανείς πως η εσωτερικότητα των κειμένων της Μακαριάδη,  εκπροσωπείται από τη φράση του ήρωα του Μπέκετ, Μαλλόυ, σ’ ένα από τα έργα της τελευταίας του τριλογίας, «Ας κάνουμε πως είμαι μόνος στον κόσμο, ενώ είμαι ο μόνος απών». Το περιεχόμενο και κυρίως το νόημα αυτής της φράσης γίνεται το όχημα για να εξελιχθεί ο αφηγηματικός καμβάς της, για να χωρέσει εκείνη την αθέατη πλευρά της ζωής, που ζει άλλοτε στα κατάβαθα της ύπαρξης, άλλοτε την κρύβουν καλά οι κοινωνικές συμβάσεις και άλλοτε, ευτυχώς, βρίσκει δρόμο διαφυγής, δρόμο προς την απελευθέρωση, ίσως και την συνθηκολόγηση με τις σκιές, πριν επαληθευθούν οι δυστοπικές ψηφίδες.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου